Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 20/09/2015.
Ο Πόλεμος της Ιβηρικής Χερσονήσου ήταν η στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Α΄ Γαλλικής Αυτοκρατορίας και των συμμαχικών δυνάμεων της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, του Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και του Βασιλείου της Πορτογαλίας, για τον έλεγχο της Ιβηρικής Χερσονήσου κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων Πολέμων. Ο πόλεμος ξέσπασε μόλις η Γαλλία και η Ισπανία κατέλαβαν την Πορτογαλία το 1807, και κλιμακώθηκε το 1808 όταν η Γαλλία στράφηκε ενάντια στην πρώην σύμμαχό της, Ισπανία. Η πολεμική αυτή σύρραξη διήρκεσε έως την ήττα του Ναπολέοντα το 1814 στον Πόλεμο του Έκτου Συνασπισμού, και θεωρείται ως ένας από τους πρώτους πολέμους εθνικής ανεξαρτησίας, σημαντικός για τη μελλοντική ανάδυση μακροχρόνιων ανταρτικών κινημάτων, το στρατηγικό σχεδιασμό και την τακτική διεξαγωγή αυτών.
Η κατάσταση με την Πορτογαλία
Οι Συνθήκες του Τιλσίτ (ορθή προφορά Τίλσιτ), που συμφωνήθηκαν στις διαπραγματεύσεις μεταξύ του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄ της Ρωσίας και του αυτοκράτορα της Γαλλίας, Ναπολέοντα Α΄, ολοκλήρωσαν τον Πόλεμο του Τέταρτου Συνασπισμού. Με την Πρωσία διαλυμένη, και τη Ρωσία σύμμαχο πλέον της Γαλλίας, ο Ναπολέων εξέφρασε την ενόχλησή του για το γεγονός ότι το Βασίλειο της Πορτογαλίας είχε τις πύλες του ανοιχτές στο εμπόριο με τη Μεγάλη Βρετανία. Τα προσχήματα ήταν πολλά: Η Πορτογαλία ήταν η παλαιότερη σύμμαχος της Βρετανίας στην Ευρώπη, νέες προοπτικές και ευκαιρίες ανοίγονταν στο μεταξύ τους εμπόριο λόγω της Βραζιλίας, αποικίας των Πορτογάλων, το Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας χρησιμοποιούσε το λιμάνι της Λισσαβώνας στις επιχειρήσεις του κατά της Γαλλίας, ενώ επίσης ο Ναπολέων επιθυμούσε να μην επιτρέψει τη χρησιμοποίηση του πορτογαλικού πολεμικού στόλου από τη Βρετανία. Επιπλέον, ο Πρίγκηπας Ιωάννης της Μπραγκάνσα, αντιβασιλέας της Πορτογαλίας, ασκών την εξουσία στη θέση της φρενοβλαβούς μητέρας του, βασίλισσας Μαρίας Α΄, είχε αρνηθεί να συνδράμει τον Ναπολέοντα κατά την εφαρμογή του συστήματος του Ηπειρωτικού Αποκλεισμού που στρεφόταν κατά του βρετανικού εμπορίου.
Τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαίως. Ο Γάλλος αυτοκράτορας απέστειλε διαταγή στις 19 Ιουλίου 1807 στον υπουργό του των Εξωτερικών, Ταλλεϋράνδο, να κηρύξει τον πόλεμο στη Μεγάλη Βρετανία, να κλείσει τα λιμάνια στα βρετανικά πλοία, να περιορίσει τους Βρετανούς πολίτες που βρίσκονταν σε έδαφος που ήλεγχαν οι Γάλλοι, και να κατάσχει τα αγαθά τους. Μετά δε από μερικές ημέρες, μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη άρχισε να συγκεντρώνεται στην πόλη Μπαγιόν στη νοτιοδυτική Γαλλία. Στο μεταξύ, η πορτογαλική κυβέρνηση υιοθετούσε όλο και πιο άκαμπτη στάση, ενημερώνοντας λίγο αργότερα τον Ναπολέοντα ότι η Πορτογαλία δεν θα προχωρούσε πέρα από τις αρχικές της συμφωνίες του παρελθόντος, δίδοντας έτσι στον Γάλλο αυτοκράτορα το τελικό πρόσχημα που επιζητούσε. Την ίδια στιγμή, το γαλλικό 1ο Σώμα Στρατού Επιτήρησης της Γιρόνδης, υπό τον στρατηγό Ζαν-Αντός Ζυνό, ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της πρωτεύουσας της Πορτογαλίας, Λισσαβώνας. Μετά την απάντηση των Πορτογάλων, ο Ναπολέων διέταξε το στρατιωτικό σώμα του Ζυνό να διαβεί τα γαλλοϊσπανικά σύνορα, καθ΄ οδόν για την Πορτογαλία.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, μόλις είχε υπογραφεί η μυστική Συνθήκη του Φονταινεμπλώ μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Το κείμενο της συνθήκης είχε συνταχθεί από τον αυλικό στρατάρχη του Ναπολέοντα, Ζερώ Ντυρόκ, και τον Εουχένιο Ιθκιέρδο, αντιπρόσωπο του Μανουέλ ντε Γοδόι, πρωθυπουργού της Ισπανίας. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε τον τεμαχισμό της Πορτογαλίας σε τρεις πολιτικές οντότητες. Το βόρειο τμήμα της με την πόλη Οπόρτο ως κέντρο θα αποτελούσε το Βασίλειο της Βόρειας Λυσιτανίας, υπό τον Κάρολο Λουδοβίκο της Ετρουρίας. Το νότιο τμήμα, ως Πριγκιπάτο του Αλγκάρβε, θα ήταν υπό τη διοίκηση του Μανουέλ ντε Γοδόι. Το κέντρο της χώρας, με κέντρο τη Λισσαβώνα, θα διοικείτο από τους Γάλλους. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Φονταινεμπλώ, η δύναμη εισβολής του στρατηγού Ζυνό θα υποστηριζόταν και από ισπανικές δυνάμεις, συνολικής δύναμης 25.000 αντρών, διαιρεμένων σε τρεις φάλαγγες. Ειδικότερα ως προς τις ισπανικές δυνάμεις, στο βορρά ο στρατηγός Ταράνκο με 6.500 άνδρες διατάχθηκε να προελάσει από την ισπανική πόλη Βίγο στο Οπόρτο και να το καταλάβει. Ο στρατηγός Σολάνο διατάχθηκε με τη σειρά του να βαδίσει με 9.500 άνδρες από τη συνοριακή ισπανική πόλη Μπαδαχόθ και να καταλάβει τη συνοριακή πορτογαλική πόλη Έλβας με το εκεί ευρισκόμενο οχυρό, ενώ ο στρατηγός Καράφφα διατάχθηκε να συγκεντρώσει τις 9.500 άνδρες του στη Σαλαμάνκα και τη δυτικότερα αυτής ευρισκόμενη μικρή πόλη Θιουδάδ Ροδρίγο, προκειμένου να συνεργαστεί με την κύρια γαλλική δύναμη του στρατηγού Ζυνό.
Στις 12 Οκτωβρίου 1805, το σώμα του Ζυνό άρχισε να διασχίζει τον ποταμό Μπιντασόα στο ύψος της πόλης Ιρούν στο βασκικό βορρά, εισερχόμενο από τη Γαλλία στη σύμμαχη Ισπανία. Ο στρατηγός Ζυνό επιλέχθηκε από τον Ναπολέοντα διότι είχε υπηρετήσει ως πρέσβης της Γαλλίας στην Πορτογαλία το 1805 και ήξερε πρόσωπα και καταστάσεις. Επίσης, ήταν γνωστός ως ικανός μαχητής και δραστήριος αξιωματικός, παρόλο που δεν είχε ποτέ έως τότε ασκήσει καθήκοντα ανεξάρτητης διοίκησης.
Η κατάσταση στην Ισπανία
Στα 1800 το Βασίλειο της Ισπανίας βρισκόταν σε κατάσταση κοινωνικής αναταραχής. Υπήρχαν πάμπολλα οικονομικά προβλήματα και μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Ως πρώτο σημαντικό δείγμα έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας, οι κάτοικοι των πόλεων καθώς και οι χωρικοί σε ολόκληρη τη χώρα, που είχαν αναγκαστεί από την κεντρική διοίκηση να επανενταφιάσουν αποθανόντα μέλη των οικογενειών τους σε νέα δημοτικά κοιμητήρια, πήραν πίσω τα λείψανα των νεκρών τη νύχτα και προσπάθησαν να τα ενταφιάσουν στα αρχικά σημεία ταφής τους. Στην πρωτεύουσα Μαδρίτη, η αυξανόμενη γαλλοφιλία της βασιλικής αυλής είχε προκαλέσει την αντίδραση των μάχος, που τους αποτελούσαν άτομα των κατώτερων τάξεων της ισπανικής κοινωνίας, κυρίως καταστηματάρχες, τεχνίτες, ξενοδόχοι, ταβερνιάρηδες και εργάτες, ντυμένοι σε παραδοσιακό στυλ, που αντλούσαν ευχαρίστηση από τους καυγάδες με δανδήδες.
Η Ισπανία ήταν σύμμαχος της Α΄ Γαλλικής Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα. Παρόλα αυτά, μετά την ήττα των Γάλλων στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ τον Οκτώβριο του 1805, η ισπανική αυλή θεωρούσε ότι δεν υπήρχε πλέον λόγος συμμαχίας με τη Γαλλία. Ο πρωθυπουργός Μανουέλ ντε Γοδόι, ευνοούμενος του Ισπανού βασιλιά, Καρόλου Δ΄, άρχισε να αναζητά τρόπους διαφυγής από τη συμμαχία με τη Γαλλία. Στο ξεκίνημα του Πολέμου του Δ΄ Συνασπισμού, που έθεσε ως κύριο αντίπαλο της Γαλλίας το Βασίλειο της Πρωσίας, ο Γοδόι εξέδωσε μια διακήρυξη που προφανώς αφορούσε και υπονοούσε τη Γαλλία, παρόλο που δεν καθοριζόταν σε αυτή κάποιος συγκεκριμένος εχθρός.
Μετά την αποφασιστική όμως νίκη των Γάλλων στη μάχη της Ιένας-Άουερστεντ, ο Γοδόι άμεσα απέσυρε τη διακήρυξή του. Παρόλα αυτά ήταν αργά για να αποτραπούν οι υποψίες του Ναπολέοντα ως προς τη διαγωγή της συμμάχου Ισπανίας. Από εκείνη τη στιγμή ο Ναπολέων άρχισε να σχεδιάζει τον τρόπο αντιμετώπισης της ασταθούς συμμάχου του σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Στο μεταξύ, σκοπεύοντας αρχικώς να χρησιμοποιήσει όσο μπορούσε την Ισπανία προτού θέσει σε εφαρμογή τα τελικά του σχέδια γι' αυτή, ασκώντας πίεση ανάγκασε τον Γοδόι και τον Κάρολο Δ΄ να διαθέσουν μια ισπανική μεραρχία εκτός της χώρας, προς βοήθεια των Γάλλων στη Βόρεια Ευρώπη. Η "Μεραρχία του Βορρά", όπως έγινε γνωστή, πέρασε το χειμώνα του 1807-1808 στη Σουηδική Πομερανία, το Μεκλεμβούργο και πόλεις της παλαιάς Χανσεατικής Λίγκας, και στις αρχές του 1808 προήλασε στη Δανία.
Α΄ γαλλική εκστρατεία - εισβολή στην Πορτογαλία, 1807
Ανήσυχος ότι η Βρετανία θα επέμβει στην Πορτογαλία ή ότι οι Πορτογάλοι θα αντιστέκονταν, ο Ναπολέων αποφάσισε να επισπεύσει το χρονοδιάγραμμα της επικείμενης εισβολής στη χώρα, διατάσσοντας τον στρατηγό Ζυνό να κινηθεί σε μια απόσταση 193 χλμ. με το στρατό του δυτικά της πόλης Αλκάνταρα κατά μήκος της κοιλάδας του ποταμού Τάγου, εισβάλλοντας στην Πορτογαλία. Στις 19 Νοεμβρίου 1807, ο Ζυνό ξεκίνησε για τη Λισσαβώνα. Όσο άσχημοι ήταν οι δρόμοι από τη μεριά της Ισπανίας, τόσο πιο άσχημοι ακόμα ήταν στη μεριά της Πορτογαλίας, όντας απλώς ένα μονοπάτι διαμέσου μιας βραχώδους ερημικής περιοχής.
Εκτός της συνεχούς βροχόπτωσης, τη στιγμή της άφιξης του γαλλικού σώματος στην πόλη Αμπράντες που βρίσκεται στο κέντρο της Πορτογαλίας, τα μόνα τμήματα πυροβολικού που μπορούσαν να ακολουθήσουν το ρυθμό προέλασης του στρατεύματος ήταν μόλις τέσσερα ισπανικά στοιχεία έφιππου πυροβολικού, ενώ οι μισοί σχεδόν στρατιώτες περιπλανώνταν ή διενεργούσαν λεηλασίες. Ο Ζυνό οργάνωσε τέσσερα τάγματα από τους καλύτερους άνδρες του και ξεκίνησε για τη Λισσαβώνα, που απείχε ακόμα 121 χλμ. Χωρίς ένα απλό κανόνι και καθόλου ιππικό, 1.500 γάλλοι στρατιώτες έφτασαν και κατέλαβαν τη Λισσαβώνα στις 30 Νοεμβρίου 1807.
