Ιρανική αρχιτεκτονική

Ο Πύργος Αζαντί στην Τεχεράνη (1971), έργο του αρχιτέκτονα Χοσεΐν Αμανάτ, που βασίσθηκε σε ιδέες από την κλασική και τη μετακλασική ιρανική αρχιτεκτονική.[1]
Τα ερείπια της Περσέπολης, η οποία άρχισε να κτίζεται τον 6ο αι. π.Χ. κατά την Α΄ Περσική Αυτοκρατορία.
Δείγμα ιβάν και διακόσμηση μουκαρνάς στην είσοδο του Τζαμιού του Σάχη στο Ισφαχάν (17ος αιώνας)

Με τον όρο ιρανική ή περσική αρχιτεκτονική (περσ. معمارى ایرانی, Me'māri e Irāni) χαρακτηρίζεται η αρχιτεκτονική τόσο του Ιράν, όσο και άλλων περιοχών της Δυτικής Ασίας, του Καυκάσου και της Κεντρικής Ασίας. Η ιστορία της περσικής αρχιτεκτονικής χρονολογείται τουλάχιστον από το 5000 π.Χ., με χαρακτηριστικά παραδείγματα που προέρχονται σε μια τεράστια περιοχή, εκτεινόμενη από την Τουρκία και το Ιράκ μέχρι το Ουζμπεκιστάν και το Τατζικιστάν, και από τον Καύκασο μέχρι τη Ζανζιβάρη. Τα περσικά κτήρια ποικίλλουν σημαντικά σε κλίμακα και λειτουργία, από τη λαϊκή τοπική αρχιτεκτονική μέχρι μνημειακά συγκροτήματα.[2] Εκτός από ιστορικές πύλες, ανάκτορα και τζαμιά, η ταχεία ανάπτυξη πόλεων όπως η πρωτεύουσα Τεχεράνη έχει προκαλέσει ένα κύμα κατεδαφίσεων και νέων οικοδομήσεων.

Σύμφωνα με τον Αμερικανό ιστορικό και αρχαιολόγο του 20ού αιώνα Άρθουρ Πόουπ η ανώτατη ιρανική τέχνη, με την κατάλληλη έννοια της λέξεως, ήταν ανέκαθεν η αρχιτεκτονική. Η ανώτατη αυτή θέση της αρχιτεκτονικής υπήρχε τόσο στην προ- όσο στη μετα-ισλαμική περίοδο.[3] Η ιρανική αρχιτεκτονική παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, τόσο δομική όσο και αισθητική, από μια ποικιλότητα παραδόσεων και εμπειριών. Χωρίς αιφνίδιες καινοτομίες, και παρά την επαναλαμβανόμενη τραυματική εμπειρία των εισβολών και των πολιτιστικών σοκ, ανέπτυξε ένα αναγνωρίσιμο ύφος ξεχωριστό από άλλες περιοχές του μουσουλμανικού κόσμου.[4] Οι αρετές της είναι «μια αξιοσημείωτη αίσθηση για τη μορφή και την κλίμακα, δομική εφευρετικότητα, ίδίως στην κατασκευή αψίδων και θόλων, μια ιδιοφυΐα στη διακόσμηση, με μια ελευθερία και επιτυχία που δεν την ανταγωνίζεται καμιά άλλη αρχιτεκτονική».[4]

Γενικά χαρακτηριστικά

Θεμελιώδεις αρχές

Η Σι-ο-σε Πολ, μία από τις γέφυρες του Ισφαχάν

Η παραδοσιακή περσική αρχιτεκτονική έχει διατηρήσει μια συνέχεια που, αν και προσωρινά αποσπάται από εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις ή ξένες εισβολές, έχει επιτύχει ένα αναμφισβήτητα ξεχωριστό ύφος. Ο Αμερικανός ιστορικός και αρχαιολόγος Άρθουρ Πόουπ, που μελέτησε την περσική αρχιτεκτονική, την περιέγραψε ως εξής: «δεν υπάρχουν αδιάφορα κτήρια· ακόμη και τα περίπτερα των κήπων διαθέτουν μια ευγένεια και αξιοπρέπεια, και τα πιο χονδροειδή καραβανσεράι γενικά έχουν μια γοητεία. Σε εκφραστικότητα και επικοινώνηση τα περισσότερα περσικά κτήρια είναι διαυγή, ακόμη και εύγλωττα. Ο συνδυασμός εντάσεως και απλότητας παρέχει μια αμεσότητα, ενώ τα διακοσμητικά στοιχεία και οι συχνά υπολανθάνουσες αναλογίες αποζημιώνουν την προσεκτική παρατήρηση»[4]

Σύμφωνα με τους μελετητές Ναντέρ Αρνταλάν και Λαλέχ Μπαχτιάρ, το καθοδηγητικό μορφοποιητικό μοτίβο της ιρανικής αρχιτεκτονικής ήταν ο κοσμικός σύμβολισμός, «με τον οποίο ο άνθρωπος οδηγείται σε επικοινωνία με και συμμετοχή στις δυνάμεις του ουρανού»[5]. Αυτό το θέμα δεν έδωσε μόνο ενότητα και συνέχεια στην αρχιτεκτονική της Περσίας, αλλά ήταν και βασική πηγή του συναισθηματικού χαρακτήρα της.

