Σίτσα Καραϊσκάκη

Σίτσα Καραϊσκάκη
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1897
Μοσχονήσια
Θάνατος30  Απριλίου 1987
Παλαιό Φάληρο
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταλογοτέχνης
συγγραφέας

Η Σίτσα Καραϊσκάκη (Μοσχονήσια 1897-Παλαιό Φάληρο 30 Απριλίου 1987) ήταν Ελληνίδα λογοτέχνις και πολιτικός.

Μεγάλωσε στη Σμύρνη και από μικρή ηλικία ενδιαφερόταν για τη λογοτεχνία, αρθρογραφώντας σε τοπικά περιοδικά. Ήρθε σε επαφή με το εργατικό κίνημα της πόλης και ενστερνίστηκε τον κομμουνισμό. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέφυγε στη Μυτιλήνη όπου ήρθε σε επαφή με την λογοτεχνική ομάδα του Στρατή Μυριβήλη. Το 1925 μετέβη στη Γερμανία για φιλοσοφικές σπουδές και σταδιακά προέβη σε πλήρη ιδεολογική μεταστροφή όπου έγινε ένθερμη οπαδός του εθνικοσοσιαλισμού. Την περίοδο 1925-1929 συνέχισε τις σπουδές της σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης υποστηρίζοντας δημόσια τον φασισμό.

Από το 1933 ξεκίνησε να αναμειγνύεται με τα ελληνικά δρώμενα, αρθρογραφώντας σε εφημερίδες όπου προέβαλε τον εθνικοσοσιαλισμό ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία της «Οργάνωσης Εθνικού Κυρίαρχου Κράτους» (ΟΕΚΚ). Το 1936 συνέδραμε την ελληνική αντιπροσωπεία των Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων που πραγματοποιήθηκαν στη Ναζιστική Γερμανία. Μετά την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, η Καραϊσκάκη αποτέλεσε τον κύριο ιδεολογικό εκφραστή της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ) όπου επιδόθηκε σε μία προσπάθεια προσαρμογής του εθνικοσοσιαλισμού στον ελλαδικό χώρο.

Την περίοδο της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, η Καραϊσκάκη συνεργάστηκε στενά με τις γερμανικές κατοχικές αρχές και συμμετείχε στη διενέργεια προπαγάνδας ενώ σύμφωνα με μαρτυρία του συζύγου της, αναφέρεται πως έδρασε και ως πράκτορας των Ες Ες. Αποχώρησε μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα το 1944 όπου ακολούθησε την «εξόριστη κυβέρνηση» που είχαν δημιουργήσει φιλοχιτλερικοί πολιτικοί και δωσίλογοι, στην Αυστρία και τη Γερμανία. Το 1945 το ειδικό δικαστήριο δωσίλογων της Αθήνας την καταδίκασε ερήμην δις εις θάνατο για την κατάδοση Ελλήνων στις κατοχικές αρχές, ποινή που δεν εφαρμόστηκε ποτέ καθώς αμνηστεύτηκε με βασιλικά διατάγματα το 1951 και το 1952 και της δόθηκε οριστικά χάρη το 1962. Επέστρεψε στην Ελλάδα την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας όπου επανεγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη για να μην εκτεθεί πολιτικά και αφοσιώθηκε στην συγγραφή έργων. Πέθανε στις 30 Απριλίου 1987 στο Παλαιό Φάληρο.

Η Καραϊσκάκη δεν απέρριψε ποτέ τον εθνικοσοσιαλισμό στον οποίο έμεινε ταγμένη μέχρι το τέλος της ζωής της ούτε απολογήθηκε για τη δράση της. Η μνήμη της, παρότι είχε λησμονηθεί από τον ευρύτερο χώρο της ακροδεξιάς, πλέον τιμάται από οργανώσεις όπως η «Χρυσή Αυγή».