Παρόλο που ο αντιβασιλιάς της Πορτογαλίας, πρίγκηπας Ιωάννης, είχε επιχειρήσει παλαιότερα να εξευμενίσει τον Ναπολέοντα, ποτέ δεν διέκοψε τους δεσμούς του με τους Βρετανούς. Καθώς ο στρατός του Ζυνό πλησίαζε όλο και πιο κοντά στην πόλη, ο Ιωάννης αμφιταλαντεύθηκε μεταξύ της πλήρους υποταγής και της καταφυγής στη Βραζιλία, αποικίας τότε της Πορτογαλίας. Τελικώς, στο φύλλο της 13ης Οκτωβρίου 1807 της εφημερίδας του Παρισιού Παρατηρητής (που είχε εξελιχθεί σε όργανο προπαγάνδας του Ναπολέοντα εκείνη την περίοδο), ανακοινώθηκε η απομάκρυνση του Οίκου των Μπραγκάνσα από τον πορτογαλικό θρόνο. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ο πρίγκηπας Ιωάννης αποφάσισε να διαφύγει και αφού φόρτωσε την οικογένειά του, τους αυλικούς του, κρατικά αρχεία και τον κρατικό θησαυρό σε πλοία, ξεκίνησε, μαζί με πολλούς άλλους ευγενείς, εμπόρους κ.α. για τη Βραζιλία. Με 15 πολεμικά και περισσότερα από 20 μεταγωγικά πλοία, ο στόλος των προσφύγων εγκατέλειψε την Πορτογαλία στις 29 Νοεμβρίου. Ο απόπλους υπήρξε τόσο βιαστικός, επεισοδιακός και χαοτικός, που 14 κάρα γεμάτα θησαυρούς ξεχάστηκαν και εγκαταλείφθηκαν στις αποβάθρες.
Χρειάστηκαν δέκα μέρες μέχρι να καταφτάσει στη Λισσαβώνα το σύνολο του πεζικού του Ζυνό, και ακόμα περισσότερες για το πυροβολικό του, με τα φυσίγγια των στρατιωτών μουσκεμένα και τις στολές τους κουρέλια. Μία από τις πρώτες ενέργειες του Ζυνό ήταν η κατάσχεση της περιουσίας εκείνων που είχαν διαφύγει στη Βραζιλία, ενώ επιβλήθηκε στον πληθυσμό και η καταβολή αποζημίωσης 100.000.000 φράγκων για τις γαλλικές χρηματικές απώλειες από τη διαφυγή τόσου πλούτου στη Βραζιλία. Ο Πορτογαλικός Στρατός οργανώθηκε από τους Γάλλους στη λεγόμενη "Πορτογαλική Λεγεώνα" και εστάλη στην υπό γαλλική κατοχή βόρεια Γερμανία να ασκήσει καθήκοντα τοπικών φρουρών. Ο Ζυνό κατέβαλε κάθε προσπάθεια να ηρεμήσει την κατάσταση προσπαθώντας να διατηρήσει τα στρατεύματά του υπό έλεγχο. Ενώ οι πορτογαλικές πολιτικές αρχές ήταν γενικώς εθελόδουλες απέναντι στις δυνάμεις κατοχής, ο απλός κόσμος ήταν εξαγριωμένος. Η επιβολή δε βαριάς φορολογίας προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στο γενικό πληθυσμό. Από τον Ιανουάριο του 1808 ξεκίνησαν και οι εκτελέσεις ατόμων που αντιστέκονταν στις γαλλικές απαιτήσεις. Η κατάσταση ήταν επικίνδυνη, αλλά θα χρειαζόταν ένα εξωτερικό ερέθισμα για να μεταβληθεί η υφιστάμενη αναταραχή σε γενικευμένη ανταρσία.
Εξεγέρσεις στην Ιβηρική
Στα μέσα Μαρτίου 1808, με τη λεγόμενη Ανταρσία της Αρανχουέθ (17–19 Μαρτίου 1808), ο Γοδόι καθαιρέθηκε από πρωθυπουργός και ο Φερδινάνδος Ζ΄ ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας μετά την ανατροπή του Καρόλου Δ΄. Μετά την επικράτηση της εξέγερσης, οι επιθέσεις στους οπαδούς του Γοδόι (γοδογίστας) ήταν συχνές, ενώ αναπτερώθηκαν οι ελπίδες του ισπανικού λαού για καλύτερες μέρες. Οι Γάλλοι όμως δεν αναγνώρισαν το νέο καθεστώς.
Η ενέργεια των Γάλλων να μην αναγνωρίσουν τον Φερδινάνδο Ζ΄ ως νόμιμο βασιλιά της Ισπανίας προκάλεσε στον ισπανικό λαό μεγάλη δυσαρέσκεια και προκάλεσε υποψίες ότι οι Γάλλοι σκόπευαν να αποκαταστήσουν τον Γοδόι στο αξίωμά του. Ο Γάλλος όμως αυτοκράτορας είχε κατά νου άλλα πράγματα και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία που παρουσιάστηκε για να επεκτείνει την κατοχή του και στην Ισπανία μετά την Πορτογαλία, την οποία άλλωστε δεν θεωρούσε και αξιόπιστη σύμμαχο. Ειδικότερα, με το πρόσχημα επίλυσης της κρίσης, προσκάλεσε τόσο τον έκπτωτο Ισπανό μονάρχη Κάρολο Δ΄, όσο και τον νέο, Φερδινάνδο Ζ΄, στην πόλη Μπαγιόν για διαπραγματεύσεις. Καθώς και οι δύο φοβούνταν τη δύναμη της Γαλλίας, θεώρησαν σωστό να δεχθούν την πρόσκληση. Παρόλα αυτά, όταν έφτασαν στη Μπαγιόν, ο Ναπολέων τούς ανάγκασε να αποποιηθούν των δικαιωμάτων τους στο θρόνο της Ισπανίας, και να τον παραχωρήσουν σε αυτόν. Εφόσον πέτυχε το σκοπό του, ονόμασε στη συνέχεια τον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη, "Βασιλέα της Ισπανίας". Το επεισόδιο αυτό έμεινε γνωστό στην ιστορία ως Οι Παραιτήσεις της Μπαγιόν. Ως αποτέλεσμα, και η Ισπανία πέρασε στην κατοχή των Γάλλων που ήλεγχαν τα πράγματα αρχικώς μέσω του λεγόμενου "Συμβουλίου της Αντιβασιλείας".
Ειδικότερα, όταν ο Φερδινάνδος Ζ΄ αποχώρησε για τη Μπαγιόν, είχε αφήσει πίσω μια δομή εξουσίας, υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του "Συμβουλίου της Αντιβασιλείας". Υπό την προεδρία πλέον του θείου του Φερδινάνδου, ινφάντε (γιος Ισπανού μονάρχη) δον Αντόνιο, αυτό αποτελείτο από τους υπουργούς που είχε διορίσει ο Φερδινάνδος Ζ΄ για να προΐστανται των υπουργείων Εξωτερικών, Πολέμου, Οικονομικών, Ναυτικού, και Δικαιοσύνης, τα οποία από τον καιρό της βασιλείας του Καρόλου Γ΄ αποτελούσαν την καρδιά της ισπανικής διοίκησης.
Συνυπάρχουσες διοικητικές αρχές με τα υπουργεία ήταν το Συμβούλιο της Καστίλλης, το Συμβούλιο των Ινδιών, το Ναυαρχείο, το Θησαυροφυλάκιο, τα μοναστικά-στρατιωτικά τάγματα και τα ιεροδικεία.
Η Ισπανία είχε διαιρεθεί σε 32 επαρχίες, καθεμιά υπό τη διοίκηση ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών, που ήταν γνωστός ως ιντεντιέντε (δηλ. διοικητικός αξιωματούχος), και 14 στρατιωτικές διοικήσεις, καθεμιά υπό έναν αντιβασιλέα, στρατηγό κυβερνήτη ή στρατηγό διοικητή. Σε όλα τα υπουργεία τοποθετήθηκαν νέα πρόσωπα. Ο δον Πέδρο Αλκάνταρα, δούκας του Ινφαντάδο, παλαιός εχθρός του Μανουέλ ντε Γοδόι, διορίστηκε πρόεδρος του Συμβουλίου της Καστίλλης, και ο Γρεγόριο Γκαρσία δε λα Κουέστα Στρατηγός Κυβερνήτης της Παλαιάς Καστίλλης. Παρότι όμως κάποιοι αξιωματούχοι απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους λόγω της λαϊκής οργής, συνολικά το σύστημα παρέμεινε ίδιο.
Με την έλευση του Μάη του 1808, φήμες άρχισαν να διαδίδονται ότι το Συμβούλιο της Αντιβασιλείας δεχόταν πιέσεις από τους Γάλλους να στείλει τα τελευταία μέλη της βασιλικής οικογένειας στη γαλλική πόλη Μπαγιόν.
Στις 2 Μαΐου, οι πολίτες της Μαδρίτης εξεγέρθηκαν εναντίον της γαλλικής κατοχής, σκοτώνοντας 150 γάλλους στρατιώτες πριν η εξέγερση κατασταλεί από την επίλεκτη γαλλική Αυτοκρατορική Φρουρά και το ιππικό των Μαμελούκων, αμφότερων υπό την ηγεσία του Ζοακίμ Μυρά, που εισέβαλε στην πόλη ποδοπατώντας στην κυριολεξία με τις ιππικές δυνάμεις του τους επαναστάτες. Την επόμενη μέρα, ο γαλλικός στρατός εκτέλεσε εκατοντάδες Μαδριλένους πολίτες ως τιμωρητική ανταπόδοση (οι εκτελέσεις αυτές αποτέλεσαν το θέμα του πίνακα του διάσημου ισπανού ζωγράφου Φρανθίσκο Γκόγια, Η 3η Μαΐου 1808). Παρόμοια αντίποινα έλαβαν χώρα και σε άλλες ισπανικές πόλεις και συνεχίστηκαν για μέρες, ενδυναμώνοντας το πνεύμα και τη διάθεση αντίστασης των ντόπιων. Ως αποτέλεσμα, νέες αυθόρμητες αιματηρές συγκρούσεις ξέσπασαν στο μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας.
Τοπικά οργανωμένες ανταρτικές ομάδες αγνοούσαν όλη αυτή την αναταραχή προετοιμαζόμενες σε άλλα μέρη της Ισπανίας. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Τζέημς Εσνταίηλ (James Esdaile) οι αντάρτες επιθυμούσαν τόσο την απαλλαγή από το παλαιό καθεστώς όσο και από τις ξένες δυνάμεις. Οι αντάρτες αυτοί δεν είχαν κανένα δισταγμό να σκοτώσουν αξιωματούχους που ήταν σκεπτικιστές σχετικά με το επαναστατικό τους πρόγραμμα.
Παρόλο που η ισπανική κυβέρνηση είχε αποδεχθεί την απόφαση του Ναπολέοντα για παραχωρήσει το θρόνο της Ισπανίας στον αδελφό του Ιωσήφ, ο ισπανικός λαός απέρριψε τα σχέδια του Γάλλου αυτοκράτορα και εξέφρασε την αντίθεσή του μέσω των τοπικών δημοτικών και επαρχιακών κυβερνήσεων. Ακολουθώντας τις παραδοσιακές ισπανικές πολιτικές θεωρίες, που πρέσβευαν ότι η μοναρχία ήταν ένα συμβόλαιο ανάμεσα στο μονάρχη και το λαό, οι τοπικές κυβερνήσεις ανταποκρίθηκαν στην κρίση μετασχηματίζοντας τον εαυτό τους σε ad hoc κυβερνητικά συμβούλια (juntes στα ισπανικά, χούντες, ενικός: junta, χούντα).
Το πρώτο κύμα εξεγέρσεων, που συνέβη χωρίς να υπάρχει γνώση ότι υπήρχε σε εξέλιξη κάποια άλλη εξέγερση στη χώρα, σημειώθηκε στις πόλεις Καρταχένα και Βαλένθια στις 23 Μαΐου. Ακολούθησαν οι πόλεις Σαραγόσα (Θαραγόθα στα ισπανικά) και Μούρθια στις 24 Μαΐου, και η επαρχία των Αστουριών στις 25 Μαΐου, η οποία εκδίωξε τον Γάλλο κυβερνήτη της και κήρυξε τον πόλεμο στον Γάλλο αυτοκράτορα. Μέσα σε βδομάδες, όλες οι ισπανικές επαρχίες ακολούθησαν, κηρύττοντας τον πόλεμο σε έναν πανίσχυρο εκείνη την εποχή Ναπολέοντα.
Στην Καρταχένα μοιράστηκαν στον κόσμο κόκκινου χρώματος κονκάρδες, παραδοσιακό σύμβολο της μοναρχίας των Βουρβώνων, η τοπική φρουρά υποστήριξε την εξέγερση, ενώ ο τοπικός κυβερνήτης και ο στρατιωτικός διοικητής συνελήφθησαν. Στη συνέχεια, εγκαθιδρύθηκε μια επαρχιακή χούντα (συμβούλιο), υπό την ηγεσία ενός διακεκριμένου ναυάρχου. Στη Σαραγόσα, όπου ο Χοσέ Παλαφόξ, ένας ταξίαρχος της επίλεκτης Βασιλικής Φρουράς, κρυβόταν έξω από την πόλη, οι πράκτορες των συνωμοτών ξεσήκωσαν το πλήθος, το οποίο τον κάλεσε ως αρχηγό του. Ο τοπικός κυβερνήτης φυλακίστηκε, ενώ ο Παλαφόξ ορίσθηκε ντε φάκτο κυβερνήτης της Σαραγόσας, καθώς και της Αραγωνίας.
Ο Παλαφόξ δεν έχασε χρόνο, και χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο στον Ναπολέοντα, μαζί με το μεγαλύτερο αδελφό του διεξήγαγαν μια σειρά επιθέσεων εναντίον των Γάλλων, οι οποίες οδήγησαν στην Α΄ Πολιορκία της Σαραγόσας (15 Ιουνίου - 14 Αυγούστου 1808). Οι περισσότερες κύριες πόλεις είχαν πλέον προσωρινές διοικήσεις ανάγκης, με εξαίρεση το Κάδιθ, όπου το δημοτικό συμβούλιο διατηρούσε την εξουσία, και τη Σαραγόσα, η οποία διοικείτο μόνο από τον Παλαφόξ. Σημειωτέον ότι οι προκύπτουσες χούντες (συμβούλια) αρνήθηκαν να προβούν σε αστική επανάσταση.
