Ανεγέρθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1010 από τον Άγιο Στέφανο Α΄, πρώτο Βασιλιά της Ουγγαρίας. Η βασιλική ήταν επιβλητικό κτίριο, ένα από τα μεγαλύτερα στην Ουγγαρία. Δεν αποτέλεσε έδρα επισκοπής παρά μόνον μετά το 1777,[εκκρεμεί παραπομπή] ωστόσο χρησιμοποιείτο ως κύρια εκκλησία των μοναρχών της Ουγγαρίας.
Αποτελούσε την πλέον σημαντική τοποθεσία του Βασιλείου της Ουγγαρίας στη διάρκεια του Μεσαίωνα, καθώς περιλάμβανε τα βασιλικά εμβλήματα, συμπεριλαμβανομένου του θρόνου, του Αγίου Στέμματος της Ουγγαρίας, του θησαυροφυλακίου και των αρχείων. 37 βασιλείς και 39 βασιλικές σύζυγοι στέφθηκαν εντός της βασιλικής και 15 ετάφησαν εντός αυτής. Το 1543 οι Τούρκοι κατέλαβαν το Σέκεσφεχερβαρ. Οι βασιλικοί τάφοι λεηλατήθηκαν και η βασιλική χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση πυρίτιδας, ενώ ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μαρτίνου στο Ποσόνι κατέστη ο νέος τόπος στέψης.
Το 1601 το πολύτιμο κτίριο καταστράφηκε από πυρκαγιά.[1][2][3] Στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου ο οθωμανικός έλεγχος επί της πόλης διεκόπη για διάστημα περίπου εντός έτους. Απεικονίσεις του 17ου αιώνα δείχνουν πως η πυρκαγιά και η πιθανή έκρηξη προκλήθηκαν από το Χριστιανικό πυροβολικό κατά την διάρκεια της Χριστιανικής κατάληψης της πόλης.
Τα ερείπιά της κατεδαφίστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της νέας επισκοπική κατοικίας, καθώς και για την ανακατασκευή άλλης παλαιάς εκκλησίας, η οποία το 1777 έγινε ο καθεδρικός ναός της Επισκοπής του Σέκεσφεχερβαρ.
Τάφοι
Δεκατρείς βασιλείς και δύο βασιλικές σύζυγοι ετάφησαν εντός της Βασιλικής του Σέκεσφεχερβαρ.
Μέλη των οικογενειών των βασιλέων της Ουγγαρίας ήταν επίσης θαμμένα εντός της βασιλικής, όπως η Αικατερίνη, μεγαλύτερη κόρη και πιθανή κληρονόμος του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄ μέσω της Ελισάβετ της Βοσνίας.