Υλικά

Τα διαθέσιμα οικοδομικά υλικά υπαγορεύουν τις μείζονες μορφές στην παραδοσιακή ιρανική αρχιτεκτονική. Βαρείς άργιλοι, που είναι εύκολα διαθέσιμοι σε διάφορα μέρη σε όλο το ιρανικό οροπέδιο, έχουν ενθαρρύνει την ανάπτυξη της πιο πρωτόγονης από όλες τις τεχνικές κατασκευής, τη λάσπη, συμπιεσμένη όσο το δυνατόν πιο στέρεα, που αφήνεται να ξηρανθεί. Αυτή η τεχνική, που χρησιμοποιείται στο Ιράν από την αρχαιότητα, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς. Η αφθονία βαρέων εύπλαστων γαιών, σε συνδυασμό με ένα αραιό ασβεστολιθικό κονίαμα, διευκόλυνε επίσης την ανάπτυξη και τη χρήση του τούβλου.

Σχέδιο

Κιονόκρανο περσικού ρυθμού στην Περσέπολη

Ορισμένα σχεδιαστικά στοιχεία της περσικής αρχιτεκτονικής έχουν διατηρηθεί σε όλη την Ιστορία του Ιράν. Τα πιο εντυπωσιακά είναι μια έντονη αίσθηση της κλίμακας και η διακριτική χρήση απλών και τεράστιων μορφών. Η συνέπεια των διακοσμητικών προτιμήσεων, η πύλη με υψηλή αψίδα που βρίσκεται «υποχωρημένη» προς τα μέσα σε σχέση με την εξωτερική πλευρά του κτηρίου, οι στύλοι με κιονόκρανα που φέρουν στηρίγματα, καθώς και επαναλαμβανόμενοι τύποι σχεδίου και ανυψωμένων στοιχείων, μπορούν επίσης να αναφερθούν. Ανά τους αιώνες αυτά τα στοιχεία έχουν επανειλημμένως εμφανισθεί σε εντελώς διαφορετικούς τύπους κτηρίων, κατασκευασμένα για διάφορες λειτουργίες και υπό την προστασία μιας μακράς διαδοχής ηγετών.

Το πρόστεγο με κίονες (talar), που παρατηρείται στους λαξευμένους στον βράχο τάφους κοντά στην Περσέπολη, επανεμφανίζεται σε ναούς των Σασσανιδών, και στη νεότερη Ισλαμική περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως πρόπυλο ενός ανακτόρου ή τεμένους. Προσαρμόστηκε ακόμη και στην αρχιτεκτονική τεϊοποτείων του δρόμου. Παρόμοια, ο θόλος πάνω σε 4 αψίδες, τόσο χαρακτηριστικός της σασανιδικής περιόδου, συναντάται ακόμα και σήμερα σε πολλά νεκροταφεία και ιμαμζαντέχ σε όλο το Ιράν. Η ιδέα των γήινων πύργων που κατευθύνονταν προς τον ουρανό για να αναμιχθούν με τους θεϊκούς πύργους των ουρανίων δυνάμεων κράτησε μέχρι τον 19ο αιώνα, ενώ η εσωτερική αυλή και δεξαμενή, η γωνιώδης είσοδος και η εκτεταμένη διακόσμηση είναι αρχαία, αλλά ακόμα κοινά χαρακτηριστικά της ιρανικής αρχιτεκτονικής.

Πολεοδομία

Το κυκλικό σχέδιο πόλεως ήταν χαρακτηριστικό αρκετών μεγάλων πόλεων των Πάρθων και των Σασσανιδών, όπως η Χάτρα και το Γκορ (το σημερινό Φιρουζαμπάντ). Μια άλλη πολεοδομική σχεδίαση βασίστηκε στο τετράγωνο και υλοποιήθηκε στις ανατολικές ιρανικές πόλεις, όπως το Μπαμ και το Ζαράντζ.

Κατηγοριοποίηση αρχιτεκτονικών ρυθμών

Ο Ιρανός ιστορικός της αρχιτεκτονικής Μοχάμαντ Καρίμ Πίρνια (1920-1997) ταξινόμησε την αρχιτεκτονική παράδοση της Μείζονος Περσίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε ανά τους αιώνες, στις παρακάτω 6 τάξεις ή ρυθμούς (sabk)[6]:

Η προϊσλαμική αρχιτεκτονική

Το κάστρο Φαλάκ-ολ-Αφλάκ
Οι Πασαργάδες

Το Ιράν αναγνωρίζεται από την UNESCO ως ένα από τα λίκνα του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι προϊσλαμικοί αρχιτεκτονικοί ρυθμοί βασίζονται σε 30 έως 40 αιώνες αρχιτεκτονικής από διάφορους πολιτισμούς του ιρανικού υψίπεδου. Η ισλαμική αρχιτεκτονική του Ιράν με τη σειρά της, άντλησε ιδέες από την προϊσλαμιστική πρόδρομό της και έχει γεωμετρικές και επαναλαμβανόμενες μορφές, καθώς και επιφάνειες διακοσμημένες πλούσια με πολύχρωμα πλακάκια, σκαλισμένο στόκο, τούβλα που διατεταγμένα έτσι ώστε να σχηματίζουν σχέδια, μοτίβα με λουλούδια και καλλιγραφίες.

