Παρόλο που επρόκειτο για ιερωμένο με σημαντικό κοινωνικό και κατηχητικό έργο[1], έμεινε περισσότερο γνωστός για την υποστήριξή του προς τη Δικτατορία[2].
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1904 στο Μάναρι Αρκαδίας και προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια. Ολοκλήρωσε τα μαθητικά του χρόνια στην Τρίπολη και έπειτα εισήχθη στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1929. Υπήρξε από νεαρή ηλικία στέλεχος της Αδελφότητας «Η Ζωή», ενώ από την αποφοίτηση του και για μία τριετία επισκέφθηκε διάφορα μέρη της Ελλάδας με την ιδιότητα του (λαϊκού) ιεροκήρυκα. Το 1932 χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια μετέβη στη Χίο ως ιεροκήρυκας τοπικής χριστιανικής αδελφότητας. Το 1935 διορίστηκε τακτικός ιεροκήρυκας και το επόμενο έτος μετατέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου το 1937 χειροτονήθηκε ιερέας[3].
Δράση στη Θεσσαλονίκη
Με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιερέας[4], ενώ την περίοδο της Κατοχής παρουσίασε σημαντική δράση[2], οργανώνοντας από το 1942 παιδικά συσσίτια, σε συνεργασία με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο[5]. Αναφέρεται πως τόσο η οργάνωση των συσσιτίων όσο και τα εθνικού περιεχομένου κηρύγματα του - τότε αρχιμανδρίτη - Λεωνίδα, προσέδωσαν σημαντικό κύρος στη «Ζωή»[6]. Αργότερα, επί Εμφυλίου, διετέλεσε στρατιωτικός ιερέας στο Γ΄ Σώμα Στρατού[3].
Τα επόμενα χρόνια αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη της «Ζωής»[4]. Συμμετείχε ενεργά αλλά διακριτικά στα κοινά της πόλης[7] με τις ιδιότητες του ιεροκήρυκα[4], του διδάσκοντα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης[3], καθώς και του παρουσιαστή θρησκευτικής ραδιοφωνικής εκπομπής στην ΥΕΝΕΔ.
Ο Λεωνίδας, μετά την αντικανονική απομάκρυνση του προηγούμενου μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμονα, εξελέγη διάδοχός του[4]. Κατά την ενθρόνισή του, ευχαρίστησε - μεταξύ άλλων - την ιεραρχία της Εκκλησίας, τις πολιτικές (δικτατορικές) αρχές, καθώς και τη «Ζωή»[3]. Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας υπήρξε θερμός υποστηρικτής[7] του καθεστώτος και με δηλώσεις του εξυμνούσε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και τη σύζυγό του[2].
Απομάκρυνση και τελευταία χρόνια
Εξέπεσε του θρόνου βάσει της 7ης Συντακτικής Πράξης του 1974, στις 11 Ιουλίου του 1974. Εκτός του ιδίου εξέπεσαν άλλοι 11 από τους μητροπολίτες που είχαν χαρακτηριστεί ως «ιερωνυμικοί» και οι οποίοι αρνούνταν να δεχτούν τον νέο αρχιεπίσκοπο, κατηγορούμενοι για φατρία.[8] Ακολούθως ορίστηκε τιτουλάριος[9] μητροπολίτης Ρέοντος[10].
Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ηγήθηκε οργάνωσης που ζητούσε την αμνήστευση των στελεχών της Δικτατορίας[11]. Απεβίωσε την Παρασκευή 27 Απριλίου1984 μετά από σύντομη νοσηλεία και τάφηκε στον χώρο των Εκπαιδευτηρίων "Ο Απόστολος Παύλος".
Επί δημαρχίας Παπαγεωργόπουλου προτάθηκε η μετονομασία οδού προς τιμήν του κοντά στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, αλλά μετά από διάφορες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις η πρόταση αποσύρθηκε[12].
↑Γούναρης, Βασίλης Κ. (2005). Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων. Κοινωνικές και άλλες όψεις του αντικομμουνισμού στη Μακεδονία του Εμφυλίου Πολέμου. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. σελ. 154.
↑Αγγελοπούλου, Αθανασίου Αν. (1998). Εκκλησιαστική Ιστορία. Ιστορία των δομών διοικήσεως και ζωής της Εκκλησίας της Ελλάδος (Εικοστός αιώνας). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη. σελ. 110-117.