Αχλαδιά η ακανθώδης (Pyrus amygdaliformis ή Pyrus spinosa)
Η απιδέα η αμυγδαλόμορφος[α] ή γκορτσιά[β][7] (Pyrus amygdaliformis ή Pyrus spinosa)[8] είναι είδος του γένους των αχλαδιών της τάξης των ροδoειδών. Απαντάται στη Νότια Ευρώπη και τη Μικρά Ασία.[7] Η ονομασία της απαντάται σε διάφορες παραλλαγές του ονόματος «γκορτσιά», «γκορτζιά» κ.λπ.[9] Επίσης, ονομάζεται και αλιοχρά[γ] στην Κυνουρία, αρμουτιά (αλλά και αγκουρνιτσά ή κουρτσά) στη Θράκη, σβέρτσλο στη Λήμνο, αγριοαπιδιά στην Κέρκυρα, αγκούτσακας στην Κρήτη, αροχλάδα στη Νάξο, αγκραπιδία ή αγκραπιέα στην Κάτω Ιταλία κ.άλ.[11]
Περιγραφή
Η γκορτσιά είναι φυλλοβόλο δέντρο, με φύλλα μακριά σε σχήμα λόγχης. Tο σύνηθες ύψος του φυτού είναι 3-5 μέτρα[7] και φτάνει μέχρι τα 10 μ.[12] Ανθίζει τον Μάρτιο με Απρίλιο με λευκά λουλούδια κατά κορύμβους, λίγο πριν ή ταυτόχρονα με το μεγάλωμα των φύλλων.[7] Οι καρποί της είναι μικροί, σε σχήμα σφαιρικό[7] και είναι ξινοί και στυφοί, καθώς και δύσπεπτοι.[1] Μπολιάζεται εύκολα και αποτελεσματικά με την κοινή αχλαδιά (Pyrus communis, απιδέα η κοινή) και την αγριαχλαδιά (Pyrus pyraster). Μπολιάζεται επίσης και με μηλιά, ροδακινιά και κορομηλιά.
Χρήσεις
Στην αρχαιότητα οι καρποί της γκορτσιάς ήταν εδώδιμοι σε πολλές περιοχές της Ελλάδας και καταναλώνονταν είτε φρέσκοι, είτε αποξηραμένοι. Σήμερα, στο πλαίσιο αναβίωσης του ενδιαφέροντος για τοπικά προϊόντα, αναφέρεται περιορισμένη χρήση των καρπών για παρασκευή πετιμεζιού, γλυκού του κουταλιού και λικέρ.[13] Η γκορτσιά έχει επίσης μεγάλη σπουδαιότητα για τη μελισσοκομία, λόγω της πρώιμης ανθοφορίας της και της πλούσιας ποσότητας νέκταρ και γύρης, ενώ οι καρποί της αποτελούν σημαντική τροφή της άγριας πανίδας, με χρήση και σε οικόσιτα ζώα.[14] Στην Κρήτη (όπου το φυτό ονομάζεται αγκούτσακας, αχλάδα ή και απλά αχλαδιά),[δ] με τους ώριμους καρπούς σίτιζαν τα γουρούνια και με τα άνθη του φυτού στόλιζαν τον χώρο υποδοχής των σπιτιών.[16]
Το εκχύλυσμα ή αφέψημα των καρπών συνιστάται ως διουρητικό και παυσίπονο σε περιπτώσεις παθήσεων της ουροδόχου κύστης και της ουρήθρας. Συνιστώνται και κατά των δηλητηριάσεων από μανιτάρια. Μια μέθοδος που έχει προταθεί είναι το βράσιμο των μανιταριών μαζί με άγρια αχλάδια.[1] Αναφέρεται πως στην Κρήτη το εκχύλυσμα του καρπού χρησιμοποιείτο κατά της διάρροιας. Επιπλέον, ένα ενδιαφέρον λαογραφικό στοιχείο που αφορά το νησί είναι ότι τα καβουρδισμένα και κονιορτοποιημένα φύλλα της γκορτσιάς ρίχνονταν μέσα στον καφέ όσων είχαν μυρμηγκιές, ο οποίος τους προσφέροταν με αυτόν τον τρόπο, όπως λέγεται, εν αγνοία τους.[16]
Σημειώσεις
↑ 1,01,11,2Πρινέας, Ιωάννης Κ. και Ανάργυρος Μιχ. Σφακιανάκης. Βοτανοθεραπευτική. (Aνατύπωση της έκδοσης του Εκδ. Οίκου Πέτρου Δημητράκου, Αθήνα, χ.χ.). Αθήνα: Εκδόσεις Μακρή. σελ. 76.CS1 maint: Uses authors parameter (link)
↑Επίσης Απία η αγρία και απία η αμυγδαλόμορφος.[1]
↑H λέξη χρησιμοποιείται στο λαϊκό λεξιλόγιο ως συνώνυμη της αγριαχλαδιάς. Σύμφωνα με μια εκδοχή είναι βουλγαρικής προέλευσης[2] και σύμφωνα με μια άλλη αλβανικής.[3] Στη βιβλιογραφία υπάρχουν αναφορές στη χρήση της λέξης, στην περιοχή του Άργους, για τον προύνο τον ακανθώδη (Prunus spinosa).[4] Η αναφορά της γκορτσιάς ως δημώδους ονομασίας του Prunus spinosa στην Αργολίδα πρωτοδημοσιεύθηκε από τον Άγγλο βοτανολόγο Τζον Σίμπθορπ (1758–1796),[5] ο οποίος είχε επισκευθεί τον ελλαδικό χώρο. Το Λεξικό Δημητράκου καταγράφει και τις δυο σημασίες της λέξης.[6]