Γεννήθηκε στο Σανταρέμ[1]. Ήταν η πρώτη κόρη τού Aλφόνσου Γ΄ της Πορτογαλίας και της δεύτερης συζύγου του Bεατρίκης της Ιβρέας-Καστίλης, κόρης του Αλφόνσου Ι΄ της Καστίλης. Πήρε το όνομά της από τη μεγάλη θεία της Λευκή της Ιβρέας-Καστίλης[1], συζύγου του Λουδοβίκου Θ΄ της Γαλλίας. Όταν ήταν δύο ετών, ο πατέρας της τής έδωσε, ως αέναη δωρεά, την πόλη Μοντεμόρ-ο-Βέλο (Montemor-o-Velho), με τον όρο ότιη πόλη θα επέστρεφε στο στέμμα μετά το τέλος της ή σε περίπτωση που η Λευκή θα παντρευόταν εκτός Πορτογαλίας. [2] Ακολουθώντας τα βήματα της προγιαγιάς της, της βασίλισσας Θηρεσίας της Πορτογαλίας, συζύγου του Αλφόνσου Θ΄ του Λεόν και άλλων γυναικών μελών του βασιλικού Οίκου και των ευγενών, πήγε να ζήσει στο μοναστήρι του Λορβάιο το 1277, αν και εκείνη την εποχή δεν ήταν μοναχή και δεν έγινε ηγουμένη αυτού του θρησκευτικού ιδρύματος. [2]
Το 1282 συνόδευσε τη μητέρα της βασίλισσα Βεατρίκη στην Καστίλλη, [3] λόγω διαφορών με τον αδελφό εκείνης, βασιλιά Ντένις/Διονύσιο της Πορτογαλίας. Αυτό συνέπεσε με τη σύγκρουση μεταξύ του εκ μητρός πάππου της Αλφόνσου Ι΄ της Καστίλης και του Σάντσο Δ΄, τότε πρίγκιπα και μελλοντικού βασιλιά [2]. Υπάρχει τεκμηριωμένη απόδειξη, ότι μητέρα και κόρη ζούσαν το 1283 στη Σεβίλλη με τον βασιλιά [4], ο οποίος στη διαθήκη του ανέφερε την εγγονή του Λευκή και της άφησε ένα σημαντικό ποσό για τον γάμο της. [5]
Το 1295 έγινε μοναχή στο μοναστήρι του Λας Ουέλγκας, όπως αποδεικνύεται από μία επιστολή της 15ης Απριλίου 1295, που περιγράφει λεπτομερώς τους λόγους, που την οδήγησαν να γίνει μοναχή. Αυτό έγινε μετά από σύσταση και οδηγίες του θείου της βασιλιά Σάντσο Δ΄ της Καστίλης, παρόλο που στην αρχή η Λευκή ήταν απρόθυμη να μπει στο θρησκευτικό τάγμα. [4]
Έφερε στο μοναστήρι την προίκα της, που αποτελείτο από πολλά χωριά και ιδιοκτησίες και το 1303 δώρισε στο μοναστήρι τα αλατωρυχεία στην Πόζα ντε λα Σαλ και στην Ανιάνα. Ονομάστηκε κυρία και φύλακας του μοναστηριού, ωστόσο η Λευκή δεν έγινε ποτέ ηγουμένη του, αφού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μεταξύ 1296 και 1326, το Λας Ουέλγκας διοικούντο από την ηγουμένη Ουρράκα Αλφόνσο. [4]
Το 1303, μετά το τέλος της μητέρας της, η Λευκή κληρονόμησε την κυριότητα (señorío /σενιορίο/) του Αλκοσέρ. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1305 αγόρασε για 170.000 μαραβέδια από τη Χουάνα Γκόμεθ δε Μανθανέδο, χήρα του Λουδοβίκου πρίγκιπα της Καστίλης, γιου του Φερδινάνδου Γ΄ της Καστίλης, την κληρονομιά της στην πόλη Μπριβιέσκα. [6] Θεωρείται η ιδρύτρια της πόλης ως χορηγού και συντονίστριας αυτής και ήταν επίσης υπεύθυνη για την ίδρυση της Κολεγκιάτα ντι Σάντα Μαρία. [7] «Το έργο της δεν περιορίστηκε στον πολεοδομικό σχεδιασμό της νέας πόλης και τη διάταξη των δρόμων της, αλλά της παραχώρησε επίσης ένα νομικό μέσο για τη διακυβέρνηση και τη διοίκησή της, το Θέσπισμα (Fuero) του 1313, το οποίο εμπνεύστηκε από το κείμενο του Βασιλικού Θεσπίσματος». [8]
Διαθήκη, τέλος και ταφή
Συνέταξε μία διαθήκη στις 15 Απριλίου 1321 [9], όπου όρισε την ταφή της στο μοναστήρι του Λας Ουέλγκας [10] και ζήτησε επίσης να τελεσθούν 10.000 θείες Λειτουργίες για το καλό της ψυχής της. Στη διαθήκη της παραχώρησε την πόλη Μπριβιέσκα στον Aλφόνσο ΙΑ΄ της Καστίλης, με τον όρο ότι η πόλη δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ κυριότητα (σενιορίο) και ότι ο βασιλιάς έπρεπε να πληρώσει τα χρέη της συνολικού ύψους 300.000 μαραβεδίων. Του εμπιστεύτηκε την προστασία της πόλης και της Κολεγκιάτα ντι Σάντα Μαρία ντελα Μαγιόρ που είχε ιδρύσει. [11] Η Λευκή κατονόμασε αρκετούς εκτελεστές της διαθήκης της, μεταξύ των οποίων τη βασίλισσα Μαρία δε Μολίνα και τον Γκονθάλο ντε Ινοχόσα, επίσκοπο του Μπούργκος. [10]
Η πριγκίπισσα Λευκή απεβίωσε στο μοναστήρι στις 17 Απριλίου 1321. [12] Ο τάφος της είναι διακοσμημένος με αλληλένδετα αστέρια και με τους θυρεούς των βασιλείων της Καστίλης, του Λεόν και της Πορτογαλίας. [4]
Οικογένεια
Είχε έναν γιο εκτός γάμου από έναν Πορτογάλο ευγενή, που ονομαζόταν Πέδρο Νούνες Καρπιντέιρο, [4] ή Πέδρο Εστεβάνεθ Σαρπιντέυρο [13], όπως καταγράφεται στα χρονικά του Ρούι δε Πίνα[14] και του Aλφόνσου ΙΑ΄: [15][17]
↑Brandão in Quarta parte da Monarchia Lusitana mentions this son but says that he harbours great doubts since the Infanta's affair and son were not mentioned by Pedro Afonso, Count of Barcelos who does not speak ill of her and simply mentions that she did not want to marry.[16]