Ο Ζακ Μπλανσάρ γεννήθηκε στο Παρίσι, ο πατέρας του, καταγόμενος από το Κοντριέ κοντά στη Λυών, ήταν αντιπρόσωπος για τις υποθέσεις της πόλης του στο Παρίσι. Η οικογένεια είχε συγγενικούς δεσμούς με καλλιτέχνες, έτσι ο Μπλανσάρ μαθήτευσε κοντά στον θείο του, τον ζωγράφο Νικολά Μπωλερί (1560-1630), από το 1613. Τα δύο αδέρφια του ήταν επίσης ζωγράφοι. Πολύ λίγα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του.
Γύρω στο 1618, εγκαταστάθηκε στη Λυών όπου μαθήτευσε στο εργαστήριο του ζωγράφου Οράς Λε Μπλαν από το 1620 έως το 1623.[6]
Τον Οκτώβριο του 1624 έφυγε για τη Ρώμη με τον αδελφό του Ζαν-Μπατίστ. Παρέμεινε εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1626, οπότε έφυγε για τη Βενετία, όπου παρέμεινε για άλλα δύο χρόνια και ήταν εδώ που ωρίμασε το στυλ του με επιρροές του ύφους του Τιτσιάνο και άλλων Βενετών ζωγράφων. Έφυγε από τη Βενετία τον Απρίλιο του 1628. Την άνοιξη του 1628, βρέθηκε στο Τορίνο στην υπηρεσία του Δούκα της ΣαβοΐαςΚαρόλου-Εμμανουήλ Α' της Σαβοΐας, για τον οποίο ζωγράφισε επτά ή οκτώ πίνακες, έργα που μεταφέρθηκαν στο Παρίσι.[7]
Το 1629, Μπλανσάρ, μετά από μικρή παραμονή στη Λυών, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Μέσα σε αυτό το διάστημα δέκα ετών μεταξύ της επιστροφής του στη Γαλλία και του θανάτου του το 1638, χρονολογούνται τα περισσότερα από τα έργα του που έχουν διασωθεί.
Παντρεύτηκε δύο φορές, απέκτησε έναν γιο, ο οποίος ήταν επίσης ζωγράφος και ταμίας της Ακαδημίας, και δύο κόρες.
Πέθανε στο Παρίσι από φλεγμονή στο στήθος το 1638, σε ηλικία 38 ετών.
Έργο
Τα έργα που έχουν αναγνωριστεί ως δικά του χρονολογούνται όλα μετά την επιστροφή του στη Γαλλία. Έλαβε ως πρότυπο τους μεγάλους Βενετούς ζωγράφους της Αναγέννησης, Τιτσιάνο, Τιντορέτο και Βερονέζε, έργα των οποίων είχε μελετήσει στην Ιταλία. Οι πίνακές του περιλαμβάνουν θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα. Τον αποκάλεσαν «Γάλλο Τιτσιάνο» λόγω των χρωμάτων του, κοντά σ' αυτά των Βενετών καλλιτεχνών, καθώς και για την αισθησιακή απεικόνιση του γυναικείου γυμνού.[9]