Ιερά Μητρόπολη Χαλδίας, Χερροιάνων και Κερασούντος
Η Ιερά Μητρόπολη Χαλδίας, Χερροιάνων και Κερασούντος ήταν μέχρι το 1923 μια από τις σπουδαιότερες και πλουσιότερες επαρχίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή του Πόντου.
Ιστορικά στοιχεία
Ίδρυση
Η μητρόπολη Χαλδίας δεν ήταν παλιά επισκοπή από τα βυζαντινά χρόνια, που επιβίωσε στα χρόνια της Οθωμανικής περιόδου, αλλά νέα που η ίδρυσή της οφειλόταν σε ειδικές ιστορικές συνθήκες μετά την οθωμανική κατάκτηση του Πόντου[1]. Τον 17ο αιώνα η Επισκοπή Κάνιν της μητρόπολης Τραπεζούντας μετονομάστηκε σε Χαλδίας, από το παλιό βυζαντινό όνομα της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας. Μεταξύ των ετών 1647-1654, όταν επίσκοπός της ήταν ο Σίλβεστρος Α΄, η Επισκοπή Χαλδίας αυτονομήθηκε από τη Μητρόπολη Τραπεζούντας και ανυψώθηκε σε Αρχιεπισκοπή. Τέλος, το 1767 η Αρχιεπισκοπή Χαλδίας προάγεται σε Μητρόπολη με έδρα την Αργυρούπολη[2]. Στα γεωγραφικά της όρια περιλάμβανε σχεδόν όλους τους χριστιανικούς οικισμούς της επαρχίας Γκιουμούσχανε.
Ανάπτυξη
Ο 18ος αιώνας υπήρξε εποχή μεγάλης ανάπτυξης για την μητρόπολη Χαλδίας. Τα εισοδήματα από τις μεταλλευτικές δραστηριότητες ανέδειξαν το κύρος και την επιρροή των τοπικών αρχιερέων. Ο μητροπολίτης Χαλδίας θεωρούνταν "Αρχιερέας των Μεταλλουργών" και είχε στην πνευματική του δικαιοδοσία όλες τις μεταλλουργικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στον Πόντο και τη Μικρά Ασία ως αποικίες της Χαλδίας[3]. Έτσι, τμήματα άλλων επαρχιών ανήκαν εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Χαλδίας, διότι σ' αυτά υπήρχαν αποικίες Χάλδιων μεταλλουργών[4]. Τέτοιες κοινότητες δημιουργήθηκαν αρχικά στις περιοχές της Τρίπολης (Ερσεήλ και Εσελί μαντέν), Κερασούντας, Κοτυώρων, Φάτσας και στη συνέχεια της Σεβάστειας, του Ερζερούμ (Χαλβά μαντέν), της Άγκυρας (Ακ-Νταγ), της Καππαδοκίας , της Μεσοποταμίας. Μέχρι τη Γεωργία και την Αρμενία υπήρξαν τέτοιοι οικισμοί[5]. Η εξέλιξη αυτή κατοχυρώθηκε και στον τίτλο του μητροπολίτη ως “υπέρτιμου και έξαρχου παντός Ελενοπόντου”[6]. Στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη υπάγονταν 197.450 χριστιανοί, 450 κληρικοί, 324 ναοί και 392 παρεκκλήσια[7]. Το τριώροφο κτήριο της Μητρόπολης στην Αργυρούπολη χτίστηκε επί αρχιερατείας Γερβάσιου Σουμελίδη και ολοκληρώθηκε το 1886[8].
Το 1913 στη μητρόπολη Χαλδίας συμπεριλήφθηκε και η Κερασούντα, την οποία ο μητροπολίτης Λαυρέντιος έκανε έδρα του και την πρόσθεσε στον τίτλο του[9].
Μοναστήρια
Αρκετές ανδρικές και γυναικείες μονές περιλαμβάνονταν στα όρια της μητρόπολης. Μεταξύ αυτών είναι η μονή Παναγίας Γουμερά στην Τσίτη, η μονή Αγίου Γεωργίου Χουτουρά στην Αργυρούπολη, του Τιμίου Προδρόμου στην Ίμερα, του Αγίου Γεωργίου Ζαντού στη Μούζενα, του Αγίου Γεωργίου στη Χάρσερα και πολλές άλλες[10].