Κάθε μία από τις περιόδους των Ελαμιτών, των Αχαιμενιδών, των Πάρθων και των Σασσανιδών άφησε πίσω της σπουδαία αρχιτεκτονική, που με την πάροδο των αιώνων εξαπλώθηκε πολύ μακριά, σε άλλους πολιτισμούς. Αν και το Ιράν έχει υποστεί το μερίδιό του σε καταστροφές, συμπεριλαμβανομένης και της αποφάσεως του Μεγάλου Αλεξάνδρου να πυρπολήσει την Περσεπόλη, υπάρχουν επαρκή διασωθέντα κτίσματα για να σχηματισθεί μια εικόνα της κλασικής αρχιτεκτονικής του.

Οι Αχαμενίδες έκτισαν σε μεγάλη κλίμακα. Οι καλλιτέχνες και τα υλικά που χρησιμοποιούσαν εισάχθηκαν από σχεδόν όλα τα εδάφη του τότε μεγαλύτερου κράτους στον κόσμο. Οι Πασαργάδες έθεσαν το πρότυπο: η πόλη ήταν σχεδιασμένη ως ένα εκτεταμένο πάρκο, με γέφυρες, κήπους, και ανάκτορα με κιονοστοιχίες. Οι Πασαργάδες, μαζί με τα Σούσα και την Περσεπόλη, εξέφραζαν την εξουσία του «Βασιλέως των Βασιλέων», με τα κλιμακοστάσια των Πασαργάδων να καταγράφουν σε ανάγλυφα την τεράστια έκταση του αυτοκρατορικού μετώπου.

Με τους Πάρθους και τους Σασσανίδες εμφανίσθηκαν νέες μορφές. Οι πάρθιες καινοτομίες άνθησαν πλήρως κατά τη διάρκεια της περιόδου των Σασσανιδών, με τεράστιες αίθουσες με ημικυλινδρικές οροφές, στέρεους ξύλινους θόλους και ψηλούς κίονες. Αυτή η επιρροή θα παρέμενε και σε επόμενες χρονικές περιόδους. Για παράδειγμα, η κυκλική πολεοδομία της Βαγδάτης την εποχή του Χαλιφάτου των Αββασιδών δείχνει τα περσικά προηγούμενά της, όπως το Φιρουζαμπάντ της Φαρς. Ο Αλ-Μανσούρ προσέλαβε δύο σχεδιαστές για το σχέδιο της πόλεως: τον Ναουμπάχτ, πρώην πιστό του Ζωροαστρισμού, ο οποίος απεφάσισε ότι η ημερομηνία της ιδρύσεως της Βαγδάτης θα έπρεπε να είναι αστρολογικώς σημαντική, και τον Μασαλάχ ιμπν Αθαρί, πρώην Ιουδαίο από το Χορασάν.

Τα ερείπια της Περσεπόλης, της Κτησιφώντος, του Τεπέ Σιάλκ, των Πασαργάδων, του Φιρουζαμπάντ και του Αργκ-ε Μπαμ μας δίνουν μια μακρινή αντίληψη για τις συνεισφορές των Περσών στην τέχνη της αρχιτεκτονικής. Το επιβλητικό κάστρο των Σασσανιδών στο Ντερμπέντ του Νταγκεστάν (σήμερα ανήκει στη Ρωσία) είναι ένα από τα καλύτερα σωζόμενα και ζωντανά παραδείγματα της υπέροχης ιρανικής αρχιτεκτονικής των Σασσανιδών. Από το 2003 το κάστρο αυτό έχει καταχωρηθεί στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Πανοραμική άποψη του Νάκσε Ροστάμ, που περιέχει τους τάφους 4 βασιλέων των Αχαιμενιδών, μεταξύ των οποίων του Δαρείου Α΄ του Μέγα και του Ξέρξη.

Υποπερίοδοι

Η νεκρόπολη του Σιάλκ (Τεπέ Σιάλκ), 4η χιλιετία π.Χ.

Προπαρσικός ρυθμός

Το Προπαρσικό ύφος ή ρυθμός (ορθότερα «υπο-ρυθμός», νεοπερσ. شیوه معماری پیش از پارسی) είναι αρχιτεκτονικό στιλ που ανθούσε στο Ιρανικό υψίπεδο μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ., κατά την εποχή του Βασιλείου των Μήδων. Συχνά ταξινομείται ως υποκατηγορία της περσικής αρχιτεκτονικής.[7] Τα αρχαιότερο δείγμα αξιοθέατου έργου αυτού του στιλ είναι το Τεπέ Ζαγκέχ, κοντά στο Καζβίν. Άλλα σωζόμενα παραδείγματα αυτού του στιλ είναι το Τσόγκα Ζανμπίλ, το Τεπέ Σιάλκ, το Σαχρ-ι Σουχτέ και τα Εκβατάνα. Τα κτίσματα των Ελαμιτών και των Πρωτοελαμιτών, μεταξύ άλλων, καλύπτονται επίσης από αυτή την υποκατηγορία.

Παρσικός και Παρθικός ρυθμός

Το Ανάκτορο του Δαρείου στα Σούσα
Το ζιγκουράτ του Τσογκά Ζανμπίλ, 1250 π.Χ.