Η χειροτέρευση της στρατηγικής κατάστασης ανάγκασε τη Γαλλία να αυξήσει τις στρατιωτικές της δεσμεύσεις στη χώρα. Το Φεβρουάριο του 1808, ο Ναπολέων είχε καυχηθεί ότι 12.000 άνδρες αρκούσαν να κατακτήσουν την Ισπανία. Εντούτοις, την 1η Ιουνίου του ίδιου έτους, πάνω από 65.000 Γάλλοι στρατιώτες εισήλθαν στη χώρα για να ελέγξουν την κρίση. Ο κύριος γαλλικός στρατός των 80.000 ανδρών ήλεγχε ένα στενό διάδρομο στην κεντρική Ισπανία, από την Παμπλόνα και το Σαν Σεμπαστιάν στα βόρεια, μέχρι τη Μαδρίτη και το Τολέδο στα κεντρικά της χώρας. Στην πόλη της Μαδρίτης βρισκόταν ακόμη ένας γαλλικός στρατός 30.000 ανδρών υπό τον στρατάρχη Μπον-Αντριέν Ζαννό ντε Μονσέ. Το σώμα στρατού του Ζαν-Αντός Ζυνό βρισκόταν απομονωμένο στην Πορτογαλία, αποκλεισμένο από 480 χλμ. εχθρικής ενδοχώρας, αλλά μέσα σε λίγες μέρες από το ξέσπασμα της εξέγερσης, ήδη γαλλικές φάλαγγες στην Παλαιά Καστίλη, τη Νέα Καστίλη, την Αραγωνία και την Καταλωνία αναζητούσαν τις δυνάμεις των ανταρτών.
Ο Ναπολέων ανέμενε λαϊκές εξεγέρσεις, αλλά πίστευε ότι ο Ισπανικός Στρατός είτε θα παρέμενε ουδέτερος ή θα ετίθετο υπό την ηγεσία του. Επηρεασμένος και από τις αισιόδοξες αναφορές του Μυρά, θεωρούσε ότι οι εξεγέρσεις θα καταστέλλονταν και η Ισπανία θα γινόταν μια ειρηνική χώρα, αν ο αδελφός του διατηρούσε τον ισπανικό θρόνο και οι ταχύτατες γαλλικές φάλαγγες καταλάμβαναν και ειρήνευαν τις πόλεις της Ισπανίας. Επίσης, ο Ναπολέων δεν έτρεφε κανένα σεβασμό για τις αντίπαλες δυνάμεις των Ισπανών εθνοφρουρών, λόγω του αναιδούς, απείθαρχου, τραχύ χαρακτήρα των μελών τους. Επίσης, η 1η Στρατιά της Ισπανίας ήταν υποστελεχωμένη και αποτελείτο από κατώτερης ποιότητας στρατεύματα. Σύντομα, ο υποστράτηγος Πιερ Αντουάν, κόμης Ντυπόν ντε λ' Ετάν, οδήγησε ένα σώμα 24.430 ανδρών νότια προς τη Σεβίλλη και το Κάδιθ. Ο στρατάρχης Ζαν-Μπατίστ Μπεσσιέρ κινήθηκε στην Αραγωνία και την Παλαιά Καστίλη με ένα σώμα 25.000 ανδρών, με σκοπό την κατάληψη των πόλεων Σανταντέρ και Σαραγόσα. Ο στρατάρχης Μονσέ βάδισε εναντίον της Βαλένθια με 29.350 άνδρες, και ο αντιστράτηγος Γκιγιώμ Φιλιμπέρ Ντυέμ, επικεφαλής 12.710 ανδρών, εναντίον της Χιρόνα.
Η βρετανική παρέμβαση
Πέντε μέρες μετά την κήρυξη πολέμου στον Ναπολέοντα, το "Γενικό Συμβούλιο των Αστουριών" (Γενική Χούντα των Αστουριών) απέστειλε αντιπροσωπεία στο Λονδίνο απευθύνοντας έκκληση για βοήθεια, όπως έκαναν και άλλα συμβούλια (χούντες) από τη Γαλικία και τη Σεβίλλη. Παρότι δεν ζητούσε ειδικώς την αποστολή στρατευμάτων, η αποστολή ενός βρετανικού στρατού σύντομα βρέθηκε στη σκέψη της διοίκησης του Βρετανού πρωθυπουργού, Ουίλιαμ Κάβεντις-Μπέντινκ, δούκα του Πόρτλαντ. Μια αποστολή τριών Βρετανών αξιωματικών, υπό την αρχηγία ενός αντισυνταγματάρχη, έφτασε στην πόλη Χιχόν στις 27 Ιουνίου 1808 ώστε να εκτιμηθεί εκ του σύνεγγυς η κατάσταση από στρατιωτικής άποψης. Μετά τη νίκη των Ισπανών στη Μπαϊλέν, ο Βρετανός υπουργός Πολέμου και Αποικιών, Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμης Καστλερέι, απέστειλε μια δεύτερη αντιπροσωπεία, αυτή τη φορά υπό τον αντιστράτηγο σερ Τζέιμς Ληθ, που έφτασε στη Χιχόν στις 30 Αυγούστου 1808 για να διαπιστώσει πώς ο βορράς της Ισπανίας θα μπορούσε να ενισχυθεί καλύτερα ώστε να αποτρέψει τον Ναπολέοντα από το να στείλει περισσότερα στρατεύματα στην Ισπανία μέσω της βασκικής πόλης Ιρούν, και να απομονώσει τις γαλλικές δυνάμεις στη Μαδρίτη ή το Μπούργος. Ο Ληθ αργότερα, το Νοέμβριο 1808, θα ενσωματωνόταν στις δυνάμεις του αντιστράτηγου σερ Ντέιβιντ Μπαιρντ.
Τον Αύγουστο του 1808, ο Βρετανικός Στρατός, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλικής Γερμανικής Λεγεώνας, αποβιβάστηκε στην Πορτογαλία υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Άρθουρ Ουέλσλι (αργότερα δούκα του Ουέλινγκτον) και απώθησε τις γαλλικές δυνάμεις του υποστράτηγου Ανρί Φρανσουά Ντελαμπόρντ στη μάχη της Ρολίσα στις 17 Αυγούστου 1808, την ίδια στιγμή που η Πορτογαλική Στρατιά Επιτήρησης υπό τον υποστράτηγο Μπερναντίμ Φρέιρε ντε Αντράντε παρακολουθούσε στενά τη γαλλική μεραρχία του υποστράτηγου Λουί Ανρί Λουαζόν. Στις 21 Αυγούστου, ο Ουέλσλι, ο οποίος είχε στραφεί προς το στόμιο του ποταμού Μασέιρα για να προστατεύσει τις αποβιβαζόμενες ενισχύσεις, δέχθηκε επίθεση στο λόφο Βιμέιρο από τις δυνάμεις του Ζαν-Αντός Ζυνό. Η μάχη του Βιμέιρο αποτέλεσε την πρώτη περίπτωση στην οποία οι ναπολεόντειες επιθετικές τακτικές που συνδύαζαν αψιμαχίες, επίθεση κατά φάλαγγες και υποστηρικτικά πυρά πυροβολικού απέτυχαν ενάντια στο βρετανικό πεζικό και τις αμυντικές ικανότητες του Ουέλσλι.
Θεωρούμενος πολύ νεαρός ακόμα για να διοικήσει τη βρετανική εκστρατευτική δύναμη στην Πορτογαλία, ο Ουέλσλι αντικαταστάθηκε αρχικώς από τον αντιστράτηγο σερ Χάρι Μπουρράρντ και αργότερα τον αντιστράτηγο σερ Χιου Νταλρύμπλ. Ο τελευταίος, με την αμφιλεγόμενη Συμφωνία της Σίντρα τον Αύγουστο 1808, προσέφερε στον Ζυνό ευνοϊκούς όρους εκεχειρίας, που επέτρεψαν την ανεμπόδιστη εκκένωση της Πορτογαλίας από τους Γάλλους με τη συνδρομή του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Στις αρχές Οκτωβίου 1808, μετά το σκάνδαλο που ξέσπασε στη Βρετανία για τη Συμφωνία της Σίντρα και την ανάκληση των Νταλρύμπλ, Μπουρράρντ και Ουέλσλι, ο αντιστράτηγος σερ Τζων Μουρ ανέλαβε τη διοίκηση της βρετανικής δύναμης των 30.000 ανδρών στην Πορτογαλία. Επιπλέον, ο αντιστράτηγος σερ Ντέιβιντ Μπαιρντ, ως διοικητής μιας εκστρατευτικής δύναμης ενισχύσεων, αποτελούμενης από 150 μεταγωγικά που μετέφεραν 12.000-13.000 άνδρες, απέπλευσε από το Φάλμουθ συνοδεία των πολεμικών πλοίων Λουδοβίκος, Αμελία, Αγωνιστής, και έφτασε στο λιμάνι της Λα Κορούνια στις 13 Οκτωβρίου.
Εντωμεταξύ, οι Βρετανοί είχαν προβεί ήδη σε μια σημαντική συνεισφορά προς τους Ισπανούς βοηθώντας στην επιστροφή περίπου 9.000 ανδρών από την ισπανική Μεραρχία του Βορρά, διοικητής της οποίας ήταν ο στρατηγός δον Πέδρο Κάρο υ Σουρέδα, μαρκήσιος της Λα Ρομάνα. Η εν λόγω μεραρχία, που στάθμευε τότε στη Δανία, είχε σταλεί στη Βόρεια Ευρώπη το 1807 για να βοηθήσει τη Μεγάλη Στρατιά του Ναπολέοντα, όταν η Ισπανία και η Γαλλία ήταν ακόμη σύμμαχες χώρες. Παρόλα αυτά, μαθαίνοντας ότι ο Ναπολέων είχε τοποθετήσει τον αδελφό του Ιωσήφ Βοναπάρτη στον ισπανικό θρόνο, ο μαρκήσιος της Λα Ρομάνα και οι αξιωματικοί του, μεταξύ των οποίων ο Τζόζεφ Ο΄ Ντόνελ (ιρλανδοϊσπανικής καταγωγής στρατηγός της Ισπανίας), διαπραγματεύτηκαν μυστικά με τους Βρετανούς ώστε ο Βρετανικός Στόλος της Βαλτικής να βοηθήσει στη μεταφορά της ισπανικής μεραρχίας πίσω στην Ισπανία. Τον Αύγουστο 1808, αφού κυρίευσαν δανέζικα λιμάνια και πλοία για να ανοίξουν δρόμο για τη συνάντησή τους με τη βρετανική ναυτική μοίρα του ναύαρχου Ρίτσαρντ Γκούντγουιν Κητς στη νήσο Λανγκελάνδη, όλα τα συντάγματα της μεραρχίας, εκτός τριών που δεν κατάφεραν να δραπετεύσουν, μεταφέρθηκαν στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, πριν αποπλεύσουν πάλι για την ισπανική πόλη Σανταντέρ, όπου έφτασαν τον Οκτώβριο 1808.
Η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ισπανία το 1808
Εξαιτίας των διαβρωτικών κοινωνικών και πολιτικών εντάσεων που προκλήθηκαν από την εξέγερση, η κοινωνική δομή της ισπανικής κοινωνίας εκφυλίστηκε, οι Ισπανοί πατριώτες ήταν διχασμένοι μεταξύ τους σε κάθε ζήτημα και η πολεμική τους προσπάθεια υπέφερε. Με την πτώση της ισπανικής μοναρχίας, η καθεστωτική εξουσία περιήλθε στις τοπικές χούντες, που παρενέβαιναν σε στρατιωτικά θέματα, υποσκάπτοντας την κεντρική κυβέρνηση που σχηματιζόταν τότε στη Μαδρίτη, και οι οποίες αποδείχθηκαν το ίδιο επικίνδυνες η μία στην άλλη, όσο ήταν και απέναντι στους Γάλλους. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Ντέιβιντ Τσάντλερ (1934-2004): Τα επιμέρους συμφέροντα των επαρχιακών αντιπροσώπων έκαναν το πρόσχημα της κεντρικής κυβέρνησης να μοιάζει με παρωδία. Την ίδια στιγμή ο βρετανικός στρατός στην Πορτογαλία παρέμενε ακινητοποιημένος λόγω λογιστικής φύσεως προβλημάτων και διαμαχών σε διοικητικά θέματα.
Μήνες απραξίας πέρασαν στο μέτωπο του πολέμου, τη στιγμή που μια αποφασιστική κίνηση από τους διαιρεμένους Ισπανούς πατριώτες θα μπορούσε να καθορίσει όλη την πορεία του πολέμου. Οι Γάλλοι τον Ιούνιο, κάθε άλλο παρά κατακτητές της Ισπανίας, είχαν τα μετόπισθέν τους στα Πυρηναία, με βασικά στηρίγματα τις περιοχές Ναβάρρα και Καταλωνία. Τον Οκτώβριο 1808, η γαλλική δύναμη στην Ισπανία, συμπεριλαμβανομένων των διάφορων τοπικών φρουρών, αριθμούσε περίπου 75.000 άνδρες, οι οποίοι ήταν αντιμέτωποι με 86.000 Ισπανούς στρατιώτες, καθώς και 35.000 Βρετανούς στρατιώτες που βρίσκονταν καθ΄οδόν.