Το κρυπτοχριστιανικό ζήτημα
Η εκκλησιαστική επαρχία Χαλδίας, περιλάμβανε ένα μεγάλο μέρος του κρυπτοχριστιανικού πληθυσμού του Πόντου, καθώς ανήκαν στη δικαιοδοσία της τόσο η Κρώμνη όσο και το Σταυρίν. Κάτοικοι αυτών των περιοχών, προκειμένου να αποφύγουν τις διώξεις και τη βία που ακολούθησαν την οθωμανική κατάκτηση, επέλεξαν να εξισλαμισθούν κρατώντας όμως κρυφά την χριστιανική τους πίστη και λατρεία. Οι Κρυπτοχριστιανοί του Πόντου ονομάζονταν και κλωστοί, γυριστοί, δίπιστοι, κρωμνιώτες, σταυριώτες. Επηρεασμένοι από τις φιλελεύθερες διακηρύξεις του Χατ-ι χουμαγιούν περί θρησκευτικής ελευθερίας μερικοί Κρυπτοχριστιανοί φανέρωσαν για πρώτη φορά το 1857 τη χριστιανική τους πίστη. Είκοσι με τριάντα χιλιάδες κατάφεραν τότε να αναγνωριστούν ως χριστιανοί[11]. Μεγάλη υπήρξε η συμβολή του μητροπολίτη Γερβάσιου και στο θέμα της φανέρωσης, κυρίως των Σταυριωτών, αλλά και στη γενικότερη πολιτική της Εκκλησίας απέναντί τους[12].
Προσφορά στην Παιδεία
Στα όρια της μητρόπολης και σε 286 οικισμούς υπήρχαν 265 σχολεία με 322 εκπαιδευτικούς και 24.800 μαθητές και μαθήτριες[7]. Το 1875 η ανέγερση νέου κτιρίου για το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης, που λειτουργούσε με φροντίδες της μητρόπολης από το 1723, έγινε χάρη στην αρωγή του μητροπολίτη Γερβάσιου Σουμελίδη[13]. To 1908, ο μητροπολίτης Λαυρέντιος ίδρυσε ένα ιεροδιδασκαλείο και επέλεξε για τη λειτουργία του την μονή Πρασάρεως, λόγω της θέσης της μονής στο κέντρο των επαρχιών Χαλδίας, Τραπεζούντας, Κολωνίας, Ροδοπόλεως, Νεοκαισαρείας και Αμασείας. Πρώτος διευθυντής του Ιεροδιδασκαλείου Πρασάρεως ορίστηκε ο Γερβάσιος Σουμελίδης, μετέπειτα επίσκοπος Σεβαστείας και αργότερα Γρεβενών[14].
Μετά την έξοδο, το 1923, όλων των χριστιανών από την Μικρά Ασία, οι χριστιανικές μητροπόλεις παραμένουν εν ενεργεία αν και δεν διαθέτουν χριστιανικό πληθυσμό και οι τίτλοι τους αποδίδονται τιμητικά σε μη επαρχιούχους επισκόπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως στην περίπτωση του αρχιεπισκόπου πρώην ΑμερικήςΣπυρίδωνος[20].
Στα δίπτυχα του Οικουμενικού Πατριαρχείου η μητρόπολη Χαλδίας βρίσκεται σήμερα στην 61η σειρά[21].
Μεγάλο μέρος των εκκλησιαστικών κειμηλίων της Μητροπόλεως Χαλδίας και ενοριών της διασώζονται στο Μουσείο Μπενάκη.[8]
Παραπομπές
↑Τερεζάκης, Γεώργιος (2006). «Χαλδίας Μητρόπολις». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού.
↑Τριανταφυλλίδης, Περικλής (1993). Η εν Πόντω Ελληνική φυλή. Θεσσαλονίκη. σελ. 95. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2023. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2018.
Φώτης Κουτσουπιάς, Η Εκκλησιαστική και Εκπαιδευτική κίνηση στην εκκλησιαστική επαρχία Χαλδίας του Πόντου (19ος-20ος αιώνας), Διδακτ. Διατριβή ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2000
Πανάρετος Τοπαλίδης. Ο Πόντος ανά τους αιώνας, Δράμα 1929
Ελευθεριάδης, Ιωάννης (1903). Ιστορικόν Σχεδίασμα περί της επαρχίας Χαλδίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ημάς (κ΄) μετά παραρτήματος εν τέλει. εν Αθήναις: εκ των τυπογραφικών καταστημάτων Αναστασίου Δ. Φέξη.
Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1988, τ. 6ος