Βιογραφία

Πρώτα χρόνια και σπουδές

Η Καραϊσκάκη γεννήθηκε το 1897 στα Μοσχονήσια της Μικράς Ασίας.[1] Μεγάλωσε στην Σμύρνη και ανέπτυξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία δημοσιεύοντας στιχουργήματα στο τοπικό περιοδικό «Νέα Ζωή».[2] Κατά τη διάρκεια της παραμονής στη Σμύρνη επηρεάστηκε από το εργατικό κίνημα και υιοθέτησε τον κομμουνισμό.[2] Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέφυγε στη Μυτιλήνη οπού συνδέθηκε με την ομάδα του λογοτέχνη Στρατή Μυριβήλη και από τον Απρίλιο του 1923 δημοσίευε ποιήματα στην εφημερίδα του, «Καμπάνα».[2] Κατά τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μετέβη στο Μόναχο όπου με τη βοήθεια του γραμματέα του ελληνικού προξενείου Αλεξάντερ Σταίνμετς εγκαταστάθηκε για σπουδές στη φιλοσοφία εργαζόμενη παράλληλα στο προξενείο ως υπάλληλος.[1] Κατά τη διάρκεια των σπουδών της στο Μόναχο ξεκίνησε να προσανατολίζεται ιδεολογικά προς τον ναζισμό.[3] Από το 1924 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό των Καβαφιστών ποιητών «Νέα Τέχνη» καθώς και με το «Νέοι Βωμοί» που αποτελούσε το ανεπίσημο περιοδικό του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδος.[2] Κατά το πρώτο μισό του 1924 δημοσίευε ποιήματα τις στις εφημερίδες καθώς και μεταφράσεις ποιημάτων ξένων συγγραφέων όπως του Ιβάν Γκόλ.[2] Στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου, δημοσίευσε στο περιοδικό «Νουμάς» άρθρο για τον φιλέλληνα λογοτέχνη Φρίντριχ Χαίλντερλιν.[2]

Από το 1925 έως το 1929 συνέχισε τις σπουδές της στην Ελβετία, την Αυστρία και την Τσεχία και ξεκίνησε να εκδηλώνεται δημόσια υπέρ του φασισμού, διατηρώντας παράλληλα σχέσεις με την ελληνική αριστερά.[4] Ο ιστορικός Γιώργος Πετρόπουλος υποστηρίζει πως οι σχέσεις της Καραϊσκάκη με τον κομμουνισμό ήταν επιδερμικές και πως «η θρησκευτική προσέγγιση των κοινωνικών ζητημάτων και της πολιτικής της φάνηκαν περισσότερο χρήσιμα για να μεταπηδήσει και να ριζώσει στη φασιστική ιδεολογία παρά να ακολουθήσει τον δρόμο της κοινωνικής επαναστάτριας».[2] Τον Μάιο του 1930 η Καραϊσκάκη δημοσίευσε στον «Νουμά» άρθρο για τον Νομπελίστα λογοτέχνη Κνουτ Χάμσουν ο οποίος ήταν φασίστας.[2] Τον επόμενο μήνα στο ίδιο περιοδικό δημοσίευσε δικό της έργο υπό τον τίτλο «Ανελλόρα».[2]

Στις ελληνικές φασιστικές κινήσεις

Το 1932 παντρεύτηκε τον Γερμανοεβραίο φιλέλληνα βιομήχανο Φον Μπάχμαν.[4] Από τις αρχές του 1933 ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα «Πρωία» και επεδίωξε τη δημιουργία μιας «πανευρωπαϊκής χριστιανικής αντικομμουνιστικής συνεργασίας» έπειτα από τη συνεννόηση της με αξιωματούχους της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[5] Το 1934 η Καραϊσκάκη πρωτοστάτησε στη δημιουργία της «ΟΕΚΚ» και αρθρογραφούσε συχνά στο όργανο της, «Κράτος», ενώ έστελνε και ανταποκρίσεις από τη Γερμανία.[5]

Το ίδιο έτος εξέδωσε τέσσερα βιβλία από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Γενεά» που είχε ιδρύσει η ίδια, μαζί με τους Ευάγγελο Κυριάκη και Κυριάκο Καραμάνο.[5] Στα έργα «Ψυχικό και πνευματικό δηλητήριο: Η ουσία και το πνεύμα του Μπολσεβικισμού» καθώς και «Εβραίοι και κομμουνισμός: Τα αίτια και οι σκοποί συνεργασίας των» η Καραϊσκάκη προβλήθηκε ως συνεργάτιδα των ακροδεξιών συγγραφέων Ιβάν Ίλγιν και Χέρμαν Φέστ αντίστοιχα έχοντας ωστόσο μηδενική συνεισφορά στη συγγραφή τους έχοντας απλά μεταφράσει τα έργα από τα γερμανικά στα ελληνικά.[6] Το 1936 βοήθησε την ελληνική αντιπροσωπεία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου.[5]

