Ο σεξουαλικός προσανατολισμός περιγράφει ένα μακροχρόνιο μοτίβο έλξης - συναισθηματικής, ρομαντικής, σεξουαλικής ή συνδυασμό αυτών - για το αντίθετο φύλο, το ίδιο φύλο, και τα δύο ή κανένα. Τα είδη αυτά έλξης συνήθως συνοψίζονται με τους όρους ετεροφυλοφιλία, ομοφυλοφιλία, αμφιφυλοφιλία και ασεξουαλικότητα. Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Σύνδεσμο Ψυχολογίας, ο σεξουαλικός προσανατολισμός επίσης αναφέρεται στην αντίληψη από το άτομο της «προσωπικής και κοινωνικής ταυτότητας που βασίζεται σε αυτά τα είδη έλξης, στις συμπεριφορές που τα εκφράζουν και στη συμμετοχή του ατόμου σε μία κοινότητα με άλλα άτομα που τα μοιράζονται».[1]
Ο όρος «σεξουαλική προτίμηση» επικαλύπτεται σε μεγάλο βαθμό με το σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά διαφοροποιείται κατά την επιστημονική έρευνα της ψυχολογίας.[2] Ένα πρόσωπο που αυτοπροσδιορίζεται ως αμφιφυλόφιλο, για παράδειγμα, ίσως σεξουαλικά προτιμά το ένα φύλο από το άλλο.[3] Η «σεξουαλική προτίμηση» επίσης υπονοεί ένα βαθμό εκούσιας επιλογής.[4][5] Αυτό αμφισβητείται υπό το πρίσμα της σεξουαλικής διαμόρφωσης,[2] καθώς η τρέχουσα συμφωνία ανάμεσα στην επιστημονική κοινότητα είναι πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός δεν αποτελεί επιλογή.[6][7][8]
Οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει σε κάποιον απλό και μοναδικό παράγοντα βάσει του οποίου προκύπτει ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ατόμου, ωστόσο η έρευνα καταδεικνύει πως πηγάζει από συνδυασμό γενετικών, ορμονικών και περιβαλλοντικών παραγόντων,[9] με τους βιολογικούς να συμπεριλαμβάνουν μια περίπλοκη αλληλεπίδραση των γενετικών παραγόντων και του πρώιμου περιβάλλοντος της μήτρας.[7] Έρευνες δεκαετιών έχουν αποδείξει πως ο σεξουαλικός προσανατολισμός κυμαίνεται σε οποιοδήποτε σημείο ενός συνεχούς διαστήματος από την αποκλειστική έλξη για άτομα του άλλου φύλου μέχρι την αποκλειστική έλξη για άτομα του ίδιου φύλου. Συνήθως μελετάται υπό το οπτικό πρίσμα της ετεροφυλοφιλίας, της ομοφυλοφιλίας και της αμφιφυλοφιλίας,[1] αν και η ασεξουαλικότητα τείνει όλο και περισσότερο να αναγνωριστεί ως τέταρτη κατηγορία.[10][11][12] Οι κατηγορίες αυτές είναι πτυχές της περισσότερο διαφοροποιούμενης φύσης της σεξουαλικής ταυτότητας.[1]
↑Rosario, M., Schrimshaw, E., Hunter, J., & Braun, L. (2006, Φεβρουάριος). Sexual identity development among lesbian, gay, and bisexual youths: Consistency and change over time. Journal of Sex Research, 43(1), 46–58.
↑Garcia-Falgueras, Alicia, & Swaab, Dick F., Sexual Hormones and the Brain: An Essential Alliance for Sexual Identity and Sexual Orientation, in Endocrine Development, vol. 17, σσ. 22–35 (2010) (ISSN 1421-7082) (authors are of Netherlands Institute for Neuroscience, of Royal Netherlands Academy of Arts and Sciences) (author contact is 2d author) (vol. 17 is Sandro Loche, Marco Cappa, Lucia Ghizzoni, Mohamad Maghnie, & Martin O. Savage, eds., Pediatric Neuroendocrinology).