Ο Κρίστιαν Χόφμαν φον Χόφμανσβαλνταου (γερμανικά: Christian Hoffmann von Hoffmannswaldau, 1616 - 4 Απριλίου 1679) ήταν Γερμανός ποιητής της εποχής του μπαρόκ και ανώτερος αξιωματούχος.[10]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Κρίστιαν Χόφμαν γεννήθηκε το 1616 στο Μπρεσλάου (Βρότσλαβ) στο δουκάτο της Σιλεσίας, σε αριστοκρατική οικογένεια, ο πατέρας του εργαζόταν ως αυτοκρατορικός σύμβουλος και αυλικός διαχειριστής και έγραφε ερασιτεχνικά ποίηση στα λατινικά, υποστηρίζοντας την πνευματική και κοινωνική ατμόσφαιρα της οικογένειας.[11]
Κατά τη διάρκεια της βασικής του εκπαίδευσης στο λύκειο στο Γκντανσκ γνώρισε τον Μάρτιν Όπιτζ, ο οποίος επρόκειτο να ασκήσει διαρκή επιρροή στο ποιητικό έργο του. Το 1638 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο του Λέιντεν (Ολλανδία) και σπούδασε νομικά και φιλολογικές και ιστορικές μελέτες. Σε ένα μεγαλύτερο εκπαιδευτικό ταξίδι, που ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή, ως σύντροφος του γιου ενός πρίγκιπα, γνώρισε στο Άμστερνταμ τον θεατρικό συγγραφέαΑντρέας Γκρύφιους και σύχναζε σε λογοτεχνικούς κύκλους στους οποίους δημιουργήθηκαν και διαδόθηκαν τα καλύτερα δείγματα γερμανικής μπαρόκ ποίησης. Στη συνέχεια πήγε στην Αγγλία, όπου έμαθε τη γλώσσα, και έπειτα στη Γαλλία, όπου συνεργάστηκε με επιφανείς μελετητές όπως τον Ούγκο Γκρότιους, τον Ντενί Πετώ και άλλους, και τελικά την Ιταλία, όπου έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Γένοβα, την Πίζα και τη Σιένα, ταξίδεψε στη Ρώμη και επέστρεψε στην πόλη του το 1642. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιήγησης τελειοποίησε την πολιτιστική του προετοιμασία και γοητεύτηκε από την λογοτεχνία των χωρών που επισκέφθηκε.[12]
Το 1643, ο Χόφμαν παντρεύτηκε τη Μαρία Βέμπερσκι, με την οποία απέκτησε τρεις γιους. Εργάστηκε ως επιτυχημένος έμπορος και απέκτησε μεγάλη περιουσία. Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή, αρχικά έγινε μέλος του Συμβουλίου του Μπρεσλάου χωρίς διακοπή για 32 χρόνια και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δήμαρχος και κυβερνήτης του πριγκιπάτου του Μπρεσλάου. Το 1657, ο αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α' τον διόρισε αυτοκρατορικό σύμβουλο. Συνεργάστηκε επίσης στη διαχείριση του εκπαιδευτικού συστήματος προτείνοντας έναν οδηγό μελέτης, De curricula studiorum vitae civili profuturorum (1659), που έδινε συμβουλές ανάγνωσης, όπως η Βίβλος, έργα του Ρενέ Ντεκάρτ, του Τόμας Χομπς, του Φράνσις Μπέικον και τη μελέτη της φυσικής. Ως δημοτικός σύμβουλος, πραγματοποίησε πολυάριθμες διπλωματικές δραστηριότητες για διαπραγματεύσεις στη Βιέννη.[13]
Ο Χόφμαν απολάμβανε εξαιρετική φήμη στο Μπρεσλάου και συνέβαλε στην πολιτιστική ζωή της πόλης του με εκδηλώσεις στο σπίτι του. Λόγω μεταγενέστερων επαγγελματικών και διπλωματικών υποχρεώσεων ως μέλος του συμβουλίου της πόλης, έγραψε μόνο μερικά έργα από το 1647 και μετά. Τα περισσότερα γραπτά του είναι της δεκαετίας του 1640. Πέθανε το 1679 στο Μπρεσλάου.
Λογοτεχνία
Ο Χόφμαν ήταν ήδη διάσημος ποιητής κατά τη διάρκεια της ζωής του, αλλά δεν δημοσίευσε ο ίδιος τα έργα του. Οι στίχοι του κυκλοφορούσαν κυρίως σε χειρόγραφα από χέρι σε χέρι, αντιγράφηκαν ξανά και ξανά και έφτασαν ακόμη και στις πριγκιπικές αυλές. Τυπώνονταν χωρίς εξουσιοδότηση, όπως τα Εκατό επιγράμματα το 1662, αλλά επειδή οι στίχοι του εμφανίζονταν παραμορφωμένοι και άσεμνοι, ο Χόφμαν ένιωσε υποχρεωμένος να ετοιμάσει μια επιλογή από τα έργα του για εκτύπωση το 1679 με τον τίτλο Γερμανικές μεταφράσεις και ποιήματα, αν και δεν έζησε για να τα δει εκτυπωμένα.
Η μεταθανάτια δημοσίευση των Γερμανικών Μεταφράσεων και Ποιημάτων περιλάμβανε μόνο περίπου το ήμισυ του συνόλου του έργου του, ωστόσο του εξασφάλισε τη φήμη του ποιητή με τη μεγαλύτερη επιρροή της εποχής του. Ακολούθησε η πιο εκτενής συλλογή Ο κύριος φονΧόφμανσβαλνταου καιάλλα γερμανικά ποιήματα (Herrn von Hoffmannswaldau und anderer Deutschen auserlesener und ruckterch), που εμφανίστηκε το 1695. Το ύφος του έγινε γνωστό ως γκαλάν και χαρακτηρίζεται από εξωφρενικές μεταφορές και αντιθέσεις, επιδέξια χρήση της ρητορικής και υπαινικτικό ερωτισμό, με βαθιά προσοχή και φροντίδα στην κομψότητα της έκφρασης, καθώς και στο καλλιεργημένο, πνευματώδες, ειρωνικό, εκλεπτυσμένο, περίτεχνο, ηθικολογικό περιεχόμενο που τόνιζε την πολυμάθεια του ποιητή. Οι στίχοι του απολάμβαναν μεγάλη δημοτικότητα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.[14]
Τα Ηρωικά γράμματα, 1664, φανταστική αλληλογραφία ιστορικών εραστών του παρελθόντος και της εποχής του, έργο εμπνευσμένο από τον Οβίδιο, αναφέρεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις ερωτικού πάθους αλλά και σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις έργων του Τζοβάνι Μπατίστα Γκουαρίνι, του Τεοφίλ ντε Βιώ και του Τζιοβάννι Φρανσέσκο Μπιόντι.
Στο λογοτεχνικό του έργο υπάρχει συχνά μια αντιπαράθεση της χαράς της ζωής και της παροδικότητας προκειμένου να υπογραμμιστεί η ευθραυστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αντανακλώντας το κλίμα της έντασης και των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών της εποχής του που σημαδεύτηκε από τον Τριακονταετή Πόλεμο (1618-1648). [15]