Ο Παρσικός ρυθμός (شیوه معماری پارسی) είναι ένα ύφος αρχιτεκτονικής (σαμπκ) που ορίσθηκε από τον Μοχάμαντ Καρίμ Πίρνια κατά την ταξινόμηση της ιστορίας της περσικής/ιρανικής αρχιτεκτονικής. Αν και η μηδική και η αχαιμενιδική αρχιτεκτονική εμπίπτουν σε αυτή την ταξινόμηση, η προαχαιμενιδική αρχιτέκτονική μελετάται επίσης ως υποδιαίρεση αυτής της κατηγορίας.[7] Αυτό το στιλ αρχιτεκτονικής άνθισε από τον 8ο αιώνα π.Χ., από την εποχή της Μηδικής Αυτοκρατορίας, σε όλη την Αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, μέχρι την άφιξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου τον 3ο αιώνα π.Χ..[8]

Αυτό το αρχιτεκτονικό ύφος περιλαμβάνει έργα από τις εποχές των Σελευκιδών (310-140 π.Χ.), των Πάρθων (247 π.Χ. - 224 μ.Χ.) και των Σασσανιδών (224-651 μ.Χ.), φτάνοντας στο ζενίθ της ακμής του κατά την περίοδο των Σασσανιδών. Παραδείγματα αποτελούν το Καλέχ Ντοχτάρ, τα βασιλικά συγκροτήματα στη Νίσα (στο σημερινό Τουρκμενιστάν), ο Ναός της Αναχίτα, η πόλη Χορέχ (σημερ. Μαχαλάτ), η Χάτρα, η Στοά της Κτησιφώντας, η Μπισαπούρ και το Ανάκτορο του Αρδάσιρ.

Η ισλαμική αρχιτεκτονική

Πρώιμη ισλαμική περίοδος (7ος-9ος αιώνας)

Η Ισλαμική εποχή ξεκίνησε στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. στην Αραβία. Η Μουσουλμανική κατάκτηση της Περσίας άρχισε λίγο αργότερα και τελείωσε με την περιοχή υπό τον έλεγχο των Χαλιφών Ρασιντούν, ακολουθούμενη από τους Ομεϋάδες μετά το 661. Η πρώιμη ισλαμική αρχιτεκτονική επηρεάσθηκε έντονα από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική και τη σασσανιδική αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική των Ομεϋαδών (661-750) βασίσθηκε σε στοιχεία αυτών των παραδόσεων, αναμειγνύοντας και προσαρμόζοντάς τα στις απαιτήσεις των νέων Μουσουλμάνων παραγγελιοδοτών.[9][10]

Τα ερείπια του Τζαμιού Τζαμέχ του Σιράφ (9ος αιώνας)

Μετά την ανατροπή των Ομεϋαδών το 750 και την αντικατάστασή τους από το Χαλιφάτο των Αββασιδών, το πολιτικό κέντρο του χαλιφάτου μετακινήθηκε προς τα ανατολικά, στη νέα πρωτεύουσα Βαγδάτη, στο σημερινό Ιράκ. Εν μέρει ως αποτέλεσμα αυτού, η αββασιδική αρχιτεκτονική επηρεάσθηκε ακόμη περισσότερο από εκείνη των Σασσανιδών και από τις ρίζες της αρχιτεκτονικής στην αρχαία Μεσοποταμία.[11][12] Κατά τη διάρκεια του 8ου και 9ου αιώνα, η δύναμη και η ενότητα του Χαλιφάτου των Αββασιδών επέτρεψαν στα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά και τις καινοτομίες του να εξαπλωθούν γρήγορα σε άλλες περιοχές του ισλαμικού κόσμου υπό την επιρροή του, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν.

Χαρακτηριστικά από την περίοδο των Ομεϋαδών, όπως οι στοές, ο σκαλισμένος στόκος και η ζωγραφισμένη διακόσμηση τοίχου, συνεχίσθηκαν και έγιναν πιο περίτεχνα στην περίοδο των Αββασιδών.[12] Η τετρακεντρική αψίδα, μια εξελιγμένη μορφή της οξυκόρυφης αψίδας, πιστοποιείται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα σε μνημεία των Αββασιδών στη Σαμάρα του Ιράκ, όπως το παλάτι Κασρ αλ-Ασίκ.[13][12] Η χρήση του διαδόθηκε ευρύτατα στη μεταγενέστερη ιρανική αρχιτεκτονική.[14] Στη Σαμάρα εμφανίσθηκαν επίσης νέα διακοσμητικά στιλ, τα οποία απέδιδαν τα προηγούμενα φυτικά μοτίβα των σασσανιδικών και βυζαντινών παραδόσεων σε πιο αφηρημένες και στιλιζαρισμένες μορφές. Αυτό το στιλ εξαπλώθηκε αργότερα σε άλλες περιοχές, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν.