Καμία επίθεση δεν ήταν επικείμενη. Η "Ανώτατη Κεντρική Χούντα" αύξησε την ισχύ της από την πολιτική σύγχυση που ακολούθησε την αποπομπή του Οίκου των Βουρβώνων, οδηγώντας σε περισσότερη αναταραχή, καθώς δεν υπήρχε κεντρική κυβέρνηση, και οι περισσότερες χούντες (συμβούλια) δεν αναγνώριζαν τον υπεροπτικό ισχυρισμό αντιπροσώπευσης της μοναρχίας που θα διεκδικούσε μια κεντρική χούντα. Η "Χούντα της Σεβίλλης" μάλιστα διεκδίκησε την εξουσία πάνω στην υπερπόντια ισπανική αυτοκρατορία εξαιτίας του ιστορικού ρόλου της επαρχίας ως το αποκλειστικό οικονομικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Αντιλαμβανόμενες όμως εν καιρώ ότι η ενότητα ήταν απαραίτητη για το συντονισμό των προσπαθειών εναντίον των Γάλλων και τη λήψη της βρετανικής βοήθειας, αρκετές Ανώτατες Χούντες - στις περιοχές Μούρθια, Βαλένθια, Σεβίλλη, Καστίλλη και Λεόν - απηύθυναν κάλεσμα για το σχηματισμό μιας κεντρικής χούντας.
Μετά από διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις χούντες και το Συμβούλιο της Καστίλλης, το οποίο υποστήριζε τον Ιωσήφ Α΄, μια "Ανώτατη Κεντρική και Κυβερνητική Χούντα της Ισπανίας και των Ινδιών" συγκλήθηκε στην πόλη Αρανχουέθ στις 25 Σεπτεμβρίου 1808, υπό την προεδρία του κόμη της Φλορινταμπλάνκα. Όπως είχε συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η ανώτατη αυτή χούντα αποτελείτο από δύο αντιπροσώπους ανά περιοχή, εκλεγμένους από τις αντίστοιχες χούντες των πρωτευουσών των βασιλείων της Ιβηρικής Χερσονήσου που συναποτελούσαν την Ισπανική Μοναρχία. Από την αρχή, η χούντα αυτή απέρριψε την ιδέα εγκαθίδρυσης του θεσμού της αντιβασιλείας, που θα συνεπαγόταν τη συγκέντρωση της εκτελεστικής εξουσίας σε ένα μικρό αριθμό προσώπων, αξιώνοντας αυτό το ρόλο για τον εαυτό της, με όλο το κύρος που έφερε. Έχοντας δε το ρόλο αναπλήρωσης του απόντα βασιλέα και της βασιλικής κυβέρνησης, κάλεσε αντιπροσώπους από τις επαρχίες της Ιβηρικής και από τις υπερπόντιες ισπανικές κτήσεις, για να συγκληθούν σ' ένα "Έκτακτο και Γενικό Κορτές (Εθνοσυνέλευση, Βουλή) του Ισπανικού Έθνους", το οποίο ονομάστηκε έτσι διότι θα αποτελούσε το μόνο νομοθετικό σώμα για ολόκληρη την αυτοκρατορία, καθώς και το σώμα εκείνο που θα συνέτασσε ένα σύνταγμα για αυτή.
Μετά την ήττα και παράδοση του 2ου γαλλικού Σώματος Στρατού Επιτήρησης της Γιρόνδης του υποστράτηγου Πιερ Αντουάν Ντυπόν ντε Λ' Ετάν στον Ισπανικό Στρατό της Ανδαλουσίας, υπό τους στρατηγούς Καστάνιος και Ρέντινγκ, κοντά στο ισπανικό χωριό Μπαϊλέν (στη σημερινή επαρχία της Χαέν) δίπλα στον ποταμό Γουαδαλκιβίρ, και την απώλεια της Πορτογαλίας, ο Ναπολέων πείστηκε πλέον για τον κίνδυνο που αντιμετώπιζε στην Ισπανία. Ενοχλημένος από τα νέα της Συμφωνίας της Σίντρα τον Αύγουστο του 1808, δήλωσε: Διαπιστώνω ότι όλοι έχασαν το μυαλό τους μετά την αχρεία συνθηκολόγηση της Μπαϊλέν. Αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να πάω εκεί ο ίδιος ώστε να βάλω τη μηχανή ξανά σε λειτουργία.
Ενώ οι σύμμαχοι προήλαυναν αργά, η στρατολογία από τις εσχατιές της Γαλλικής Αυτοκρατορίας έφερε επιπλέον 100.000 βετεράνους της Μεγάλης Στρατιάς στην Ισπανία, υπό την ηγεσία του ίδιου του Ναπολέοντα και των στραταρχών του. Με τη γαλλική Στρατιά της Ισπανίας να αριθμεί πλέον συνολικά 278.670 άνδρες και να βρίσκεται παραταγμένη στον ποταμό Έβρο, απέναντι σε 80.000 απειροπόλεμα και αποδιοργανωμένα ισπανικά στρατεύματα, ο Γάλλος αυτοκράτορας ανακοίνωσε στους ισπανούς απεσταλμένους ότι: Βρίσκομαι εδώ με τους στρατιώτες που νίκησαν στο Άουστερλιτς, την Ιένα, το Άιλαου. Ποιός μπορεί να τούς αντισταθεί; Σίγουρα όχι τα δυστυχή ισπανικά στρατεύματα που δεν ξέρουν να πολεμούν. Θα κατακτήσω την Ισπανία σε δύο μήνες και θ' αποκτήσω τα δικαιώματα του κατακτητή. Ο Ναπολέων οδήγησε τους Γάλλους σε μια ευφυέστατη επίθεση που κατέληξε σε μαζική διπλή περικύκλωση των ισπανικών γραμμών. Η επίθεση ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1808 και περιγράφηκε ως μια χιονοστιβάδα φωτιάς και ατσαλιού.
Στα δυτικά, μια ισπανική πτέρυγα διέφυγε όταν ο Γάλλος στρατάρχης Φρανσουά Ζοζέφ Λεφέβρ απέτυχε να περικυκλώσει τον ισπανικό Στρατό της Γαλικίας, μετά από μια βεβιασμένη και διστακτική επίθεση στη μάχη του Πανκόρμπο. Ο Ισπανός αντιστράτηγος Χοακίν Μπλαίηκ υ Χόγιες (ιρλανδικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του) απέσυρε το πυροβολικό του σε ασφαλή θέση και το υφιστάμενο σκληρή αιμορραγία ισπανικό πεζικό ακουλούθησε. Ο στρατάρχης Λεβέφρ και ο στρατάρχης Κλωντ Βικτόρ-Περρέν διεξήγαγαν μια απρόσεκτη καταδίωξη των αντιπάλων τους, η οποία κατέληξε στην ταπεινωτική μάχη της Βαλμασέδα, όπου τα διασκορπισμένα ισπανικά στρατεύματα ετέθησαν υπό τη διεύθυνση και προστασία των επαναπατρισμένων βετεράνων του στρατηγού Κάρο υ Σουρέδα, μαρκήσιου της Λα Ρομάνα, καταφέρνοντας να διαφύγουν. Αντίθετα με τα συμβάντα στη δυτική Ισπανία, η εκστρατεία στο νότο της χώρας, όπου ο κύριος στρατός του Ναπολέοντα νίκησε αποφασιστικά το απροστάτευτο κέντρο του ισπανικού στρατού με μια συντριπτική επίθεση κοντά στην πόλη Μπούργος, τελείωσε σύντομα.
Οι Ισπανοί εθνοφρουροί, ανεκπαίδευτοι και ανίκανοι ως πεζικό να παραταχθούν σε σχηματισμό τετραγώνου, διαλύθηκαν μπροστά στις μαζικές επελάσεις του γαλλικού ιππικού, ενώ η Ισπανική Βασιλική Φρουρά και οι Φρουροί της Βαλλωνίας κρατούσαν τις θέσεις τους ματαίως, υπερφαλαγγιζόμενοι τελικώς από το ιππικό του Γάλλου στρατηγού των Ουσάρων, Αντουάν Σαρλ Λουί Λασάλ. Ο στρατάρχης Ζαν Λαν με ισχυρή δύναμη συνέτριψε το ισπανικό δεξιό πλευρό στη μάχη της Τουδέλα στις 23 Νοεμβρίου 1808, τρέποντας σε φυγή τις δυνάμεις του Ισπανού στρατηγού Φρανθίσκο Χαβιέρ Καστάνιος, δούκα της Μπαϊλέν. Ο δε απομονωμένος στρατός του Χοακίν Μπλαίηκ άλλαξε πορεία στις 17 Νοεμβρίου και οχυρώθηκε στην τοποθεσία όπου ακολούθησε η μάχη της Εσπινόσα. Οι γραμμές του απέκρουσαν τις γαλλικές επιθέσεις του στρατάρχη Κλωντ Βικτόρ-Περρέν μετά από μια ημέρα και νύχτα σκληρού αγώνα, πριν εγκαταλείψουν την επόμενη μέρα και αποσυρθούν. Ο Μπλαίηκ για ακόμη μια φορά ελίχθηκε με επιτυχή μανούβρα, καταφέρνοντας να ξεφύγει από τις δυνάμεις του στρατάρχη Ζαν Σουλτ, καταφεύγοντας στο Σανταντέρ, αλλά το ισπανικό μέτωπο είχε διαρραγεί και τα γαλλικά στρατεύματα προήλασαν ταχύτατα σε ανυπεράσπιστες επαρχίες. Ο Ναπολέων έστειλε 45.000 άνδρες νότια στη Σιέρρα ντε Γουαδαρράμα (Οροσειρά της Γουαδαρράμα), η οποία προστάτευε τη Μαδρίτη.
Τα ισπανικά βουνά καθυστέρησαν τον Ναπολέοντα: στη μάχη της Σομοσιέρρα (Πέρασμα Σομοσιέρρα) στις 30 Νοεμβρίου 1808 οι πολωνικές του ίλες ιππικού καθώς και οι ίλες του Ιππικού της Φρουράς επιτέθηκαν σε μια στενή χαράδρα υπό σφοδρό πυρ προκειμένου να καταβάλουν το πυροβολικό του Ισπανού στρατάρχη Μπενίτο δε Σαν Χουάν, ο οποίος είχε τη διοίκηση των κύριων δυνάμεων που υπερασπίζονταν τη Μαδρίτη. Οι εθνοφρουρές του στρατάρχη Σαν Χουάν υποχώρησαν μπροστά στο αδυσώπητο γαλλικό πεζικό, ενώ αντιθέτως οι Ισπανοί πυροβολητές κράτησαν τις θέσεις τους και πολέμησαν μέχρι τον τελευταίο άνδρα. Οι γαλλικές περίπολοι έφτασαν στα περίχωρα της Μαδρίτης την 1η Δεκεμβρίου 1808 και εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη στις 4 Δεκεμβρίου. Ο Ιωσήφ Βοναπάρτης αποκαταστάθηκε στο θρόνο της Ισπανίας. Οι δυνάμεις του Σαν Χουάν υποχώρησαν δυτικά στην Ταλαβέρα, όπου οι στρατεύσιμοι στασίασαν και τον εκτέλεσαν πριν διαλυθούν, λόγω του ότι ο στρατάρχης αποτελούσε πρόσωπο του παλαιού καθεστώτος και του κύκλου του μισητού πρώην πρωθυπουργού Μανουέλ ντε Γοδόι. Η "Ανώτατη Κεντρική και Κυβερνητική Χούντα της Ισπανίας και των Ινδιών" εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μαδρίτη το Νοέμβριο 1808, και εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο Αλκάθαρ της Σεβίλλης (γνωστότερο ως Αλκαζάρ στην ελληνική ιστοριογραφία), όπου παρέμεινε την περίοδο 16 Δεκεμβρίου 1808 - 23 Ιανουαρίου 1810. Λόγω δε της νέας έδρας, πήρε την ονομασία Χούντα της Σεβίλλης (δεν πρέπει να συγχέεται με την πρώην συνονόματη επαρχιακή χούντα που αφορούσε μόνο την επαρχία της Σεβίλλης).
Στην Καταλωνία, οι εκεί παραπαίουσες προ της εισβολής του Ναπολέοντα γαλλικές δυνάμεις, έλαβαν ενισχύσεις τον Οκτώβριο του 1808, και ο υποστράτηγος Λωράν Γκουβιόν Σαιν-Συρ με 17.000 άνδρες διατάχθηκε από τον Ναπολέοντα ν΄ ανακουφίσει τις δυνάμεις του στρατηγού Γκιγιώμ Φιλιμπέρ Ντυέμ στη Βαρκελώνη. Η παρουσία του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού κατά μήκος των ισπανικών ακτών καθυστέρησε την είσοδο των Γάλλων στην ανατολική και νότια Ισπανία και εξάντλησε τα εφόδιά τους στην περιοχή. Βρετανικές φρεγάτες ήλεγχαν τον σημαντικό από στρατηγικής άποψης Κόλπο Ρόσες (Κόλπος των Ρόδων) βόρεια της Βαρκελώνης κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, και πήραν μέρος στην Πολιορκία της Ρόσες. Ο Βρετανός ναύαρχος λόρδος Τόμας Κόχραν αντιμετώπισε για ένα μήνα τους Γάλλους από ένα φρούριο στην κορυφή ενός βράχου, καταστρέφοντάς το τελικώς όταν η κύρια ακρόπολή του παραδόθηκε σε μια υπέρτερη γαλλική δύναμη. Η επιτυχής πολιορκία της Ρόσες άνοιξε το δρόμο νότια για τον Γκουβιόν Σαιν-Συρ, που παρέκαμψε την πόλη Χιρόνα και επέπεσε στο σώμα στρατού του Ισπανού στρατηγού Χουάν Μιγέλ ντε Βίβες υ Φέλιου, καταστρέφοντας τμήμα του στη μάχη στο χωριό Καρντεντέου κοντά στη Βαρκελώνη στις 16 Δεκεμβρίου 1808. Πέντε ημέρες αργότερα, ο Γκουβιόν Σαιν-Συρ νίκησε τους Ισπανούς του κόμη ντε Καλντάγες και του Ελβετού στρατηγού Τέοντορ φον Ρέντινκ (αξιωματικός του Ισπανικού Στρατού) στη μάχη του Μολίνς ντε Ρέυ, όπου συνέλαβε 1.200 αιχμαλώτους.
