Ο Ζαν Φρανσουά Μιλέ (Jean-François Millet, 4 Οκτωβρίου1814 - 20 Ιανουαρίου1875) ήταν Γάλλοςζωγράφος και χαράκτης, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του γαλλικού ρεαλισμού του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και ιδρυτής της Σχολής της Μπαρμπιζόν. Υπήρξε κυρίως ο ζωγράφος των χωρικών. Μετά τον Λιχνιστή (1848), παρουσίασε το επόμενο έτος στα Σαλόν τον Άνθρωπο με την αξίνα και το 1859 τον περίφημο Σπορέα, που ενέπνευσε στον Βικτόρ Ουγκό ένα ποίημα στο οποίο εκθειάζει τη μεγαλειώδη χειρονομία του αγρότη.[4]
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου1814 στο Γκρεβίλ της Νορμανδίας στη Γαλλία.[5] Ήταν γόνος αγροτικής οικογενείας, έτσι ο Μιγιέ επιδόθηκε από μικρός στις αγροτικές ασχολίες, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Άρχισε σπουδές στο Σερμπούρ που τις συνέχισε στο Παρίσι την περίοδο 1837–1839, στο εργαστήρι του Πωλ Ντελαρός,[6] του πιο γνωστού και αξιοζήλευτου στην εποχή του ζωγράφου ιστορικών θεμάτων που όμως δεν επηρέασε σημαντικό το έργο του. Επέστρεψε κατόπιν στο Σερμπούρ, όπου για ένα μικρό διάστημα αφιερώθηκε κυρίως στην προσωπογραφία. Γυρίζοντας στο Παρίσι το 1841, άρχισε να γίνεται γνωστός, ιδιαίτερα μετά το 1844, όταν παρουσίασε τα έργα του "η Γαλατού" και "Μάθημα ιππασίας". Το 1845 μετακόμισε στη Χάβρη με την Catherine Lemaire, την οποία θα παντρευτεί με πολιτικό γάμο, το 1853, θα κάνουν εννέα παιδιά και θα παραμείνουν μαζί για το υπόλοιπο της ζωής του Μιγέ.[7]
Ήταν στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1840 που ο Μιγέ άνοιξε δεσμούς φιλίας με τους Κονστάν Τρουαγιόν, Ναρσίς Ντιάζ, Σαρλ Ζακ και Τεοντόρ Ρουσώ, καλλιτέχνες που, όπως ο Μιλέ, θα συνδεθούν με τη σχολή της Μπαρμπιζόν, επίσης ο Ονορέ Ντωμιέ, η μορφή σχεδιογραφίας του οποίου θα επηρεάσει την μετέπειτα απόδοση των αγροτικών θεμάτων του Μιλέ και ο Alfred Sensier, ένας γραφειοκράτης της κυβέρνησης που θα γίνει ισόβιος υποστηρικτής και τελικά βιογράφος του καλλιτέχνη.[8]
Η στροφή του Μιλέ προς τις αγροτικές ηθογραφίες άρχισε να γίνεται εμφανής στα τέλη της δεκαετίας του 1840 με τα έργα που παρουσίασε στα Σαλόν το 1848 και 1849. Τη χρονιά εκείνη εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μπαρμπιζόν (κοντά στο Φονταινεμπλώ), όπου συνδέθηκε με τους επίσης τοπιογράφους Κορό, Τεοντόρ Ρουσό και Ντιάζ ντε λα Πένια και ολοκλήρωσε το προσωπικό του ζωγραφικό ιδίωμα. Τα επόμενα χρόνια στράφηκε αποκλειστικά σχεδόν στα θέματα της αγροτικής ζωής και ζωγράφισε μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα, με αποτέλεσμα να αναγνωριστεί το ταλέντο του και να αποκτήσει φήμη και επιτυχία.[9]