Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλεγόταν (και εκλέγεται) άμεσα από τον λαό με καθολική και μυστική ψηφοφορία.[1][2] Η θητεία του προέδρου είναι πενταετής.[1][2] Ξεκινά την ημέρα εγκαταστάσεως του ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπου ο εκλεγμένος πρόεδρος δίνει τη νενομισμένη διαβεβαίωση.[1][2]
Όταν μόνο ένας υποψήφιος υποβάλλει υποψηφιότητα, τότε ανακηρύσσεται ως εκλεγείς Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς ψηφοφορία.[1][2] Όταν οι υποψήφιοι είναι περισσότεροι από έναν, τότε εκλέγεται ο υποψήφιος που εξασφαλίζει πάνω από το 50% των εγκύρων ψήφων.[1][2] Αν κανένας από τους υποψήφιους δεν εξασφαλίσει την απαιτούμενη πλειοψηφία, τότε διεξάγεται επαναληπτική εκλογή την αντίστοιχη μέρα της αμέσως επόμενης βδομάδας ανάμεσα στους δυο υποψηφίους που πήραν τις περισσότερες ψήφους.[1][2] Ο υποψήφιος που παίρνει, κατά την επαναληπτική εκλογή, το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων θεωρείται εκλεγείς.[1][2]
Η εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται πριν από τη λήξη της θητείας του απερχόμενου προέδρου, έτσι ώστε ο νεοεκλεγόμενος πρόεδρος να είναι σε θέση να αναλάβει τα καθήκοντα του όταν η θητεία αυτή λήξει.[1][2]
Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας παραμένει κενή, διεξάγεται αναπληρωματική εκλογή εντός 45 ημερών από την ημέρα που η θέση παρέμεινε κενή.[2] Η θητεία του εκλεγομένου με αναπληρωματική εκλογή προέδρου είναι ίση με τη μη εκπνεύσασα περίοδο της θητείας του προηγούμενου προέδρου.[2]
Βάσει του συντάγματος, το σύστημα διακυβέρνησης ήταν η προεδρική δημοκρατία με πρόεδρο Ελληνοκύπριο και αντιπρόεδρο Τουρκοκύπριο εκλεγμένους, τον πρώτο από τους ελληνικής και τον δεύτερο από τους τουρκικής καταγωγής κατοίκους της χώρας.[6] Και ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος είχαν το δικαίωμα του βέτο για θέματα εξωτερικής πολιτικής, ενόπλων δυνάμεων, ασφάλειας κλπ.[6] Ωστόσο, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από την διακυβέρνηση της χώρας, δεν έγιναν εκλογές για τη θέση του αντιπροέδρου.[3][8] Οι Τουρκοκύπριοι επανεξέλεξαν στις 15 Φεβρουαρίου 1968 τον Φαζίλ Κιουτσιούκ ως αντιπρόεδρο της χώρας, αλλά η εκλογή θεωρήθηκε παράνομη από την ελληνική πλευρά, επειδή η διαδικασία δεν έγινε υπό τον έλεγχο των κρατικών αρχών.[5]