Η εκστρατεία της Λα Κορούνια
Το Νοέμβριο 1808, ο Βρετανικός Στρατός υπό τον αντιστράτηγο σερ Τζων Μουρ προήλαυνε στην Ισπανία έχοντας διαταγές να βοηθήσει τα ισπανικά στρατεύματα στη μάχη τους εναντίον των δυνάμεων του Ναπολέοντα. Ο Μουρ έλαβε απεγνωσμένες εκκλήσεις από τον Βρετανό πρέσβη Τζων Χούκαμ Φρερ και την Κεντρική Χούντα να βοηθήσει τους Ισπανούς πατριώτες. Παρόλα αυτά, οι δυνάμεις του Μουρ διασκορπίστηκαν και η δυνατότητά του να αναλάβει δράση παρέμεινε περιορισμένη. Ενώ ο κύριος στρατός υπό τον ίδιο είχε φτάσει στη Σαλαμάνκα, μέχρι τις 28 Νοεμβρίου 1808 κανένα τμήμα του στρατού του αντιστράτηγου σερ Ντέιβιντ Μπαιρντ δεν είχε περάσει την περιοχή της πόλης Αστόργα στο βορρά, ενώ ο υποστράτηγος σερ Τζων Χόουπ βρισκόταν ακόμη 110 χλμ. ανατολικότερα με ολόκληρο το ιππικό και το πυροβολικό του στρατού του Μουρ. Ο κύριος στρατός ενισχύθηκε τελικώς από το τμήμα του Χόουπ στις 3 Δεκεμβρίου, όταν ο Μουρ έλαβε τα νέα ότι οι ισπανικές δυνάμεις είχαν ήδη υποστεί αρκετές ήττες. Κατόπιν αυτού, θεώρησε ότι για να αποφύγει την καταστροφή έπρεπε να υποχωρήσει πίσω στην Πορτογαλία. Μάλιστα, γράμματα του Γάλλου στρατάρχη Μπερτιέ της 10ης Δεκεμβρίου 1808 και μία αναφορά της 28ης του ίδιου μήνα, έδειχναν ότι και οι δύο πλευρές γνώριζαν ότι οι σύμμαχοι είχαν ηττηθεί και ότι οι Βρετανοί ετοιμάζονταν να υποχωρήσουν.
Πριν υποχωρήσει όμως, ο Μουρ έλαβε πληροφορίες ότι το σώμα στρατού των 16.000 ανδρών του στρατάρχη Σουλτ βρισκόταν διασκορπισμένο και απομονωμένο στο χωριό Καρριόν ντε λος Κόντες και ότι οι Γάλλοι δεν γνώριζαν τη θέση του βρετανικού στρατού. Έτσι, ξεκίνησε στις 15 Δεκεμβρίου την προέλαση ενάντια στους Γάλλους που βρίσκονταν κοντά στη Μαδρίτη ελπίζοντας να αποκόψει και νικήσει τον Σουλτ και να αναγκάσει τις υπόλοιπες δυνάμεις του Ναπολέοντα ν' αλλάξουν κατεύθυνση. Στις 20 Δεκεμβρίου, ο Μουρ ένωσε τις δυνάμεις του με αυτές του Μπαιρντ, που προήλαυνε από τη Λα Κορούνια, και η δύναμή του έφτασε τους 23.500 πεζούς, 2.400 ιππείς και 60 πυροβόλα. Ξεκίνησε την επίθεση με μια επιτυχή επιδρομή του ιππικού του αντιστράτηγου Χένρυ Πάτζετ στους γαλλικούς θύλακες στην πόλη Σαχαγούν στις 21 Δεκεμβρίου. Ο Μουρ απέτυχε να ακολουθήσει επιτιθέμενος ενάντια στον ξαφνιασμένο Σουλτ, καθυστερώντας για δύο ημέρες, επιτρέποντας έτσι στον Σουλτ να συγκεντρώσει τους άνδρες του. Την ίδια ώρα που οι διαταγές για προέλαση είχαν αποσταλεί, κατέφθασαν δραματικά νέα από τα νότια ότι μάζες γαλλικών στρατευμάτων ξεχύνονταν από τη Σιέρρα ντε Γουαδαρράμα στις πεδιάδες της Παλαιάς Καστίλλης. Ο Ναπολέων είχε ανακαλύψει την παρουσία του βρετανικού στρατού και κατευθυνόταν βόρεια για να τον εξολοθρεύσει. Νέες διαταγές απεστάλησαν και οι βρετανικές δυνάμεις οπισθοχώρησαν, κατευθυνόμενες προς την ακτή. Η υπηρεσία πληροφοριών του Μουρ λάμβανε τις πληροφορίες της για τις εχθρικές θέσεις και προθέσεις κυρίως μέσω των συλλήψεων μεγάλου αριθμού Γάλλων αγγελιοφόρων από τους Ισπανούς αντάρτες.
Ακόμα κι αν ο καιρός είχε υπάρξει ιδανικός, ο Μουρ βρισκόταν τόσο βόρεια που μια γαλλική δύναμη ερχόμενη από τη Μαδρίτη δεν θα μπορούσε να τον αποκόψει και απομονώσει. Η μόνη ευκαιρία του Ναπολέοντα ήταν να αιφνιδιάσει τον αντίπαλό του, αλλά ο Μουρ έχοντας αντιληφθεί τον κίνδυνο αυτό υποχώρησε αμέσως στα δυτικά. Ο Βρετανός αντιστράτηγος είχε ζητήσει τα μεταγωγικά πλοία για το στρατό του να σταλούν, από τη Λισσαβώνα όπου αυτά βρίσκονταν, να τον συναντήσουν στη Λα Κορούνια. Τη στιγμή εκείνη, τυχόν σθεναρή δράση από το Σουλτ θα είχε επιβραδύνει τις δυνάμεις του Μουρ αρκετά ώστε να μπορέσουν οι δυνάμεις του Ναπολέοντα να τού κλείσουν την οδό διαφυγής, αλλά ο Γάλλος στρατάρχης ανέμενε για ενισχύσεις από το Μπούργος, ενώ καθυστέρησε επίσης και από μια καταρρακτώδη βροχή. Παρόλο που ο Ισπανός στρατηγός Κάρο υ Σουρένα, μαρκήσιος της Λα Ρομάνα, προσπάθησε να καλύψει την υποχώρηση του Μουρ, ηττήθηκε από το Σουλτ στη μάχη της Μανσίγια. Η υποχώρηση του Μουρ σημαδεύτηκε από κατάρρευση της πειθαρχίας σε πολλά συντάγματα και προσωρινή διακοπή της πορείας του στρατού από ανυπότακτες ενέργειες της οπισθοφυλακής. Οι δυνάμεις ιππικού του αντιστράτηγου Χένρι Πάτζετ νίκησαν και αιχμαλώτισαν τον Γάλλο υποστράτηγο Σαρλ Λεφέβρ-Ντενουέτ στη μάχη ιππικού του Μπεναβέντε, με τον Ναπολέοντα να παρακολουθεί από απόσταση, ενώ μια άλλη μικρή νίκη προσωρινής ανακούφισης σημείωσαν οι Βρετανοί στη μάχη του Κακαμπέλος, στην οποία ο δραστήριος και ικανός Γάλλος ταξίαρχος του ιππικού Ωγκύστ Φρανσουά-Μαρί Κολμπέρ σκοτώθηκε από εξαιρετικά μακρινή βολή βρετανού τυφεκιοφόρου.
Τα βρετανικά στρατεύματα διέφυγαν μέσω θαλάσσης, αφού απώθησαν πρώτα μια ισχυρή γαλλική επίθεση στη μάχη της Λα Κορούνια, στην οποία ο αντιστράτηγος Μουρ σκοτώθηκε. Περίπου 26.000 άνδρες έφτασαν στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ 7.000 είχαν χαθεί κατά την πορεία της βρετανικής εκστρατείας στην Ιβηρική. Με τον Μουρ νεκρό πλέον, πάνω από το ένα πέμπτο του στρατού του αγνοούμενο και αρκετές ακόμα χιλιάδες στρατιωτών αρρώστους ή τραυματίες, η βρετανική παρέμβαση είχε καταλήξει σε ταπείνωση και καταστροφή. Η υποχώρηση έμοιαζε με άτακτη φυγή. Παρόλο που ο στρατός είχε διαφυλάξει όλα τα κανόνια του, είχε απωλέσει μεγάλο τμήμα των αποσκευών του και είχε αναγκαστεί να θανατώσει σχεδόν όλα τα άλογά του που είχαν φτάσει στη Λα Κορούνια. Εκατοντάδες άλλοι άνδρες είχαν χαθεί από χειμερινές θύελλες στη θάλασσα στον Βισκαϊκό Κόλπο και το Κανάλι της Μάγχης. Τεράστιες ποσότητες υλικού, συμπεριλαμβανομένων 4.000 βαρελιών πυρίτιδας που ανατινάχθηκαν στις 13 Ιανουαρίου, είχαν χαθεί, και οι Γάλλοι είχαν καταλάβει την πολυπληθέστερη περιοχή της Ισπανίας, τη Γαλικία, με τις σημαντικές πόλεις Λούγο και Λα Κορούνια. Χειρότερο όμως από τις παραπάνω απώλειες των συμμάχων, ήταν η μεγάλη ζημιά που είχε συμβεί στις αγγλοϊσπανικές σχέσεις. Παραπλανημένοι από δημοσιογράφους που είχαν ισχυριστεί ότι ο στρατός του Μουρ ήταν πολύ μεγαλύτερος από όσος αποδείχθηκε στην πραγματικότητα, καθώς και την παρουσίαση της μάχης στην περιοχή Σαχαγούν ως αποφασιστικής νίκης, οι Ισπανοί σοκαρίστηκαν από τη βρετανική υποχώρηση που επακολούθησε. Η όλη κατάσταση έγινε ακόμη πιο άσχημη από τις θυμωμένες αναφορές του μαρκήσιου της Λα Ρομάνα και άλλων παρατηρητών, που κατηγορούσαν τον αντιστράτηγο Μουρ για προδοσία και κακή πίστη.
Η Σαραγόσα, ήδη σημαδεμένη από τους βομβαρδισμούς του Γάλλου υποστράτηγου Λεφέβρ-Ντενουέτ εκείνο το καλοκαίρι, βρισκόταν υπό μια δεύτερη πολιορκία, η οποία είχε αρχίσει στις 20 Δεκεμβρίου. Παρότι οι στρατάρχες Λαν και Μονσέ διέθεταν δύο σώματα στρατού με 45.000 άνδρες συνολικά και αξιοσημείωτα υλικά μέσα, οι Ισπανοί πολίτες-στρατιώτες κατάφεραν να αντισταθούν επί δύο μήνες. Η δεύτερη αυτή άμυνα της πόλης υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Παλαφόξ χάρισε σε αυτή πανεθνική και διεθνή φήμη. Οι Ισπανοί πολέμησαν με αποφασιστικότητα, αντέχοντας τις αρρώστιες και την πείνα, οχυρωμένοι σε μονές και πυρπολώντας τις οικίες τους. Από τη φρουρά των 44.000 ανδρών επέζησαν 8.000 (οι 1.500 από αυτούς άρρωστοι), αλλά η γαλλική Μεγάλη Στρατιά δεν κατάφερε να προχωρήσει πέραν του ποταμού Έβρου. Στις 20 Φεβρουαρίου 1809, οι Γάλλοι άφηναν πίσω τους καμένα ερείπια γεμάτα με 64.000 ανθρώπινα πτώματα, εκ των οποίων 10.000 ήταν Γάλλοι. Μετά από κάτι παραπάνω από δύο μήνες στην Ισπανία, ο Ναπολέων, θεωρώντας την κατάσταση υπό σχετικό έλεγχο πλέον και ενόψει της νέας διαγραφόμενης απειλής από την Αυστρία, επέστρεψε στη Γαλλία, αφήνοντας τη διοίκηση στα χέρια των στραταρχών του.
Β΄ γαλλική εκστρατεία στην Πορτογαλία, 1808-1809
Μετά τη μάχη στην Κορούνια και την εκκένωση της Ισπανίας από τους Βρετανούς, ο στρατάρχης Σουλτ έστρεψε την προσοχή του στην εισβολή στην Πορτογαλία. Η μεγαλόπνοη στρατηγική του Ναπολέοντα είχε σχεδιάσει μια επίθεση με τρεις αιχμές στην Πορτογαλία, αποτελούμενη από το σώμα στρατού του στρατάρχη Σουλτ στο νότο, τους 9.000 άνδρες του υποστράτηγου Πιερ Μπελόν Λαπίς από τα ανατολικά, και τις δυνάμεις του στρατάρχη Κλωντ Βικτόρ-Περρέν από τα νότια. Με την ειρήνη αποκατεστημένη στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής, θα γινόταν εισβολή και στις περιοχές της Ανδαλουσίας και του Λεβάντε (το ανατολικό τμήμα της Ιβηρικής Χερσονήσου) και η σύρραξη θα τελείωνε. Ο Ναπολέων πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος ο πόλεμος να συνεχιστεί και μετά το καλοκαίρι, ενώ η δυσαρμονία και δυσαρέσκεια στο πατριωτικό στρατόπεδο στην Ισπανία και την Πορτογαλία, καθιστούσε δύσκολο να αμφισβητηθεί η πεποίθησή του αυτή. Η Κεντρική Χούντα ανέλαβε τη διεύθυνση της ισπανικής πολεμικής προσπάθειας και επέβαλε φόρους για πολεμικούς σκοπούς, δημιούργησε και οργάνωσε το Στρατό της Λα Μάντσα, ενώ υπέγραψε και μια συνθήκη συμμαχίας με τη Μεγάλη Βρετανία στις 14 Ιανουαρίου 1809. Συμφώνησε επίσης τα υπερπόντια βασίλεια της Ισπανικής Αυτοκρατορίας να στείλουν από έναν αντιπρόσωπο σε αυτή. Καθώς έγινε προφανές ότι ο πόλεμος θα κρατούσε περισσότερο από όσο αναμενόταν, η Κεντρική Χούντα επανέφερε τον Απρίλιο 1809 το ζήτημα σύγκλησης των Κορτές (Εθνοσυνέλευσης), εκδίδοντας σχετικό βασιλικό διάταγμα στις 22 Μαΐου. Μια επιτροπή υπό την προεδρία του πολιτικού, συγγραφέα και φιλόσοφου Γκασπάρ Μελχόρ ντε Χοβεγιάνος οργάνωσε τα νομικά και λογιστικά ζητήματα ώστε να ευοδωθεί ο παραπάνω σκοπός.
