Οι επαρχίες και ομοσπονδιακά εδάφη του Καναδά συνιστούν τη διοικητική βαθμίδα που διοικεί συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές του Καναδά. Όταν σχηματίστηκε ο Καναδάς το 1867, τρεις επαρχίες της Βρετανικής Βόρειας Αμερικής —το Νιου Μπράνσγουικ, η Νέα Σκωτία και η Επαρχία του Καναδά (που με τον σχηματισμό του Καναδά χωρίστηκε στο Οντάριο και στο Κεμπέκ)— ενώθηκαν για να σχηματίσουν τη νέα ομόσπονδη αποικία (η οποία απέκτησε τον επόμενο αιώνα την ανεξαρτησία της). Από τότε, τα σύνορα του Καναδά άλλαξαν πολλές φορές, και η χώρα μεγάλωσε από τις αρχικές τέσσερεις, στις σημερινές 10 επαρχίες και 3 ομόσπονδα εδάφη. Οι δέκα επαρχίες είναι οι Αλμπέρτα, Βρετανική Κολομβία, Μανιτόμπα, Νιου Μπράνσγουικ, Νέα Γη και Λαμπραντόρ, Νέα Σκωτία, Οντάριο, Νήσος του Πρίγκιπα Εδουάρδου, Κεμπέκ και Σασκάτσουαν. Πολλές από τις επαρχίες ήταν πρώην Βρετανικές αποικίες, το Κεμπέκ ήταν αρχικά Γαλλική αποικία, ενώ άλλες προστέθηκαν στην έκταση του Καναδά. Τα τρία Ομοσπονδιακά Εδάφη είναι τα Βορειοδυτικά Εδάφη, το Νούναβουτ, και το Γιούκον, τα οποία αποτελούν την υπόλοιπη περιοχή της πρώην αποικίας της Βρετανικής Βόρειας Αμερικής. Οι επαρχίες και τα εδάφη που αποτελούν τον Καναδά, συνιστούν τη δεύτερη μεγαλύτερη χώρα σε έκταση στον κόσμο.
Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ της (Καναδικής) Επαρχίας και των Εδαφών, είναι ότι οι επαρχίες κατέχουν εξουσία και κυριαρχία με τον Συνταγματικό Νόμο του 1867 - Constitution Act, 1867 -ο οποίος συνιστά το μεγαλύτερο μέρος του Καναδικού Συντάγματος- (πριν καλούμενος Νόμος περί Βρετανικής Βόρειας Αμερικής, 1867 - British North America Act, 1867), ενώ η εξουσία που κατέχουν οι κυβερνήσεις των εδαφών παρέχεται από το Καναδικό Κοινοβούλιο. Οι εξουσίες που πηγάζουν από τον Συνταγματικό Νόμο του 1867 διαμοιράζονται μεταξύ της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των επαρχιών και ασκούνται αποκλειστικά και ξεχωριστά από αυτές. Αλλαγή στον διαχωρισμό των εξουσιών της κεντρικής και των περιφερειακών κυβερνήσεων θα απαιτούσε Συνταγματική μεταρρύθμιση, ενώ παρόμοια αλλαγή που αφορά τα εδάφη μπορεί να γίνει μόνο με νομοθετική πράξη του Κοινοβουλίου του Καναδά ή της κυβέρνησης.
Στη σύγχρονη Καναδική συνταγματική θεωρία οι επαρχίες θεωρούνται συν-κυρίαρχες μονάδες και κάθε επαρχία έχει το δικό της «Στέμμα», που αντιπροσωπεύεται από τον Αντικυβερνήτη. Τα Εδάφη δεν είναι κυρίαρχα, αλλά απλά μέρος του ομόσπονδου βασιλείου, και έχουν Επίτροπο που αντιπροσωπεύει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
↑Νόμος 101 για τη γαλλική γλώσσα. Τα αγγλικά έχουν μικρό επίσημο στάτους.
↑Η Νέα Σκωτία αντικατέστησε τις πόλεις το 1996 με περιφερειακούς δήμους. Συνεπώς ο μεγαλύτερος περιφερειακός δήμος είναι υποκατάσταση των συμπεριλαμβανομένων πρώην πόλεων.
↑Η Νέα Σκωτία έχει πολύ λίγους δίγλωσσους νόμους (τρεις στα Αγγλικά και Γαλλικά, έναν στα Αγγλικά και Πολωνικά), ενώ και κάποια κυβερνητικά σώματα έχουν νομοθετημένα ονόματα και στα Αγγλικά και στα Γαλλικά.
↑Άρθρο 16 του Καναδικού Χάρτη Δικαιωμάτων και Ελευθεριών.
Εδάφη
Στον Καναδά υπάρχουν τρία Ομοσπονδιακά Εδάφη. Αντίθετα από τις Επαρχίες, τα εδάφη δεν κατέχουν αφ’ εαυτού τους κυριαρχία αλλά μόνο τις εξουσίες που τους παραχωρούνται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση[1][2][3]. Περιλαμβάνουν όλον τον ηπειρωτικό Καναδά βορείως του 60ου βόρειου παραλλήλου και δυτικά του Κόλπου Χάντσον, καθώς και όλα τα νησιά βορείως του ηπειρωτικού Καναδά (από αυτά στον Κόλπο Τζέιμς μέχρι τα νησιά του Καναδικού Αρκτικού Αρχιπελάγους). Ο πίνακας παρουσιάζει τα εδάφη με τη σειρά ενσωμάτωσής τους στον Καναδά.