Λίγα από τα μεγάλα τζαμιά που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης ισλαμικής περιόδου στο Ιράν έχουν επιβιώσει σε κάτι παρόμοιο με την αρχική τους μορφή. Τα απομεινάρια ενός τζαμιού στα Σούσα, πιθανότατα από την περίοδο των Αββασιδών, δείχνουν ότι είχε μια υπόστυλη αίθουσα προσευχής (δηλαδή μια αίθουσα με πολλούς κίονες που στηρίζουν μια στέγη) και ένα προαύλιο. Ένα άλλο τζαμί, που ανασκάφηκε στο Μπαντάρ Σιράφ, χρονολογείται από τον 9ο αιώνα. Προσκολλημένος στο τζαμί ήταν ένας μινάρες, η βάση του οποίου διασώζεται ακόμα, αποτελώντας το αρχαιότερο υπόλειμμα μιναρέ στον ανατολικό ισλαμικό κόσμο. Το Τζαμί της Παρασκευής στο Ισφαχάν, ένα από τα σημαντικότερα ισλαμικά μνημεία του Ιράν, ιδρύθηκε αρχικά γύρω στο 771, αλλά ανακαινίσθηκε και επεκτάθηκε το 840-841. Είχε επίσης προαύλιο περιτριγυρισμένο από υποστύλες αίθουσες. Συνέχισε να υποβάλλεται σε περαιτέρω τροποποιήσεις και προσθήκες κατά τους επόμενους αιώνες.

Το μοναδικό άξιο λόγου τζαμί από αυτή την πρώιμη περίοδο που διατηρεί κάπως την αρχική μορφή του είναι το Ταριχανέ στο Νταμγκάν (Επαρχία του Σεμνάν). Παρά το ότι η εποχή της ανεγέρσεώς του δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη, η όλη μορφή και ο χαρακτήρας του παραπέμπουν στον 9ο αιώνα ή και νωρίτερα, με δεδομένες τις μεγάλες ομοιότητές του με την αρχιτεκτονική των Σασσανιδών. Διαθέτει προαύλιο και υπόστυλη αίθουσα προσευχής, στην οποία το κεντρικό κλίτος που οδηγεί στο μιχράμπ (κόγχη που υποδεικνύει την κατεύθυνση προς τη Μέκκα) είναι ελαφρώς πλατύτερο από τα άλλα. Αρχικώς το τζαμί αυτό δεν διέθετε μιναρέ, αλλά ένας ψηλός κυλινδρικός πύργος προστέθηκε το έτος 1026. Αυτός ο μιναρές είναι σήμερα ο παλαιότερος που στέκεται ακόμα όρθιος σε ολόκληρο το Ιράν.[15]

Στην κοσμική (μη θρησκευτική) αρχιτεκτονική, τα υπολείμματα διάφορων ανακτόρων και κατοικιών της εποχής έχουν επίσης μελετηθεί. Τέτοια είναι τα ερείπια γύρω από το Μερβ, στο σημερινό Τουρκμενιστάν. Πολλά είναι τα κοινά χαρακτηριστικά τους με την παλαιότερη σασσανιδική και σογδιανική αρχιτεκτονική.[12][16] Μεταξύ των επαναλαμβανόμενων στοιχείων είναι ιβάν και θολωτές αίθουσες. Μερικά από τα παλαιότερα παραδείγματα, μέχρι τον 8ο αιώνα, φαίνεται ότι είχαν δωμάτια με ξύλινους κίονες και οροφές, ενώ εκείνα από τον 9ο αιώνα εμφανίζουν προτίμηση προς τις θολωτές οροφές. Επίσης έφεραν διακοσμήσεις στο στιλ της Σαμάρα. Οι κατοικίες στην ύπαιθρο περιβάλλονταν από εξωτερικό τείχος με ημικυκλικούς πυργίσκους. Η σασσανιδική παράδοση να κτίζονται καραβανσεράι κατά μήκος των εμπορικών οδών συνεχίσθηκε, με τα ερείπια ενός από αυτά στο νότιο Τουρκμενιστάν να επιβεβαιώνουν την παρουσία μιας κεντρικής αυλής περιβαλλόμενης από στοές με κιονοστοιχίες και θολωτές οροφές.

Η ανάδυση περιφερειακών τεχνοτροπιών (10ος-11ος αιώνας)

Πρώιμο παράδειγμα μουκαρνάς μέσα στο Μαυσωλείο του Ιμάμη Νταβαζντάχ στη Γιαζντ (1037)[17]

Μετά την ανώτατη ακμή του, το Χαλιφάτο των Αββασιδών διασπάσθηκε σε περιφερειακές ηγεμονίες, που διατηρούσαν έναν τυπικό βαθμό υποταγής στους Χαλίφες της Βαγδάτης, αλλά ήταν de facto ανεξάρτητες.[18] Στο Ιράν και την Κεντρική Ασία αναδύθηκαν μερικές τέτοιες περιφερειακές δυναστείες: οι Μπουγίδες έλεγχαν το κεντρικό Ιράν, οι Μπαβανδίδες και οι Ζιγιαρίδες το βόρειο Ιράν, και οι Σαμανίδες το Μείζον Χορασάν και την Υπερωξιανή.[19]