Επισήμως, ο στρατάρχης Σουλτ είχε 40.000 άνδρες στη διάθεσή του, αλλά μετά τη δύσκολη εκστρατεία στη Γαλικία χιλιάδες στρατιωτών ήταν άρρωστοι, ως εκ τούτου κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόλις 40.000 ικανούς για υπηρεσία άνδρες. Παρότι όμως αντιμετώπισε και άλλες δυσχέρειες, όπως στον τομέα του εξοπλισμού των στρατιωτών του, καθώς και χρόνια έλλειψη ίππων και μεταφορικών μέσων, επέμεινε στο σκοπό του. Κατέλαβε τη ναυτική βάση της Φερρόλ στις 26 Ιανουαρίου 1809, καταλαμβάνοντας οκτώ πολεμικά πλοία της γραμμής, τρεις φρεγάτες και συλλαμβάνοντας αρκετές χιλιάδες αιχμαλώτων. Μεγαλύτερης δε αξίας ήταν τα τεράστια αποθέματα στρατιωτικού εξοπλισμού που πέρασαν στα χέρια του, μεταξύ αυτών και 20.000 μουσκέτα Μπράουν-Μπες, γεγονός που τον βοήθησε ν΄ αναπληρώσει τις ανεπάρκειες του στρατού του και να προχωρήσει στη σχεδιασθείσα εισβολή στην Πορτογαλία.
Το Μάρτιο 1809, ο Σουλτ ξεκίνησε τη δεύτερη εισβολή στην Πορτογαλία μέσω του βόρειου διαδρόμου. Οι δυνάμεις του αντιμετώπιζαν 12.000 άνδρες οργανωμένους σε συντάγματα γραμμής, δυνάμεις εθνοφρουράς, καθώς και βοηθητικά στρατεύματα από την επαρχία Τρας-ος-Μόντες. Υπό τη διοίκηση του Πορτογάλου αντιστράτηγου Φρανσίσκο ντα Σιλβέιρα, οι δυνάμεις αυτές γρήγορα υποχώρησαν εν μέσω αναταραχής και έλλειψης τάξης, και μέσα σε δύο ημέρες από τη στιγμή που διέσχισε τα σύνορα, ο Σουλτ είχε καταλάβει το φρούριο της πόλης Τσάβες στη βόρεια Πορτογαλία. Κινούμενοι κυκλικά δυτικά, οι Γάλλοι αντιμετώπισαν 25.000 ανέτοιμους και απείθαρχους Πορτογάλους. Ενώ περίμεναν να φτάσει ο στρατός του Σουλτ, οι άνδρες της Πορτογαλικής Εθνοφρουράς λυντσάρισαν τον ίδιο τον διοικητή τους, αντιστράτηγο Μπερναντίμ Φρέιρα ντε Αντράντε, όταν τούς διέταξε να υποχωρήσουν.
Στις 20 Μαρτίου, 16.000 άνδρες των εμπειροπόλεμων επαγγελματικών στρατευμάτων του 2ου Σώματος Στρατού του Σουλτ προέλασαν και εξόντωσαν 4.000 πορτογαλικά στρατεύματα στη μάχη της Μπράγκα. Το ίδιο συνέβη και όταν οι Γάλλοι έφτασαν στο Οπόρτο. Στην πρώτη μάχη του Οπόρτο στις 29 Μαρτίου, οι Πορτογάλοι αμυνόμενοι πανικοβλήθηκαν και χιλιάδες αυτών πνίγηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν μέσω του ποταμού Δούρου. Με λιγότερες από 500 απώλειες ο Σουλτ είχε ασφαλίσει τη δεύτερη πόλη της Πορτογαλίας με άθικτες τις πολύτιμες αποβάθρες της και τα οπλοστάσιά της. Οι Πορτογάλοι υπέστησαν φοβερές απώλειες, χάνοντας 200 κανόνια και έχοντας 6.000-20.000 νεκρούς, τραυματίες ή αιχμαλώτους. Τα γαλλικά λάφυρα περιελάμβαναν τεράστιες ποσότητες τροφίμων και πυρομαχικών, και 30 φορτία οίνου που είχε μεταφερθεί εκεί με πλοία. Ο Σουλτ κατέλαβε τη βόρεια Πορτογαλία αλλά σταμάτησε στο Οπόρτο για να ξεκουράσει το στρατό του πριν προχωρήσει στην πρωτεύουσα Λισσαβώνα.
Το Μάιο 1809, οι γαλλικοί στρατοί ήταν νικηφόροι σχεδόν σε ολόκληρη την Ισπανία. Ο στρατάρχης Βικτόρ-Περρέν προχωρούσε στη Μπαδαχόθ, νικώντας τον Ισπανό στρατηγό Γρεγόριο Γκαρσία δε λα Κουέστα στη μάχη του Μεδεγίν. Ολόκληρος ο Ισπανικός Στρατός κατέφυγε νότια στις πεδιάδες σε αταξία, με το γαλλικό ιππικό να τον καταδιώκει, προκαλώντας του τρομερές απώλειες. Ο στρατηγός Λασάλ ισχυρίστηκε ότι οι αηδιαστικοί Ισπανοί έχασαν 14.000 άνδρες στο Μεδεγίν. Την ώρα που μια καταιγίδα με αστραπές τερμάτιζε τη σφαγή, τουλάχιστον 8.000 ισπανοί στρατιώτες ήταν νεκροί και άλλοι 2.000 είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Οι στρατιώτες του Βικτόρ-Περρέν άρπαξαν εννέα λάβαρα και είκοσι κανόνια των Ισπανών. Οι απώλειες των Γάλλων υπολογίζονται σε 300-2.000 άνδρες.
Η παραπάνω τραγική κατάσταση και συντριβή του ισπανικού στρατού δεν προκάλεσε έκπληξη. Ενδεικτικά, ο σκωτικής καταγωγής αξιωματικός του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού, ταξιδευτής και συγγραφέας Μπάζιλ Χωλ (1788-1844), έγραφε τότε:
Φτάνοντας στο στρατόπεδο ... βρήκαμε το στρατό των πατριωτών να εκπαιδεύεται ανά μεραρχία ... Όταν πλησιάσαμε διατάχθηκε γενική διακοπή, και αυτοί που είχαν μουσκέτα παρουσίασαν όπλα όσο καλύτερα μπορούσαν, ενώ αυτοί που δεν είχαν κανένα εκτέλεσαν καλά τις κινήσεις με τις λόγχες ή τα κοντάρια τους από δρεπάνια και γάντζους θερίσματος ... Υπό την καλή κηδεμονία μας οι χωρικοί συνέχισαν να συρρέουν από τη γύρω χώρα ... μπορούσαμε να προμηθεύσουμε το ένα εικοστό αυτών των πατριωτών με όπλα ... Και αυτό το μικρό τμήμα, χωρίς αξιωματικούς, πειθαρχία, ή οργάνωση κατά οποιοδήποτε τρόπο, έμοιαζε με παιδιά που έπαιζαν τους στρατιώτες.
Στις 27 Μαρτίου παρόλα αυτά, οι ισπανικές δυνάμεις νίκησαν τους Γάλλους στο Βίγο, ενώ τα γαλλικά στρατεύματα στην πόλη Μαρίν και στην επαρχία Ποντεβέντρα γενικότερα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στο Σαντιάγο δε Κομποστέλα υπό το φόβο υπερφαλάγγισής τους. Ο πυρήνας της ισπανικής δύναμης που πολιόρκησε το Βίγο αποτελείτο από μια μεραρχία νεοσυλλέκτων με την ονομασία Μεραρχία της Μίνιο (η Μίνιο είναι δήμος της Γαλικίας, στην επαρχία Λα Κορούνια). Οι ισπανικές δυνάμεις στη συνέχεια ανέλαβαν την πρωτοβουλία και οι περισσότερες πόλεις στην επαρχία της Ποντεβέντρα ανακαταλήφθηκαν. Το Φεβρουάριο 1809, ο Ελβετός στρατηγός Τέοντορ φον Ρέντινκ κινήθηκε με ένα αναδιοργανωμένο ισπανικό στράτευμα εναντίον του δεξιού πλευρού του αντίστοιχου γαλλικού, και μετά από δραστήρια προέλαση συγκρούστηκε με τους Γάλλους του υποστράτηγου Γκουβιόν Σαιν-Συρ στη μάχη της Βαλλς (πόλη στην Καταλωνία), όπου οι δυνάμεις του ηττήθηκαν και ο ίδιος ποδοπατήθηκε και τραυματίστηκε κατά την επέλαση ενάντια στο γαλλικό ιππικό, πεθαίνοντας έντεκα ημέρες αργότερα.
Πτώση της "Κεντρικής Χούντας"
Ο αντιστράτηγος Άρθουρ Ουέλσλι επέστρεψε στην Πορτογαλία τον Απρίλιο 1809 για να διευθύνει τις αγγλοπορτογαλλικές δυνάμεις. Ενίσχυσε το βρετανικό στρατό με πορτογαλικά συντάγματα εκπαιδευμένα από τον Βρετανό στρατηγό Ουίλιαμ Μπέρεσφορντ και τα βοήθησε να προσαρμοστούν στο βρετανικό τρόπο εκστρατείας. Οι νέες αυτές δυνάμεις εκδίωξαν τον Σουλτ από την Πορτογαλία στη μάχη του Γκρίζου (10-11 Μαΐου 1809) και τη δεύτερη μάχη του Οπόρτο (12 Μαΐου), ενώ και οι άλλες βόρειες πόλεις ανακαταλήφθηκαν από τον Πορτογάλο αντιστράτηγο Φρανσίσκο ντα Σιλβέιρα. Οι δυνάμεις του Σουλτ έμοιαζαν καταδικασμένες, αλλά κατάφεραν να διαφύγουν χωρίς τον βαρύ εξοπλισμό τους, βαδίζοντας μέσω από τα βουνά και φτάνοντας στην πόλη Ορένσε της Γαλικίας. Στις 7 Ιουνίου, ο γαλλικός στρατός του στρατάρχη Μισέλ Νέυ ηττήθηκε στη μάχη του Πουέντε Σανπάγιο από τμήμα των ισπανικών δυνάμεων υπό τον συνταγματάρχη Πάμπλο Μορίγιο, και ο Νέυ υποχώρησε με τις δυνάμεις του στις 9 Ιουνίου στο Λούγο υπό τη συνεχή παρενόχληση Ισπανών ανταρτών. Στο Λούγο, τα στρατεύματα του Νέυ ενώθηκαν με εκείνα του Σουλτ και αποσύρθηκαν μαζί από τη Γαλικία τον Ιούλιο του 1809. Το γεγονός αυτό σήμανε την οριστική εκκένωση της Γαλικίας από το γαλλικό στρατό και τη δημιουργία ενός νέου πολεμικού μετώπου.
Με την Πορτογαλία ασφαλισμένη, ο αντιστράτηγος Ουέλσλι προχώρησε στην Ισπανία για να ενωθεί με τις δυνάμεις του Ισπανού στρατηγού Γκαρσία δε λα Κουέστα. Η συνδυασμένη αυτή συμμαχική δύναμη ετοιμάστηκε για επίθεση στο γαλλικό 1ο Σώμα Στρατού του στρατάρχη Βικτόρ-Περρέν στην Ταλαβέρα στις 23 Ιουλίου 1809. Ο Γκαρσία δε λα Κουέστα ήταν απρόθυμος να συμφωνήσει, αλλά πείστηκε να προχωρήσει την επόμενη μέρα. Η καθυστέρηση αυτή έδωσε στους Γάλλους χρόνο να αποσυρθούν. Ο Ισπανός στρατηγός έστειλε το στρατό του να καταδιώξει τις δυνάμεις του Βικτόρ-Περρέν, βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με ολόκληρο το γαλλικό στρατό στη Νέα Καστίλλη, με τον Βικτόρ-Περρέν ενισχυμένο με τις γαλλικές φρουρές του Τολέδου και της Μαδρίτης. Οι Ισπανοί αναγκάστηκαν τότε να υποχωρήσουν, υπό την κάλυψη δύο βρετανικών μεραρχιών που είχαν προωθηθεί για το σκοπό αυτό.
