Το κάρυο στη βοτανική είναι ο καρπός με σκληρό κέλυφος ορισμένων φυτών που φέρουν αδιάρρηκτο καρπό. Ενώ μερικοί ξηροί καρποί καλούνται «κάρυα», μόνο ορισμένοι θεωρούνται από τους βιολόγους βοτανολογικά κάρυα. Το καρύδι, για παράδειγμα, δεν συγκαταλέγεται στα (βοτανολογικά) κάρυα.
Βοτανολογική περιγραφή
Ένα κάρυο στη βοτανική είναι ένας απλός ξηρός καρπός που περιέχει ένα σπόρο – σπάνια δύο – στον οποίο ο τοίχος ωοθηκών γίνεται πολύ σκληρός (πετρώδης ή ξύλινος) στην ωριμότητα, και όπου ο σπόρος παραμένει συνημμένος ή λιωμένος με τον τοίχο ωοθηκών. Για παράδειγμα, τα βοτανολογικά κάρυα παράγονται από μερικές οικογένειες της τάξης των Φηγωδών (Fagales) όπως (οι ονομασίες των καρπών αναγράφονται μετά την παύλα (–)):
Μερικοί ξηροί καρποί (συμπεριλαμβανομένου του καρυδιού (αρχ. ελλ. «κάρυον»)) και άλλα σπέρματα (σπόροι) που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της βοτανολογικής περιγραφής αλλά μοιάζουν με κάρυα:
Δρύπες, οι οποίες είναι οι εδώδιμοι σπόροι των καρπών όπου η δερματοειδής σάρκα καταργείται κατά τη συγκομιδή.