Αυτή περίπου την εποχή πρωτοεμφανίσθηκαν πολλά από τα διακριτικά γνωρίσματα της μετέπειτα ιρανικής και κεντροασιατικής αρχιτεκτονικής, όπως η χρήση του τούβλου τόσο για τη δόμηση όσο και για την τριδιάστατη διακόσμηση, η χρήση του εφυαλωμένου πλακιδίου για τη διακόσμηση επιφανειών, καθώς και η διακόσμηση μουκαρνάς (τριδιάστατα γεωμετρικά σχέδια σε θόλο), ξεκινώντας από τα σφαιρικά τρίγωνα. Συνεχίσθηκε η ανέγερση υπόστυλων τζαμιών και υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη τζαμιών με πολλούς θόλους.[19] Το Τζαμί Τζαμέχ της Ναΐν, ένα από τα παλαιότερα σωζόμενα Τεμένη της Παρασκευής στο Ιράν, περιέχει κάποια από τα πιο καλοδιατηρημένα χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής, όπως οι διακοσμητικοί πλίνθοι, οι κουφικές επιγραφές και οι πλούσιες γύψινες διακοσμήσεις με θέματα κλήματα και άκανθες, που αρύονται από τις παλαιότερες διακοσμήσεις της Σαμάρα.[19][20]

[[Αρχείο:Bukhara_Samanid_mausoleum_outside.JPG|thumb|To [[Μαυσωλείο των Σαμανιδών στην Μπουχάρα (10ος αι.), ένας από τους παλαιότερους μνημειακούς τάφους σε όλο τον ισλαμικό κόσμο.[21]]] Μια άλλη σημαντική αρχιτεκτονική τάση που εμφανίζεται κατά τον 10ο και τον 11ο αιώνα είναι η ανάπτυξη των μαυσωλείων, που για πρώτη φορά λαμβάνουν μνημειακή μορφή. Ο ταφικός πύργος ήταν ένας τύπος μαυσωλείου, με παράδειγμα το Γκονμπάντ-ε Καβούς (περ. 1007), ενώ ο άλλος βασικός τύπος ήταν το τετράγωνο μετά θόλου, όπως το Μαυσωλείο των Σαμανιδών στην Μπουχάρα (προ του 943).[22][19]

Εποχή των Σελτζούκων (11ος–13ος αιώνες)

Τουρκικά φύλα άρχισαν να μετακινούνται προς τα δυτικά, διασχίζοντας την Κεντρική Ασία, ήδη από τον 8ο αιώνα και αφότου ασπάσθηκαν την ισλαμική θρησκεία έγιναν μείζονες δυνάμεις στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το σημαντικότερο ήταν οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που δημιούργησαν τη μεγάλη ομώνυμη Αυτοκρατορία τον 11ο αιώνα, κατακτώντας όλο το Ιράν και άλλες μεγάλες περιοχές στην Κεντρική Ασία και τη Μ. Ανατολή.[23]

Ο θόλος της βόρειας αίθουσας στο Τζαμί της Παρασκευής (Iσφαχάν), 1088-1089

Μολονότι το απόγειο της ακμής τους ήταν σύντομο, οι Σελτζούκοι αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό σημείο καμπής στην ιστορία της ισλαμικής τέχνης και αρχιτεκτονικής στο Ιράν και την Κεντρική Ασία, εγκαινιάζοντας μια αύξηση των χορηγιών και παραγγελιών για σημαντικά έργα.[24][25] Μεγάλο όμως μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς τους καταστράφηκε από τις Εισβολές και κατακτήσεις των Μογγόλων κατά τον 13ο αιώνα.[26] Παρά το γεγονός αυτό ωστόσο, σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο διασώθηκαν περισσότερα σελτζουκικά μνημεία και αντικείμενα στο σημερινό έδαφος του Ιράν, επιτρέποντας στους ειδικούς να μελετήσουν τις τέχνες αυτής της εποχής σε βάθος.[24][25] Αρκετές γειτονικές δυναστείες που ήταν σύγχρονες των Σελτζούκων, όπως οι Καραχανίδες, οι Γαζναβίδες και οι Γκουρίδες, έκτισαν μνημεία σε πολύ παρόμοιο ύφος. Μια γενική αρχιτεκτονική παράδοση έγινε έτσι κοινό κτήμα στο μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού ισλαμικού κόσμου (Ιράν, Κεντρική Ασία και μέρη των βόρειων Ινδιών) μέχρι και μετά την παρακμή της περιόδου των Σελτζούκων τον 13ο αιώνα.[24][25] Αυτή η περίοδος θεωρείται και ως «κλασική» για την αρχιτεκτονική της Κεντρικής Ασίας.[27]

Το σημαντικότερο θρησκευτικό μνημείο από την περίοδο των Σελτζούκων είναι το Τζαμί της Παρασκευής στο Iσφαχάν, το οποίο επεκτάθηκε και τροποποιήθηκε από διάφορους Σελτζούκους χορηγούς στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα: Δύο μεγάλες και καινοτόμες θολωτές αίθουσες προστέθηκαν στα τέλη του 11ου αιώνα, ενώ τέσσερα μεγάλα ιβάν ανεγέρθηκαν γύρω από την κεντρική αυλή περί τις αρχές του 12ου, εγκαινιάζοντας το «σχέδιο των τεσσάρων ιβάν» στην αρχιτεκτρονική των τζαμιών[28][29][30], που έγινε γρήγορα δημοφιλές και σημαντικά άλλα τζαμιά της εποχής το υιοθέτησαν, όπως αυτά του Αρντεστάν και του Ζαβαρέχ, ενώ επεκτάθηκε και στη μη θρησκευτική αρχιτεκτονική.[19] Πιθανώς εφαρμόσθηκε και σε μεντρεσέδες, που τότε περίπου πρωτοεμφανίσθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, αν και κανένας μεντρεσές των Σελτζούκων δεν διασώθηκε.[19]

