Ο Αλεξάντρ Μπαζμπεούκ-Μελικιάν (ρωσικά: Александр Александрович Бажбеук-Меликян [Aleksándr Aleksándrovič Bažbeúk-Melikján] ή Бажбеук-Меликов [Bažbeúk-Mélikov], αρμενικά: Ալեքսանդր Բաժբեուկ-Մելիքյան [Aleksandr Bažbeuk-Melikyan], γεωργιανά: ალექსანდრე ბაჟბეუქ-მელიქიანი [Aleksandre Bažbeuk-Melikiani] ή ბაჟბეუქ-მელიქოვი [Βažbeuk-Μelikovi], ήταν Σοβιετικός-Γεωργιανός καλλιτέχνης, γραφίστας και γλύπτης αρμενικής καταγωγής.[4]
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1891 στην Τυφλίδα της Γεωργίας, η οποία αποτελούσε τότε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[5] Το 1903 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Τεχνών και Γλυπτικής της λεγόμενης Κοινωνίας του Καυκάσου για την Ενθάρρυνση των Καλών Τεχνών.[6] Εκεί γνωρίστηκε με τον επίσης ζωγράφο Λάντο Γκουντιασβίλι. Το 1910, ταξίδεψε στη Μόσχα για να καταρτιστεί στη ζωγραφική σε στούντιο του καλλιτέχνη Βασίλι Μέσκοφ. Το επόμενο έτος, εισήχθη στην Ακαδημία Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης.[7]
Μεταξύ των ετών 1922 ως 1929 ο Μπαζμπεούκ-Μελικιάν δίδαξε στο στούντιο του Μόσε Τίτζε και μετέπειτα δίδαξε στην Ακαδημία Τεχνών της Γεωργίας μέχρι το 1938.[8] Τη δεκαετία του 1920 συμμετείχε ενεργά στο καλλιτεχνικό στερέωμα της Τυφλίδας και ήρθε σε συνεργασία με φουτουριστές, όπως ο ποιητής Καρά-Ντάρβις, και ζωγράφους, όπως ο Δαβίδ Κακαμπάτζε.[9]
Το 1935 έγινε φίλος με τους εθνικιστές ποιητές Γεγκίσε Τσάρεντς και Τιτιάν Ταμπίτζε, κάτι που έφθασε στην αντίληψη της Σοβιετικής Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων. Όταν, το 1937, η εφημερίδα Αυγή της Ανατολής δημοσίευσε ένα άρθρο ονομάζοντας τον Μπαζμπεούκ-Μελικιάν εχθρό του λαού, εκδιώχθηκε από την Ένωση Καλλιτεχνών της Γεωργίας. Ο Τσάρεντς και ο Ταμπίτζε εκτελέστηκαν την ίδια χρονιά, ενώ ο Μπαζμπεούκ-Μελικιάν ζούσε με το φόβο της σύλληψης. Ωστόσο, όταν υποστήριξε με έργο του του Δημοκρατικούς του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, η φήμη του αποκαταστάθηκε.[10]
Το 1961 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Καλλιτέχνη της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας. Η οικογένειά του υποστήριξε ότι ζωγράφισε πάνω από δύο χιλιάδες καμβάδες, ωστόσο φαίνεται να κράτησε από αυτούς περίπου εκατό. Δεδομένης της τελειομανίας του, κάθε φορά που δημιουργούσε ένα νέο έργο, κατέστρεφε όποιο παλιό δεν πληρούσε τα αδιάλλακτα πρότυπά του. Όταν η κόρη του Λαβίνια δημιούργησε έναν κατάλογο των έργων του το 1936, υπήρχαν 110 τεμάχια από αυτά. Το 1966, μετά το θάνατό του, υπήρχαν μόνο 110 έργα.[10]
Παραπομπές