Στις 27 Ιουλίου στη μάχη της Ταλαβέρα, οι Γάλλοι προέλασαν σε τρεις φάλαγγες και απωθήθηκαν αρκετές φορές, αλλά με βαρύ κόστος για τις βρετανικές δυνάμεις. Ο Ουέλσλι, αγνοώντας τις εκκλήσεις του Γκαρσία δε λα Κουέστα να εξαπολύσει γενική επίθεση, αποφάσισε μια σταδιακή υποχώρηση, αφήνοντας στις 4 Αυγούστου την Ταλαβέρα. Ο Ουέλσλι ανησυχούσε για την επικείμενη άφιξη των γαλλικών δυνάμεων του Σουλτ και φοβόταν μήπως αποκοπεί από τη βάση του στην Πορτογαλία. Για το σκοπό αυτό, έστειλε την Ελαφρά Ταξιαρχία να κρατήσει τη γέφυρα του ποταμού Τάγου στο ύψος του Αλμαράθ, ενώ στις 8 Αυγούστου ο στρατός του Σουλτ αντιμετώπισε τον ισπανικό στο Πουέντε δελ Αρθομπίσπο. Με τις επικοινωνίες του και τον εφοδιασμό του από τη Λισσαβώνα εξασφαλισμένα, ο Ουέλσλι σκέφτηκε να επανενωθεί με τον Γκαρσία δε λα Κουέστα, αλλά είχε επέλθει ήδη αξιοσημείωτη ψυχρότητα μεταξύ Βρετανών και Ισπανών. Μετά τη μάχη της Ταλαβέρα, οι Ισπανοί είχαν εγκαταλείψει τους Βρετανούς τραυματίες στους Γάλλους. Επίσης, διάφορες ενέργειες των ισπανικών δυνάμεων εξέθεσαν τη στρατηγική θέση των δυνάμεων του Ουέλσλι. Οι Ισπανοί είχαν επίσης υποσχεθεί να παρέχουν εφόδια στους Βρετανούς εάν οι τελευταίοι εισέρχονταν στην Ισπανία, αλλά αυτό δεν συνέβη. Η έλλειψη εφοδίων που προέκυψε και η απειλή των επικείμενων γαλλικών ενισχύσεων την άνοιξη, οδήγησαν στη βρετανική απόφαση οπισθοχώρησης στην Πορτογαλία. Κάνοντας την επιλογή αυτή, ο Ουέλσλι υποστηρίχθηκε από την κυβερνητική βρετανική αντίληψη περί των γεγονότων στην Ταλαβέρα. Το Λονδίνο, μάλιστα, γεμάτο ευγνωμοσύνη, αντάμειψε τον Ουέλσλι με τον τίτλο ευγενείας του υποκόμη του Ουέλινγκτον. Η ειρηνόφιλη όμως παράταξη στη Βρετανία κατηγορούσε τον Ουέλσλι ότι είχε κατανικηθεί στο στρατηγικό τομέα, ενώ διατυπώνονταν υπαινιγμοί ότι η σύγκρουση στην Ταλαβέρα έγινε χωρίς αντικειμενικό σκοπό εκτός της απόκτησης ενός αριστοκρατικού τίτλου από αυτόν. Μια σειρά παρενοχλήσεων έλαβαν χώρα σχετικά με υπερβολική ευνοιοκρατία στο πρόσωπο του Ουέλσλι, με κύριους υποστηρικτές της άποψης αυτής τον αρχηγό του βρετανικού γενικού επιτελείου στρατού, Φρειδερίκο Αύγουστο, δούκα της Υόρκης (δευτερότοκο υιό του βασιλιά Γεωργίου Γ΄), και τον υπουργό Πολέμου και Αποικιών Ρόμπερτ Στιούαρτ, υποκόμη Καστλερέι. Ο Ουέλσλι θεωρείτο επίσης απολυταρχικός, ενώ έκανε ακόμα πιο αντιπαθή και αναξιόπιστο τον εαυτό του γράφοντας δημόσια για τη διαχείριση της όλης κατάστασης από τη βρετανική κυβέρνηση και αυτό που θεωρούσε ως μη επαρκή υποστήριξη από αυτή.
Μέχρι το καλοκαίρι του 1809, η ισπανική "Ανώτατη Κεντρική και Κυβερνητική Χούντα" αντιμετώπιζε σκληρή κριτική για τους χειρισμούς της στον πόλεμο. Ο ισπανικός λαός απαιτούσε το παλαιό Κορτές να συγκληθεί και η Κεντρική Χούντα συμφώνησε. Ήταν όμως δύσκολο να αποκατασταθεί η παλαιά βουλή για να συνεδριάσει. Ως εκ τούτου, ετοιμαζόταν να συγκληθεί το Κορτές στο Κάδιθ, αλλά μέχρι τότε η "Κεντρική Χούντα" θα συνέχιζε να ασκεί την εξουσία. Ανήσυχη να δικαιολογήσει τη συνεχιζόμενη ύπαρξή της, η "Κεντρική Χούντα" κατέληξε σε μια στρατηγική που ήλπιζε ότι θα κέρδιζε τον πόλεμο. Χωρίς να αποθαρρυνθεί από την άρνηση του αντιστράτηγου Ουέλσλι να συνεισφέρει αποστέλλοντας Βρετανούς στρατιώτες, σχεδίασε να εξαπολύσει μια επίθεση με δύο αιχμές για την ανακατάληψη της Μαδρίτης. Αντικατέστησε για το σκοπό αυτό τον στρατηγό Κάρο υ Σουρένα, μαρκήσιο της Λα Ρομάνα, με τον υποστράτηγο Ντιέγο δε Κάνιας υ Πορτοκαρρέρο, δούκα του Πάρκε, στη θέση του διοικητή των στρατευμάτων στη Γαλικία και τις Αστουρίες. Σύντομα ο δούκας του Πάρκε συγκέντρωσε 30.000 στρατιώτες στο Θιουδάδ Ροδρίγο, με περισσότερους καθ' οδόν. Νότια της Μαδρίτης, ο υποστράτηγος Χουάν Κάρλος ντε Αρέιθαγα συγκέντρωσε πάνω από 50.000 καλά εκπαιδευμένους άνδρες στο Στρατό της Λα Μάντσα. Οι κύριες προσπάθειες του δούκα του Πάρκε και του Αρέιθαγα θα τύγχαναν συνδρομής από μια τρίτη δύναμη που επιχειρούσε κοντά στην Ταλαβέρα υπό τον υποστράτηγο Χοσέ Μιγέλ ντε λα Κουέβα υ ντε λα Θέρδα, δούκα της Αλμπουκέρκης. Η δύναμη στην Ταλαβέρα, 10.000 ανδρών, είχε σχεδιαστεί να συγκρατήσει και καθηλώσει τις γαλλικές μονάδες στη θέση τους ενώ οι κύριοι στρατοί θα έκαναν επίθεση στη Μαδρίτη.
Το φθινόπωρο του 1809, ο στρατός του δούκα του Πάρκε αριθμούσε 52.192 άνδρες με μία μεραρχία ιππικού και έξι μεραρχίες πεζικού. Όσον αφορά τις ισπανικές δυνάμεις, η Μεραρχία Εμπροσθοφυλακής του υποστράτηγου Μαρτίν ντε λα Καρρέρα είχε 7.413 στρατιώτες, η 1η Μεραρχία του υποστράτηγου Φρανθίσκο Χαβιέρ Λοσάδα 8.336, η 2η Μεραρχία του υποστράτηγου κόμη του Μπελβεντέρε 6.759, η 3η Μεραρχία του υποστράτηγου Φρανθίσκο Μπαγιεστέρος 9.991, η 4η Μεραρχία του Νικολάς ντε Μαχύ 7.100, και η 5η Μεραρχία του υποστράτηγου μαρκήσιου του Καστροφουέρτε 6.157. Όλες οι μεραρχίες πεζικού περιελάμβαναν 14 τάγματα, εκτός της 3ης μεραρχίας που είχε 15 τάγματα, και της 5ης με 7 τάγματα. Η Μεραρχία Ιππικού του Πέδρο ντε Αλκάνταρα Τέλλεθ-Χιρόν, Πρίγκιπα της Ανγκλόνα, περιελάμβανε 1.682 ιππείς οργανωμένους σε 6 συντάγματα. Το Θιουδάδ Ροδρίγο ενισχύθηκε με μια φρουρά 3.817 ανδρών και ένα ανεξάρτητο τάγμα 937 ανδρών.
Με τον Νέυ σε άδεια, ο υποστράτηγος Ζαν-Γκαμπριέλ Μαρσάν ανέλαβε τη διεύθυνση του γαλλικού 6ου Σώματος Στρατού, με έδρα τη Σαλαμάνκα. Το σώμα είχε εκδιωχθεί από τη Γαλικία νωρίτερα μέσα στο 1809 και είχε πάρει μέρος στις επιχειρήσεις που ακολούθησαν τη μάχη στην Ταλαβέρα τον Ιούλιο. Μετά από μια σκληρή εκστρατεία και έλλειψη ενισχύσεων, το 6ο Σώμα Στρατού βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση για να πολεμήσει, ενώ και οι ικανότητες του Μαρσάν δεν ήταν ισάξιες με εκείνες του Νέυ. Ο δούκας του Πάρκε προήλασε από το Θιουδάδ Ροδρίγο στα τέλη Σεπτέμβρη με τις μεραρχίες των Λα Καρρέρα, Λοσάδα, Μπελβεντέρε, και Ανγκλόνα. Ο Μαρσάν, με υπερβολική αυτοπεποίθηση και περιφρονητικός προς τους Ισπανούς αντιπάλους του, προχώρησε στο χωριό Ταμάμες, 56 χλμ. νοτιοδυτικά της Σαλαμάνκα. Στη μάχη του Ταμάμες στις 18 Οκτωβρίου 1809 οι Γάλλοι υπέστησαν ταπεινωτική ήττα, έχοντας 1.400 νεκρούς και τραυματίες σε σύνολο 14.000 στρατιωτών, ενώ έχασαν και 14 κανόνια. Οι ισπανικές απώλειες ήταν 700 άνδρες σε σύνολο 21.500, ενώ είχαν και 18 κανόνια χαμένα. Μετά τη μάχη, ο δούκας του Πάρκε ενώθηκε με την 3η Μεραρχία του Μπαγιεστέρος. Καθώς οι Ισπανοί προχωρούσαν, οι δυνάμεις του υποστράτηγου Μαρσάν εγκατέλειψαν τη Σαλαμάνκα, και οι άνδρες του δούκα του Πάρκε κατέλαβαν την πόλη στις 25 Οκτωβρίου.
Ο υποστράτηγος Μαρσάν υποχώρησε βόρεια στην πόλη Τόρο στον ποταμό Δούρο, όπου έφτασε και ενώθηκε μαζί του ο υποστράτηγος Φρανσουά Ετιέν ντε Κελλερμάν με 1.500 πεζούς οργανωμένους σε τρία τάγματα και μια μεραρχία 3.000 δραγώνων. Ο Κελλερμάν ανέλαβε την ηγεσία της ενωμένης γαλλικής δύναμης και βάδισε κατά μήκος του άνω ρου του ποταμού Δούρου, διασχίζοντας τον και περνώντας στη νότια όχθη του στο ύψος της πόλης Τορδεσίγιας. Ενισχυμένος από τις δυνάμεις του ταξίαρχου Νικολάς Γκοντινό, ο Κελλερμάν προκάλεσε τις ισπανικές δυνάμεις του δούκα του Πάρκε βαδίζοντας προς τη Σαλαμάνκα. Ο δούκας του Πάρκε εγκατέλειψε τη Σαλαμάνκα και υποχώρησε στα νότια. Στο μεταξύ, οι αντάρτες στην επαρχία της Λεόν αύξησαν τη δραστηριότητά τους. Ο Κελλερμάν άφησε το 4ο Σώμα ως φρουρά στη Σαλαμάνκα και επέστρεψε στην επαρχία της Λεόν για να καταστείλει την εκεί εξέγερση.
