Το Τετουάν (αραβ.تطوان, Tetuán, Tétouan, Tettawen, Tettawin) είναι μια πόλη του Μαρόκου απέναντι από το στενό του Γιβραλτάρ και 40 χιλιόμετρα ανατολικά της Ταγγέρης. Στη βερβερική γλώσσα, η ονομασία της πόλης σημαίνει μάτια. Αποτελεί το μοναδικό ανοιχτό λιμάνι του Μαρόκου προς τη Μεσόγειο. Υπήρξε σημαντικός ισλαμικός κόμβος κατά τον 8ο αιώνα μεταξύ Μαρόκου και Ανδαλουσίας. Η μεντίνα της πόλης, αν και η μικρότερη από τις αντίστοιχες σε άλλες πόλεις του Μαρόκου, είναι διατηρημένη σε τέλεια κατάσταση και αντανακλά την αρχιτεκτονική επιρροή της Ανδαλουσίας στη περιοχή αυτή[5].
Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 320.000 κατοίκους (2004), εκ των οποίων η πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι, ενώ υπάρχουν επίσης χριστιανικές και εβραϊκές μεινότητες. Οι γλώσσες που ομιλούνται ευρέως είναι τα αραβικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά. Αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τους Μαροκινούς, λόγω της εγγύτητάς του στις ακτές.
Έξι χιλιόμετρα νότια της πόλης βρίσκεται το Αεροδρόμιο Σάνια Ραμέλ.
Ιστορία
Στην περιοχή υπάρχουν ερείπια από τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν υπήρχε η πόλη Tamuda, από τις μεγαλύτερες στην επαρχία της Mauretania Tingitana, η οποία το 42 μ.Χ. καταστράφηκε από το ρωμαϊκό στρατό.
Το Τετουάν κατοικήθηκε τον 9ο αιώνα από τη δυναστεία των Ιδρισίδων και οχυρώθηκε γύρω στο 1305, όταν ο σουλτάνος Αμπού Ταμπίτ των Μερινίδων κατασκεύασε ένα κασμπάχ και το χρησιμοποίησε ως βάση των επιχειρήσεων εναντίον της Θέουτα. Πολλές φορές στην ιστορία της ήταν γνωστή ως άντρο πειρατών και γι' αυτό στρατός του βασιλιά της Καστίλης Ερρίκου Γ' την κατέστρεψε το 1399. Μεσολάβησε μια περίοδος παρακμής, μέχρι το 16ο αιώνα, όταν στην πόλη κατέφθασε ρεύμα εκδιωγμένων από την ΑνδαλουσίαΕβραίων και Μουσουλμάνων.
Η πόλη ευημερούσε κατά το 16ο αιώνα, περίοδο εξουσίας του σουλτάνου Μουλά Ισμαήλ. Όπως και το Ραμπάτ και η Φεζ, το Τετουάν αποτέλεσε κέντρο πολιτισμού και πνευματικής καλλιέργειας. Μέχρι το 17ο αιώνα, ωστόσο, το Τετουάν σημαδεύτηκε από τη στρατιωτική διαμάχη Ισπανίας-Πορτογαλίας: η πόλη αποτελούσε μόνιμη απειλή για την Ιβηρική Χερσόνησο, καθώς στο λιμάνι μπορούσαν να βρουν καταφύγιο τα μικρά πλοία της πόλης, αλλά όχι μεγαλύτερα.
Στις 4 Φεβρουαρίου1860, καταλήφθηκε από τους Ισπανούς, οι οποίοι τη μεταμόρφωσαν σε ευρωπαϊκή πόλη μέχρι και την εκκένωσή της στις 2 Μαΐου1862, οπότε και καταστράφηκε κάθε απομεινάρι της επέμβασης αυτής και αποκατέστησαν την πόλη στην αρχική της μορφή.
Στις 17 Ιουλίου1936, εξέγερση ξεσπά σε ολόκληρη την Ισπανία και η νόμιμη κυβέρνηση της Μαδρίτης πληροφορείται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη στρατιωτική ανταρσία στο Τετουάν, στη Θέουτα και στη Μελίλια. Ολόκληρο το ισπανικό Μαρόκο βρίσκεται στα χέρια των επαναστατών, αλλά στην ενδοχώρα της Ισπανίας η εξέγερση αποτυγχάνει και μόνο ο Φρανθίσκο Φράνκο δε βρίσκει αντίσταση: στις 18 Ιουλίου μετακινείται στο Τετουάν, μετά από μια στάση στην Καζαμπλάνκα, για να ηγηθεί των εξεγερμένων δυνάμεων στο ισπανικό προτεκτοράτο.[6].
Νεότερα χρόνια
Η σύγχρονη πόλη αποτελεί εμπορικό κέντρο για την γύρω περιοχή, όπου πωλούνται αγροτικά προϊόντα, εσπεριδοειδή και χειροτεχνήματα.
Στις 11 Μαρτίου2004, πολλαπλές βομβιστικές επιθέσεις σε αμαξοστοιχίες και σιδηροδρομικούς σταθμούς της Μαδρίτης, που αποδίδονται σε εξτρεμιστικές ισλαμικές οργανώσεις, προκαλούν το θάνατο 191 ανθρώπων και τον τραυματισμό 1.460. Σύμφωνα με στοιχεία της ισπανικής αστυνομίας, οι περισσότεροι δράστες των βομβιστικών επιθέσεων προέρχονταν από τις κοντινές στη Θέουτα μαροκινές πόλεις Ταγγέρη και Τετουάν[7][8].
Στο Τετουάν πραγματοποιείται το Διεθνές Μεσογειακό Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Θέση της πόλης-Μεντίνα
Η πόλη βρίσκεται στη βόρεια πλευρά μιας εύφορης κοιλάδας, την οποία διασχίζει ο ποταμός Μαρτίλ, που εκβάλλει στο λιμάνι.
Ορισμένες κατοικίες ανήκουν σε αριστοκράτες Μορίσκος, απόγονοι όσων εκδιώχθηκαν από την Ισπανία, οι οποίες διακοσμούνται από αυλές, μαρμάρινα σιντριβάνια και δέντρα. Οι τοίχοι είναι σκαλισμένοι και βαμμένοι με περίτεχνα σχέδια, παρόμοια με αυτά που συναντά κανείς στην Αλάμπρα.
Η εβραϊκή συνοικία, προερχόμενη από Σεφαρδίτες Εβραίους της Ισπανίας, είναι διαχωρισμένη από την υπόλοιπη πόλη με πύλες που κλείνουν το βράδυ.
Κέντρο της πόλης αποτελεί η Πλατεία του Χασάν Β', σημείο διασταύρωσης του παλαιού και του σύγχρονου τμήματός της. Στα μνημεία της πόλης επίσης περιλαμβάνονται ένα φρούριο, τείχη, μουσουλμανικάτεμένη, σιντριβάνια, καθώς και το Παλαιό Ανάκτορο Καλίφα, το οποίο χτίστηκε το 17ο αιώνα, αλλά αναστηλώθηκε και αποκαταστάθηκε το 1948, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά της ισπανο-μαυριτανικής αρχιτεκτονικής. Το ανάκτορο αποτελούσε κατοικία του αντιπρόσωπου του ισπανικού στέμματος κατά την περίοδο που το Μαρόκο αποτελούσε ισπανικό προτεκτοράτο.