Ο Χριστόδουλος Κλονάρης ή Κλωνάρης (1788 - 1849) ήταν Έλληνας νομικός και πολιτικός από το Λιασκόβετσι της Ηπείρου[1], τη σημερινή Λεπτοκαρυά Ζαγορίου[2], πληρεξούσιος, μέλος του Πανελληνίου, επίτροπος της Επικράτειας στο Ανώτατο Δικαστήριο, γερουσιαστής, υπουργός επί της Δικαιοσύνης, πρώτος πρόεδρος του Αρείου Πάγου και επίτιμος καθηγητής στη νομική σχολή Αθηνών.
Βιογραφία
Γεννήθηκε το 1788 και σπούδασε νομική. Αρχικά δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στο Βουκουρέστι. Στη συνέχεια μετέβη για εκπαίδευση στο Παρίσι όπου βρισκόταν κατά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης και έγραψε πολλές φορές υπέρ της επανάστασης στη «Συνταγματική» της οποίας ήταν συνεργάτης. Δημοσίευσε πολλές διατριβές και στη νομική εφημερίδα/περιοδικό «Θέμιδα», ιδιαίτερα για το οθωμανικό δίκαιο.[1]
Γύρισε στην Ελλάδα το 1825 και έλαβε μέρος σε πολλούς φορείς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ήταν τρεις φορές πληρεξούσιος των Ηπειρωτών σε εθνοσυνελεύσεις, μέλος του Πανελληνίου επίτροπος της Επικράτειας στο Ανώτατο Δικαστήριο, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, γερουσιαστής και Υπουργός της Δικαιοσύνης το 1832.[1][3]
Κατά την περίοδο της επανάστασης ζούσε στην Αίγινα. Ιδιώτευσε ως δικηγόρος στο Ναύπλιο και διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Καποδίστρια, αλλά και το 1832-1833 στην κυβέρνηση του 1832 και στην Κυβέρνηση Σπυρίδωνα Τρικούπη στους πρώτους μήνες του 1833.[3] Στην δίκη των Δημητρίου Πλαπούτα και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν δικηγόρος του πρώτου. Διορίστηκε πρώτος πρόεδρος του Αρείου Πάγου το 1835, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1847.[4] Τον επόμενο χρόνο επανήλθε στη θέση του προέδρου με την βοήθεια του φίλου του και προσωρινού υπουργού δικαιοσύνης, Λυκούργου Κρεστενίτη.[4] Παρέμεινε πρόεδρος μέχρι τον θάνατό του, το 1849 (ή το 1848).
Σταμάτης, Κ., «Ο «εισόδιος λόγος» του Χριστοδούλου Κλονάρη κατά την έναρξη των εργασιών του «Ανεκκλήτου Κριτηρίου» το έτος 1829», Αρμενόπουλος, 25 (1971), σελ. 963-966.