Τα χάνια (khān) ή καραβανσεράι για τους ταξιδιώτες και τα καραβάνια, γενικώς είχαν χρηστική και λιγότερο διακοσμητική αρχιτεκτονική, με φθηνή ξυλεία, ισχυρή οχύρωση και ελάχιστες ανέσεις.[31] Μεγάλα καραβανσεράι οικοδομούνταν ως ένας τρόπος για την ενίσχυση του εμπορίου και την επιβεβαίωση της εξουσίας των Σελτζούκων στην ύπαιθρο χώρα. Τυπικά αποτελούνταν από ένα κτήριο με οχυρή εξωτερική εμφάνιση, μνημειακή πύλη εισόδου και εσωτερική αυλή περιβαλλόμενη από διάφορες αίθουσες, μεταξύ των οποίων και ιβάν. Μερικά αξιοσημείωτα παραδείγματα, που διατηρούνται μόνο μερικώς, είναι τα καραβανσεράι Ριμπάτ-ι Μαλίκ (περ. 1068-1080) και Ριμπάτ-ι Σαράφ (12ος αιώνας) στην Υπερωξιανή και το Χορασάν, αντιστοίχως.[32][19][33]

Οι Σελτζούκοι συνέχισαν επίσης να κτίζουν «ταφικoύς πύργους», έναν περσικό τύπο κτίσματος από προηγούμενες εποχές: τέτοιο παράδειγμα είναι ο Πύργος Τογκρόλ ή Τογκρούλ, που κτίσθηκε στη Ρέι (νοτίως της Τεχεράνης) το 1139. Μεγαλύτερη καινοτομία ωστόσο υπήρξε η εισαγωγή μαυσωλείων με τετράγωνη κάτοψη, που αργότερα έγιναν συνηθισμένος τύπος μνημειακών τάφων. Πρώιμα δείγματα τέτοιων κατασκευών είναι τα δίδυμα οκταγωνικά Μαυσωλεία ή Πύργοι του Χαρακάν (1068 και 1093) κοντά στο Καζβίν (βόρειο Ιράν) και ο μεγάλος Τάφος του Αχμάντ Σαντζάρ (περ. 1152) στη Μερβ, που έχει τετράγωνη βάση.[34]

Περίπου την ίδια εποχή, μεταξύ του ύστερου 10ου αιώνα και των αρχών του 13ου, οι Καραχανίδες ηγεμόνευαν στην Υπερωξιανή και έκτισαν πολλά εντυπωσιακά οικοδομήματα στην Μπουχάρα και τη Σαμαρκάνδη του σημερινού Ουζμπεκιστάν). Γνωστά μνημεία των Καραχανιδών είναι το μεγάλο τζαμί της Μπουχάρα, από το οποίο σώζεται μόνο ο μιναρές, ο περίφημος Μιναρές Καλιάν (περ. 1127), ο γειτονικός μιναρές του Βαμπκέντ (1141) και αρκετά μαυσωλεία με μνημειακές προσόψεις, όπως εκείνα του [Ουζγκέν]] (στη σημερινή Κιργισία) από το β΄ μισό του 12ου αιώνα.[27]

Ο Μιναρές Τζαμ (τέλη 12ου αιώνα) στο σημερινό Αφγανιστάν

Ανατολικότερα, η πρώτη μεγάλη τουρκογενής δυναστεία ήταν οι Γαζναβίδες, που ανεξαρτητοποιήθηκαν στα τέλη του 10ου αιώνα με πρωτεύουσά τους την Γκαζνί ή Γκάζνα του σημερινού Αφγανιστάν. Στο β΄ μισό του 12ου αιώνα τους αντικατέστησαν οι Γκουρίδες.[35][36] Ανάμεσα στα πλέον αξιοσημείωτα μνημεία αυτών των δύο δυναστειών είναι ορισμένοι διακοσμημένοι τούβλινοι πύργοι και μιναρέδες, που διασώθηκαν ως αποκομμένες δομές. Οι ακριβείς λειτουργίες των πύργων είναι άγνωστες. Τα κτίσματα αυτά περιλαμβάνουν τους δύο Μιναρέδες της Γκαζνί κοντά στην Γκάζνα (αρχές 12ου αι.) και τον Μιναρέ του Τζαμ που έκτισαν οι Γκουρίδες (ύστερος 12ος αι.), επίσης στο σημερινό Αφγανιστάν.[37][38]

Καθώς οι Σελτζούκοι άρχισαν να παρακμάζουν τον 12ο αιώνα, διάφορες άλλες δυναστείες (συχνά επίσης τουρκογενείς) ίδρυσαν μικρότερα κράτη. Στο Ιράν και την Κεντρική Ασία δημιουργήθηκε η Αυτοκρατορία των Χορεσμίων και το κράτος των Καρά-Χιτάι, που βάσταξαν μέχρι τις επιδρομές των Μογγόλων.[36] Η τοποθεσία της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας των Χορεσμίων, της Κόνιε-Ουργκέντς (στο σημερινό Τουρκμενιστάν), έχει διατηρήσει αρκετά μνημεία από την εποχή εκείνη (τέλη του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα), όπως το λεγόμενο Μαυσωλείο του Φαχρ αλ-Ντιν αλ-Ραζί (το πιθανότερο ο τάφος του Ιλ-Αρσλάν) και το Μαυσωλείο του Σουλτάνου Αλά αλ-Ντιν Τεκίς.[39][40]


