Ο Τσέζαρε Μπεκαρία (Cesare Bonesana, marchese di Beccaria), Μιλάνο1738- 1794 ήταν Ιταλός εγκληματολόγος, οικονομολόγος, δημοσιολόγος και φιλόσοφος, συγγραφέας του μνημειώδους έργου Περί εγκλημάτων και ποινών[1], το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στον ορθολογικό και ουμανιστικό αναπροσανατολισμό των ποινικών επιστημών και τη διαμόρφωση της λεγόμενης «Κλασικής Σχολής» του Ποινικού Δικαίου.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στο Μιλάνο και έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα εξαιρετικά καταπιεστικό οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο τον εξώθησε γρήγορα σε στάση αμφισβήτησης απέναντι στις παραδοσιακές αξίες και τα κρατούντα ήθη. Φοίτησε στο Ιησουιτικό Κολέγιο της Πάρμας και αργότερα σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Παβίας. Η επαφή του με τα έργα του Διαφωτισμού καθώς και η γνωριμία του με τους αδελφούς Πιέτρο Βέρρι και Αλεσάντρο Βέρρι, στο σπίτι των οποίων, στο Μιλάνο συζητούσαν φιλοσοφικά, πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, επηρέασαν σημαντικά την πνευματική διαμόρφωσή του. Έπειτα από προτροπή του Πιέτρο Βέρρι, ο Μπεκαρία έγραψε το πρώτο του δοκίμιο, που δημοσιεύτηκε στη Λούκκα το 1762 με τίτλο Περί των ανωμαλιών και της θεραπείας των νομισμάτων στο κράτος του Μιλάνου κατά το 1762 (Dei Disordini dei Rimendi delle Monete Nello Stato di Milano nel 1762).
Γενικά
Γιατί κανείς δεν τιμωρεί τους ανθρώπους που κάνουν αδικίες έχοντας αυτό στο νου του και για το λόγο αυτό, επειδή δηλαδή αδίκησαν· τουλάχιστον όποιος δεν εκδικείται σα ζώο, ασυλλόγιστα. Όποιος, όμως έρχεται να τιμωρήσει με περίσκεψη, δεν επιβάλλει τιμωρία για το αδίκημα που έγινε- γιατί δεν μπορεί, εκείνο που έγινε, να κάνει ώστε να μην έχει γίνει - αλλά για χάρη του μέλλοντος, για να μην αδικήσει ξανά ούτε αυτός, ούτε άλλος, που είδε να τον τιμωρούν. Και όταν σκέφτεται με αυτόν τον τρόπον, θεωρεί ότι η αρετή διδάσκεται.
Ιδιαίτερα γοητεύτηκε από τις ιδέες του γαλλικού Διαφωτισμού (κυρίως των Ντιντερό, Μοντεσκιέ και Ρουσσώ) και αγωνίστηκε να βρει γι' αυτές πεδίο εφαρμογής στο χώρο του Ποινικού Δικαίου, που τότε θεμελιωνόταν σε ένα απάνθρωπο και αυθαίρετο καθεστώς διαλεύκανσης του εγκλήματος, καταλογισμού ευθυνών και απόδοσης της δικαιοσύνης.[3] Ύστερα από σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, έγραψε την πραγματεία: Περί εγκλημάτων και ποινών, (1764), που προκάλεσε πάταγο στους νομικούς κύκλους και χαιρετίστηκε με άκρατο ενθουσιασμό από τα προοδευτικά πνεύματα της εποχής με σπουδαιότερο τον Βολταίρο.
Μέσα σε δεκαοκτώ μήνες, το βιβλίο έκανε έξι εκδόσεις. Έχει μεταφραστεί στα γαλλικά από την Olympe de Gouges το 1766 και δημοσιεύθηκε με ένα ανώνυμο σχόλιο από τον Βολταίρο. Η αγγλική μετάφραση εμφανίστηκε το 1767. Μεταφράστηκε και σε πολλές άλλες γλώσσες. Το βιβλίο αναγνώσθηκε και στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ άλλων και από τους Τζον Άνταμς (John Adams) και Τόμας Τζέφερσον (Thomas Jefferson).