Την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας

Το καθεστώς της τετάρτης Αυγούστου αν και δεν ήταν αμιγώς φασιστικό δανείστηκε πολλά στοιχεία στο τομέα της προπαγάνδας τόσο από την ναζιστική Γερμανία όσο και από την φασιστική Ιταλία.[7] Ο Αλέξανδρος Κανελλόπουλος όντας κυβερνητικός επίτροπος νεολαίας προσέλαβε την Καραϊσκάκη για να γράψει ορισμένα ιδεολογικά βιβλία για την ΕΟΝ.[7] Σε αυτά τα βιβλία η Καραϊσκάκη προσπάθησε να μεταφέρει την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία από την Γερμανία στην Ελλάδα είτε μέσω της αντιγραφής ιδεολόγων του εθνικοσοσιαλισμού όπως του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, είτε μέσα από την τροποποίηση της στο ελληνικό πλαίσιο.[7]

Παράλληλα συνεργάστηκε με έντυπα όπως το φιλομεταξικό περιοδικό «Πνευματική Ζωή» και εξέδωσε μια μυθιστορηματική βιογραφία του Γεωργίου Καραϊσκάκη.[8] Η βιογραφία του αγωνιστή της ελληνικής επανάστασης έλαβε συνολικά θετικές κριτικές και αποτέλεσε σημαντική επιτυχία της Καραϊσκάκη, η οποία εντασσόταν στο πλαίσιο της εθνοπαιδαγωγικής μόρφωσης.[9] Το 1938 η Καραϊσκάκη μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ξεκίνησε να αρθρογραφεί επί πληρωμή στο επίσημο περιοδικό της ΕΟΝ, την «Νεολαία» όπου κατέστη η σημαντικότερη αρθρογράφος.[10] Τόσο στην «Πνευματική ζωή» όσο και στη «Νεολαία» η Καραϊσκάκη προχώρησε στον πλαγιαρισμό τμημάτων του εθνικοσοσιαλιστικού έργου του Ρόζενμπεργκ «Ο Μύθος του 20ου Αιώνα»· προσπάθησε να οικειοποιήσει τους Έλληνες με τις ναζιστικές φυλετικές θεωρίες και συγκεκριμένα με την έννοια της «φυλετικής αισθητικής» δηλαδή της αντίληψης πως το ωραίο είναι φυλετικά προσδιορισμένο.[11]

Την περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου

Κατά την κατοχή της Ελλάδας η Καραϊσκάκη όντας μέλος της γερμανικής μονάδας προπαγάνδας (PropagandaStaffel) ανέλαβε τη διενέργεια προπαγάνδας για λογαριασμό των κατοχικών δυνάμεων στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αθήνας.[12] Σύμφωνα με μεταπολεμική μαρτυρία του συζύγου της, διοργάνωνε στο σπίτι της συγκεντρώσεις με Γερμανούς αξιωματικούς, έδρασε ως πράκτορας των Ες Ες και τοποθετήθηκε διευθύντρια στο εκπολιτιστικό τμήμα της γερμανικής πρεσβείας.[13] Η Καραϊσκάκη έδρασε ως το 1944 όπου και αποχώρησε μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα από την Αθήνα,[14] ακολουθώντας την «εξόριστη κυβέρνηση» του Έκτορος Τσιρονίκου στη Βιέννη και -μετέπειτα- στην Ανατολική Γερμανία.[1]

Μεταπολεμικός βίος

Η Καραϊσκάκη όντας απούσα στην Γερμανία, καταδικάστηκε ερήμην δις εις θάνατο από το ειδικό δικαστήριο δωσίλογων της Αθήνας στις 18 Αυγούστου του 1945 μαζί με την οικογένεια της για καταδόσεις Ελλήνων πολιτών στις κατοχικές δυνάμεις.[15] Η ποινή δεν εκτελέστηκε καθώς αμνηστεύτηκε με δύο βασιλικά διατάγματα το 1951 και το 1952.[16] Το 1958 παρουσιάστηκε για να δικαστεί και το δικαστήριο ανέβαλε αορίστως την εκδίκαση της υπόθεσης.[17] Έλαβε οριστικά χάρη το 1962.[16] Η Καραϊσκάκη επέστρεψε στην Ελλάδα το 1968, ένα χρόνο μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, όπου εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη προκειμένου να αποφύγει να εκτεθεί πολιτικά.[16] Το 1973 εξέδωσε το βιβλίο «Μοσχονήσια-Η πατρίδα μου» στο οποίο περιέγραφε τις αναμνήσεις της από τα Μοσχονήσια.[18] Πέθανε στις 30 Απριλίου 1987 στο Παλαιό Φάληρο. Μέχρι το θάνατο τις παρέμεινε ταγμένη εθνικοσοσιαλίστρια και δεν αποκήρυξε ποτέ τις ιδέες της.[1]