Παραπομπές

  1. «'برج آزادی پس از ۲۰ سال شسته می‌شود'». BBC News, فارسی (στα Περσικά). 18 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2020. 
  2. Arthur Upham Pope: Introducing Persian Architecture, Oxford University Press, Λονδίνο 1971, σελ. 1
  3. Arthur Pope: όπ.π.
  4. 4,0 4,1 4,2 Arthur Upham Pope: Persian Architecture, εκδ. George Braziller, Νέα Υόρκη 1965, σελ. 266
  5. Nader Ardalan & Laleh Bakhtiar: Sense of Unity, The Sufi Tradition in Persian Architecture, 2000, ISBN 1-871031-78-8
  6. M. Karim Pirnia: Sabk Shenasi Mi'mari Irani (= «μελέτη των στιλ στην ιρανική αρχιτεκτονική»), 2005, ISBN 964-96113-2-0, σελ. 24
  7. 7,0 7,1 M. Karim Pirnia: Sabk Shenasi Mimari Irani (= «μελέτη των ρυθμών στην ιρανική αρχιτεκτονική»), 2005, ISBN 964-96113-2-0, σσ. 40-51
  8. Fallāḥʹfar, Saʻīd: The Dictionary of Iranian Traditional Architectural Terms (Farhang-i vāzhahʹhā-yi miʻmārī-i sunnatī-i Īrān, فرهنگ واژه‌های معماری سنتی ایران), εκδ. Kamyab, Kāvushʹpardāz, Τεχεράνη 2000 και 2010, ISBN 978-964-2665-60-0, US Library of Congress LCCN Permalink: http://lccn.loc.gov/2010342544 pp.44
  9. Petersen 1996, σελ. 295.
  10. Bloom & Blair 2009Architecture (III. 661–c. 750)
  11. Petersen 1996, σελ. 1.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Bloom & Blair 2009Architecture (IV. c. 750–c. 900)
  13. Petersen 1996, σελίδες 24–25, 251.
  14. Bloom & Blair 2009Architecture
  15. Herzig, Edmund· Stewart, Sarah (2011). Early Islamic Iran. Bloomsbury Publishing. σελ. 115. ISBN 978-1-78673-446-4. 
  16. Kuban, Doğan (1974). The Mosque and Its Early Development. Brill. σελ. 22. ISBN 978-90-04-03813-4. 
  17. Bloom & Blair 2009Muqarnas
  18. Kennedy, Hugh (2004). The Prophet and the Age of the Caliphates: The Islamic Near East from the Sixth to the Eleventh Century (2η έκδοση). Routledge. ISBN 9780582405257. 
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 Bloom & Blair 2009Architecture (V.c. 900 – c. 1250)
  20. Bloom & Blair 2009Na῾in
  21. Bloom & Blair 2009Bukhara
  22. Hillenbrand 1999b, σελ. 100.
  23. Hattstein & Delius 2011, σελ. 348.
  24. 24,0 24,1 24,2 Bosworth, C.E.· Hillenbrand, R.· Rogers, J.M.· Blois, F.C. de· Darley-Doran, R.E. (1960–2007). «Sald̲j̲ūḳids; VI. Art and architecture; 1. In Persia». Στο: Bearman, P.· Bianquis, Th.· Bosworth, C.E.· van Donzel, E.· Heinrichs, W.P., επιμ. Encyclopaedia of Islam, Second Edition. Brill. ISBN 9789004161214. CS1 maint: Μορφή ημερομηνίας (link)
  25. 25,0 25,1 25,2 Bloom & Blair 2009Saljuq
  26. Bonner, Jay (2017). Islamic Geometric Patterns: Their Historical Development and Traditional Methods of Construction. Springer. σελ. 69. ISBN 978-1-4419-0217-7. 
  27. 27,0 27,1 Hattstein & Delius 2011, σελ. 354-359.
  28. Hattstein & Delius 2011, σελίδες 368–369.
  29. Ettinghausen, Grabar & Jenkins-Madina 2001, σελ. 140-144.
  30. O'Kane, Bernard (1995): Domes Αρχειοθετήθηκε 2022-05-11 στο Wayback Machine., Encyclopaedia Iranica, Online Edition. Retrieved 28 November 2010.
  31. Hillenbrand 1999b, σελ. 109.
  32. Ettinghausen, Grabar & Jenkins-Madina 2001, σελ. 153-154.
  33. Hattstein & Delius 2011, σελ. 363-364.
  34. Ettinghausen, Grabar & Jenkins-Madina 2001, σελ. 146.
  35. Hattstein & Delius 2011, σελ. 330-332.
  36. 36,0 36,1 Ettinghausen, Grabar & Jenkins-Madina 2001, σελ. 134.
  37. Hattstein & Delius 2011, σελ. 336-337.
  38. Ettinghausen, Grabar & Jenkins-Madina 2001, σελ. 150-152.
  39. Hattstein & Delius 2011, σελ. 360-366.
  40. Bloom & Blair 2009Kunya-Urgench

Πηγές