Κατά την περίοδο 1768-1770 εργάστηκε ως πανεπιστημιακός καθηγητής των Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών στο Μιλάνο και στη συνέχεια (1771-1794) υπηρέτησε ως ανώτερος κρατικός υπάλληλος, ειδικός κυρίως σε οικονομικά ζητήματα. Στον τομέα αυτό η διδασκαλία του θεωρείται προδρομική των οικονομικών θεωριών του Άνταμ Σμιθ και του Τόμας Μάλθους. Τα μαθήματα και οι διαλέξεις του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, με τίτλο: Στοιχεία της δημόσιας οικονομίας (Elementi di economia pubblica, 1804). Αξιόλογο έργο του θεωρείται επίσης η φιλοσοφική πραγματεία: Έρευνες για τη φύση του ύφους (Ricerche informo alla natura dello stile), 1770).
Σχετικά με τα εγκλήματα και τιμωρίες
Οι αρχές που διατυπώθηκαν στο βιβλίο επηρέασαν τη σκέψη για την ποινική δικαιοσύνη και την τιμωρία των παραβατών, που οδήγησε σε μεταρρυθμίσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην αυλή της Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας. Η μεταρρύθμιση του δικαστικού συστήματος που προτείνει ο Μπεκάρια, επίσης, οδήγησε στην κατάργηση της θανατικής ποινής στο Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης, το πρώτο κράτος να παίρνει αυτό το μέτρο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο Τόμας Τζέφερσον στο έργο του «Κοινή θέση» (Commonplace book) αντιγράφει ένα απόσπασμα από τον Μπεκάρια σχετικά με το θέμα του ελέγχου των όπλων : «Οι νόμοι που απαγορεύουν την οπλοφορία ... κάνουν τα πράγματα χειρότερα γιατί εξυπηρετούν μάλλον παρά ενθαρρύνουν την πρόληψη της ανθρωποκτονίας... ο άοπλος άνθρωπος μπορεί να προσβληθεί με μεγαλύτερη ευκολία από ένοπλο άνδρα.
Κατά τον Μπεκαρία, το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» που συγκροτεί την κοινωνία πρέπει να παράγει ποινικούς νόμους σαφείς, λειτουργικούς, γενικής εφαρμογής και ανθρωπιστικού, έτσι ώστε ο ποινικός κολασμός εξοπλισμένος με κύρος και ηθική θωράκιση να λειτουργεί αποτρεπτικά απέναντι σε μελλοντικές εκδηλώσεις εγκληματικής συμπεριφοράς.[4] Εγγυήσεις για την επιτυχία τού πιο πάνω στόχου είναι η «κατά γράμμα» εφαρμογή του νόμου από τον δικαστή, η πλήρης ισότητα όλων απέναντί του, οι δικονομικές εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου ( οποίος, αντικειμενικά, βρίσκεται σε δυσχερέστερη θέση), ο αναλογικός κολασμός (δηλαδή λογική αντιστοιχία αδικήματος-ποινής), ο ανθρωπιστικός τρόπος εκτέλεσης των ποινών (κατάργηση βασανιστηρίων, γενικής δήμευσης, ατίμωσης, θανατικής ποινής κτλ.) και η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης.
Το σύγχρονο Ποινικό Δίκαιο και ο Μπεκαρία
Η «κατά γράμμα» εφαρμογή του νόμου αποτέλεσε τη θεωρητική βάση της λεγόμενης «Κλασικής Σχολής» του Ποινικού Δικαίου, τα δόγματα της οποίας -προοδευτικά όταν διατυπώθηκαν και συντηρητικά στη δυναμική τους εξέλιξη- ξεπεράστηκαν με την εμφάνιση της «Θετικής Σχολής» των Τσέζαρε Λομπρόζο, Ραφαέλε Γκαρόφαλο και Φέρι (19ος αι.).
Αντίθετα, οι αρχές της «ισότητας απέναντι στο νόμο» και των «δικονομικών εγγυήσεων υπέρ του κατηγορουμένου» κατοχυρώθηκαν σε αδιαμφισβήτητα δόγματα του Ποινικού Δικαίου.
Αρκετά περίπλοκο υπήρξε το θέμα των «αναλογικών ποινών» μια και οι τέτοιες φύσης λογικές αντιστοιχίες δεν βρίσκουν πεδίο εφαρμογής στα κοινωνικά φαινόμενα. Γενικότερο κοινωνικό μέλημα είναι η πρόληψη της εγκληματικότητας μια και -όπως γράφει- «πιο χρήσιμο είναι να εμποδίζουμε παρά να τιμωρούμε τα αδικήματα»[5]
↑Την ίδια ιδέα συναντούμε στους Νόμους του Πλάτωνα:... ἔνεκα του κακουργῆσαι διδούς την δίκην... το παράπαν μισῆσαι τήν ἀδικίαν αὐτόν τε καί τούς ἱδόντας.. Νόμοι, XI, 934A