Υστεροφημία

Η Καραϊσκάκη είχε μέχρι πρόσφατα λησμονηθεί από τις προσωπικότητες που τιμά η ελληνική ακροδεξιά.[19] Πλέον, οργανώσεις όπως η «Λαϊκή Κίνησις Πολιτών Αττικής», η «Χρυσή Αυγή» (συγκεκριμένα το Μέτωπο Γυναικών της οργάνωσης), η οργάνωση «Εθνικόν Κράτος» καθώς και η ελληνική έκδοση της νεοναζιστικής ιστοσελίδας «Metapedia» τιμούν την μνήμη της.[19] Ο εκδοτικός οίκος «Νέα Γενεά» ανασυστάθηκε το 2017 σε μία προσπάθεια επαναπροβολής διανοουμένων στους οποίους ανατρέχει ιδεολογικά η σύγχρονη ακροδεξιά, είτε ξένων φασιστών, όπως ο Κορνέλιου Κοντρεάνου και ο Μπενίτο Μουσολίνι, ή Ελλήνων, όπως ο Νεοκλής Καζάζης και ο Ίων Δραγούμης.[19]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Στάμος 2022, σελ. 2.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 Πετρόπουλος 2015.
  3. Ποσάντζη 2015, σελ. 482-83.
  4. 4,0 4,1 Ποσάντζη 2015, σελ. 483.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Στάμος 2022, σελ. 3.
  6. Στάμος 2022, σελ. 4.
  7. 7,0 7,1 7,2 Στάμος 2022, σελ. 7.
  8. Στάμος 2022, σελ. 8-9.
  9. Στάμος 2022, σελ. 9.
  10. Στάμος 2022, σελ. 2,7.
  11. Στάμος 2022, σελ. 10.
  12. Κουσουρής 2014, σελ. 472.
  13. Χαραλαμπίδης 2023, σελ. 172.
  14. Κουσουρής 2014, σελ. 472· Χαραλαμπίδης 2023, σελ. 173.
  15. Κουσουρής 2014, σελ. 472· Χαραλαμπίδης 2023, σελ. 172 σημ. 51.
  16. 16,0 16,1 16,2 Ποσάντζη 2015, σελ. 477.
  17. Χαραλαμπίδης 2023, σελ. 172 σημ.51.
  18. Ποσάντζη 2015, σελ. 478 σημ.3.
  19. 19,0 19,1 19,2 Στάμος 2022, σελ. 15.

Πηγές

  • Κουσουρής, Δημήτρης (2014). Δίκες των δοσίλογων 1944-1949 Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη. Αθήνα: Πόλις. ISBN 978-960-435-461-0. 
  • Πετρόπουλος, Γιώργος (30 Δεκεμβρίου 2015). «Το αριστερό παρελθόν μιας επιφανούς ναζίστριας». Η Εφημερίδα των Συντακτών. 
  • Ποσάντζη, Βούλα (2015). «Η μαχόμενη δημοτικίστρια Σίτσα Καραϊσκάκη και η σχέση της με τον εθνικοσοσιαλισμό. Συνέχεια ή ρήξη; Η αλληλογραφία με τον Στρατή Δούκα». Στο: Δημάδης, Κωσταντίνος, επιμ. Συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις στον ελληνικό κόσμο (1204-2014): οικονομία, κοινωνία, ιστορία, λογοτεχνία. Δ. Αθήνα: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών. σελίδες 475–488. ISBN 978-618-81771-1-6. 
  • Στάμος, Γιάννης (25 Ιανουαρίου 2022). «Μεταφράζοντας γερμανική ιδεολογία στα ελληνικά: Η Σίτσα Καραϊσκάκη και ο εθνικοσοσιαλισμός». Online Compendium der deutschgriechischen Verflechtungen. 
  • Χαραλαμπίδης, Μενέλαος (2023). Οι δωσίλογοι:Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της κατοχής (Β' έκδοση). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. ISBN 978-618-223-034-3.