Ο κόμης της Αλμπουκέρκης καθήλωσε τα γαλλικά στρατεύματα στην Ταλαβέρα όπως είχε σχεδιαστεί, αλλά όταν έμαθε ότι ο στρατός του Αρέιθαγα είχε ηττηθεί στη μάχη της Οθάνια στις 19 Νοεμβρίου, αποσύρθηκε εκτός της ακτίνας δράσης των Γάλλων. Ο δούκας του Πάρκε πληροφορήθηκε για την προέλαση του ταξίαρχου Γκοντινό και του ταξίαρχου Πιερ-Λουί Μπινέ ντε Μαρκονιέ προς τη Μαδρίτη. Ο δούκας του Πάρκε κατέλαβε τη Σαλαμάνκα στις 20 Νοεμβρίου. Ο Γκοντινό αποσύρθηκε πίσω από τον ποταμό Δούρο, και ενώθηκε ξανά με τον Κελλερμάν. Ελπίζοντας να μπει ανάμεσα στις δυνάμεις του Κελλερμάν και τη Μαδρίτη, ο δούκας του Πάρκε προέλασε προς τη Μεδίνα δελ Κάμπο. Στις 23 Νοεμβρίου επέστρεψε στην πόλη αυτή η ταξιαρχία του Μαρκονιέ από τη Σεγόβια, ενώ έφτασε σε αυτή και η ταξιαρχία του ταξίαρχου Ματιέ Ντελαμπασσέ από την Τορδεσίγιας. Εκείνη τη στιγμή, εθεάθησαν οι φάλαγγες του δούκα του Πάρκε και σημειώθηκε αψιμαχία στην τοποθεσία Ελ Κάρπιο. Οι Γάλλοι ιππείς απώθησαν το ισπανικό ιππικό αλλά αναχαιτίστηκαν ακολούθως από τους πεζικάριους του Μπαγιεστέρος που μάχονταν σε σχηματισμό τετραγώνου, αναγκάζοντας τις δυνάμεις των Μαρκονιέ και Ντελαμπασσέ να υποχωρήσουν. Στις 24 Νοεμβρίου, ο Κελλερμάν συγκέντρωσε 16.000 άνδρες στον ποταμό Δούρο κοντά στην πόλη Βαλντεστίγιας. Κατώτεροι αριθμητικά, οι Γάλλοι ετοιμάστηκαν να αμυνθούν. Την ημέρα όμως εκείνη ο ισπανικός επονομαζόμενος "Στρατός της Αριστεράς" (δηλ. του αριστερού της ισπανικής στρατηγικής διάταξης - περιελάμβανε το "Στρατό της Γαλικίας" υπό τον Μπλαίηκ, το "Στρατό των Αστουριών" υπό τον Αθεβέδο, τους άνδρες της πρώην "Μεραρχίας του Βορρά" του μαρκήσιου της Λα Ρομάνα, καθώς και όσους άνδρες μπόρεσε να συγκεντρώσει από τα βουνά της Κανταβρίας και τις άλλες ορεινές περιοχές από τις οποίες περνούσε), έλαβε νέα της καταστροφής στην Οθάνια. Αντιληφθείς ότι οι Γάλλοι ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν πολλούς στρατιώτες για να εντοπίσουν το στρατό του, ο δούκας του Πάρκε κατέφυγε νότια, σκοπεύοντας να βρει καταφύγιο στα όρη της κεντρικής Ισπανίας. Στις 25 Νοεμβρίου, ο δούκας του Πάρκε απέσυρε τις δυνάμεις του, ενώ ο Κελλερμάν δεν άρχισε την καταδίωξη παρά μόνο την επόμενη μέρα. Για δύο ημέρες, οι Γάλλοι αδυνατούσαν ν΄ αποκτήσουν επαφή με τους αντιπάλους τους, αλλά το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου το ελαφρύ ιππικό τους εντόπισε το "Στρατό της Αριστεράς" στρατοπεδευμένο στην Άλμπα δε Τόρμες.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1809, η πατριωτική Ισπανία ήταν σε άσχημη κατάσταση. Στην Καταλωνία, η Χιρόνα ήταν στις τελευταίες της στιγμές, οι δύο μεγαλύτεροι στρατοί της Ισπανίας είχαν ηττηθεί και ο Βρετανικός Στρατός ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τον ποταμό Γουαδιάνα. Αηδιασμένος από αυτό που θεωρούσε ως ηλιθιότητα της "Κεντρικής Χούντας", ο Ουέλινγκτον ήταν πεπεισμένος ότι μια γαλλική προέλαση στη Λισσαβώνα ήταν επικείμενη. Πληροφορίες από την υπηρεσία πληροφοριών που ανέφεραν μεγάλες μάζες νέων εχθρικών δυνάμεων που διέσχιζαν τα σύνορα ερχόμενες από τη Γαλλία ελήφθησαν. Διασκορπισμένοι κατά μήκος της Σιέρρα Μορένα, οι αμυνόμενοι δεν είχαν τρόπο να ανακόψουν τη γαλλική επίθεση της 19ης Ιανουαρίου 1810. Ήδη, 60.000 Γάλλοι στρατιώτες - τα σώματα στρατού του στρατάρχη Κλωντ Βικτόρ-Περρέν, του στρατάρχη Εντουάρ Μορτιέ, και του στρατηγού Οράς Σεμπαστιανί - βάδιζαν νότια για να επιτεθούν στις ισπανικές θέσεις. Κατατροπωθέντες σε κάθε σημείο της γαλλικής προέλασης, οι άνδρες του Αρέιθαγα κατέφυγαν ανατολικά και νότια, αφήνοντας τη μία πόλη μετά την άλλη στα χέρια του εχθρού. Το αποτέλεσμα της σαρωτικής αυτής γαλλικής προέλασης και ισπανικής υποχώρησης ήταν το ξέσπασμα επανάστασης. Εγκαταλείποντας την τελευταία στιγμή τις προσπάθειες να μετατρέψουν τη Σεβίλλη σε μια ακόμη πόλη-οχυρό, όπως τη Σαραγόσα, στις 23 Ιανουαρίου η "Κεντρική Χούντα" αποφάσισε να καταφύγει στην ασφάλεια του Κάδιθ. Τελικώς, στις 29 Ιανουαρίου 1810 προχώρησε στην πράξη διάλυσής της και τη θέση της πήρε το λεγόμενο "Συμβούλιο Αντιβασιλείας της Ισπανίας και των Ινδιών", με την υποχρέωση να συγκαλέσει τα Κορτές. Ο Γάλλος στρατάρχης Σουλτ εκκαθάρισε όλη τη νότια Ισπανία εκτός από το Κάδιθ, το οποίο άφησε στον Βικτόρ-Περρέν, ο οποίος προχώρησε στον αποκλεισμό της πόλης. Το σύστημα των χουντὠν (συμβουλίων) αντικαταστάθηκε από το θεσμό της Αντιβασιλείας και το "Κορτές του Κάδιθ", που αργότερα εγκαθίδρυσαν μια μόνιμη κυβέρνηση με το Σύνταγμα του 1812.
Το καθεστώς του Ιωσήφ Βοναπάρτη
Ο Ιωσήφ Βοναπάρτης επαναπαύτηκε ασκώντας την εξουσία μέσω της σωζόμενης διοικητικής μηχανής του παλαιού καθεστώτος, ενώ έδωσε αρμοδιότητες σε τοπικές κυβερνήσεις σε πολλές επαρχίες, στελεχωμένες με βασιλικούς επιτρόπους. Μετά από πολλή προετοιμασία και δημόσια συζήτηση, στις 2 Ιουλίου 1809 η Ισπανία διαιρέθηκε σε 38 νέες επαρχίες, καθεμία υπό έναν ιντεντιέντε (αξιωματούχος) διορισμένο από τον βασιλιά Ιωσήφ, και στις 17 Απριλίου 1810 οι επαρχίες αυτές μεταβλήθηκαν σε γαλλικού διοικητικού στυλ περιφέρειες και υποπεριφέρειες. Με ονομασία από την εκάστοτε κύρια πόλη τους παρά από τα κυρίαρχα γεωγραφικά χαρακτηριστικά τους, όπως συνέβαινε έως τότε, οι νέες εδαφικές διοικητικές διαιρέσεις, σχεδόν ίσες σε μέγεθος, είχαν μικρή σχέση με κάποια ιστορική διοικητική μονάδα. Παραταύτα, διατηρήθηκαν τα ιστορικά ονόματα πολλών παλαιών επαρχιών στο νέο διοικητικό σχήμα, γεγονός που αποτέλεσε σημαντική παραχώρηση των Γάλλων.
Η Προκήρυξη του κόμη του Μοντάρκο, Χουάν Φρανθίσκο δε λος Έρος υ λα Ερράν, στις 25 Μαρτίου 1812, περιέγραφε την κυβέρνηση στο Κάδιθ ως: άτιμη και παράνομη κυβέρνηση ... αποτελούμενη από τα "απόβλητα" της Ισπανίας, εξαρτώμενη από τις ιδιοτροπίες ενός αδαούς όχλου, κυριαρχούμενης από τη βρετανική επιρροή, η οποία δεν κατείχε παρά μόνο εκείνο το έδαφος της φυλακής όπου έδρευε ... που έχει εξαπατήσει τους άφρονες Ισπανούς που υποτάχθηκαν στην τυραννία της, υποσχόμενή τους μια απατηλή ελευθερία.
Υπό την απειλή της τιμωρίας δήμευσης της ιδιοκτησίας, η διαφυγή στην "Πατριωτική Ζώνη" (εδάφη που ελέγχονταν από τους Ισπανούς πατριώτες) δεν αποτελούσε πρακτική δυνατότητα, παρά μόνο για τους αξιωματούχους με εξασφαλισμένη θέση στην ισπανική κυβερνητική υπηρεσία, ή για νεαρούς άνδρες χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, προσανατολισμένους στο χτίσιμο καριέρας. Συνεπώς, οι Γάλλοι διέθεταν ένα μέσο ελέγχου και επιβολής επί των ισπανικών ιδιοκτητριών τάξεων. Οι εν λόγω τάξεις, ενώ αρνούνταν να υπηρετήσουν υπό τους Γάλλους (σε κάποιες περιπτώσεις και ως κατάσκοποι ή αγγελιοφόροι), αποδέχθηκαν την παρουσία των κατοχικών δυνάμεων και προχωρούσαν περιστασιακά στη σύναψη δεσμών φιλίας με αυτές. Ο Φρανθίσκο Γκόγια, που παρέμεινε στη Μαδρίτη καθόλη τη διάρκεια της γαλλικής κατοχής, ζωγράφισε το πορτραίτο του Ιωσήφ Βοναπάρτη και κατέγραψε τον πόλεμο σε μια σειρά 82 πινάκων ζωγραφικής με το συλλογικό τίτλο Οι Καταστροφές του Πολέμου. Για πολλούς Γάλλους αξιωματικούς, η ζωή μπορούσε να είναι άνετη. Ενδεικτικά, ο Γερμανός Χάινριχ φον Μπραντ - ένας αξιωματικός σε κάποιο από τα πολωνικά συντάγματα των δυνάμεων του Ναπολέοντα που είχε σταθμεύσει στην Αραγωνία μετά την πτώση της Σαραγόσας - έλεγε ότι οι Γάλλοι: δεν ήταν τόσο μισητοί όσο έχει λεχθεί από τότε.
Μεταξύ των φιλελεύθερων, δημοκρατικών και ριζοσπαστικών στοιχείων του ισπανικού και πορτογαλικού λαού προϋπήρχε σημαντική υποστήριξη σε μια γαλλική εισβολή, παρά το γεγονός ότι ο Ναπολέων είχε ήδη από το 1807 εγκαταλείψει πολλές φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες. Πριν την εισβολή, ο όρος αφρανθεσάδο (γαλλόφιλος) συνήθιζε να χαρακτηρίζει όσους υποστήριζαν τον Διαφωτισμό, κοσμικά ιδανικά, και τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Ναπολέων βασιζόταν στην υποστήριξη αυτών των αφρανθεσάδος (πληθ.) τόσο κατά τη διεξαγωγή του πολέμου όσο και στη διοίκηση της χώρας. Αλλά ενώ ο Ναπολέων - μέσω του αδελφού του Ιωσήφ - εκπλήρωσε τις υποσχέσεις του να καταργήσει όλα τα προνόμια των φεουδαρχών και του Κλήρου, οι περισσότεροι Ισπανοί φιλελεύθεροι σύντομα αντιτέθηκαν στη γαλλική κατοχή της χώρας τους εξαιτίας της βίας και σκληρότητας που αυτή ενείχε.
Εμφάνιση του αντάρτικου
Ο Πόλεμος της Ιβηρικής θεωρείται ένας από τους πρώτους πολέμους στην ιστορία της Ανθρωπότητας, στον οποίο σημειώθηκε μεγάλης κλίμακας συστηματικός ανταρτοπόλεμος. Από αυτή δε τη σύγκρουση η αγγλική γλώσσα δανείστηκε τη λέξη για τον ανταρτοπόλεμο (guerilla war). Ο ανταρτοπόλεμος αυτός κόστισε πολύ και στις δύο πλευρές. Πολλοί αντάρτες στην αρχή του πολέμου ήταν άτομα που είτε απέφευγαν το Νόμο ή προσπαθούσαν να πλουτίσουν, ενώ πολλές φορές λήστευαν τους συμπατριώτες τους και τους στρατολογούσαν με τη βία. Αργότερα, οι ισπανικές πατριωτικές αρχές προσπάθησαν να κάνουν τους αντάρτες πιο αξιόπιστους, και πολλοί από αυτούς σχημάτισαν τακτικές στρατιωτικές μονάδες, όπως οι "Κυνηγοί της Ναβάρρα" του Ισπανού στρατηγού Φρανθίσκο Εσπόθ υ Μίνα.
Η ιδέα μετατροπής των ανταρτών σε τακτική δύναμη είχε θετικά και αρνητικά αποτελέσματα. Η αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία απέτρεπε την λιποταξία των ανδρών, όσο όμως πιο πειθαρχημένη ήταν μια στρατιωτική μονάδα, τόσο ευκολότερο ήταν για τα γαλλικά στρατεύματα να την αιχμαλωτίσουν όταν έστηναν ενέδρες ή νικούσαν στο πεδίο της μάχης. Με τον καιρό, κάποιοι ηγέτες των ανταρτών ενώθηκαν με τις στρατιωτικές αρχές για να αποφύγουν να κατηγορηθούν για ποινικές πράξεις, να διατηρήσουν το κύρος τους ως αξιωματικοί του Ισπανικού Στρατού, ή να λάβουν οπλισμό, ιματισμό, και τροφή. Ο αντάρτικος τρόπος πολέμου αποτελούσε για τον Ισπανικό Στρατό την πιο αποτελεσματική του τακτική. Περισσότερο οργανωμένες απόπειρες από τακτικές ισπανικές στρατιωτικές μονάδες να επικρατήσουν των Γάλλων είχαν καταλήξει σε ήττες. Όταν η μάχη είχε χαθεί και οι Ισπανοί στρατιώτες υιοθετούσαν αντάρτικες μεθόδους, καθήλωναν μεγάλους αριθμούς γαλλικών δυνάμεων σε μια ευρεία περιοχή με πολύ μικρότερη σπατάλη ανδρών, ενέργειας και εφοδίων. Σύμφωνα με τον ειδικό Βρετανό συγγραφέα Μάικλ Γκλόβερ (1922-1990): ήταν αυτοί οι αμυδροί θρίαμβοι - μια διμοιρία εξοντωμένη σε μια ενέδρα, ένας αγγελιοφόρος με το μήνυμά του αιχμαλωτισμένος καθώς κάλπαζε στην πεδιάδα - που έκαναν δυνατές τις ορθόδοξες νίκες του Ουέλινγκτον και του αγγλοπορτογαλικού του στρατού και την απελευθέρωση της Πορτογαλίας και της Ισπανίας.
Η μαζική λαϊκή αντίσταση των Ισπανών αποτέλεσε προάγγελο των ολοκληρωτικών πολέμων του 20ου αιώνα και ενέπνευσε παρόμοια αντάρτικα λαϊκά κινήματα από τους Ρώσους και τους Πρώσους. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, όταν λίγα έτη αργότερα η χώρα του απειλήθηκε από τους Γάλλους με εισβολή, είπε στον Γάλλο πρέσβη: Εάν ο Αυτοκράτορας Ναπολέων αποφασίσει να διεξαγάγει πόλεμο, είναι πιθανόν, προφανώς, ότι θα ηττηθούμε ... Αλλά ... οι Ισπανοί έχουν ηττηθεί, αλλά δεν έχουν υποταχθεί, ούτε έχουν παραδοθεί.
Στην Ισπανία και την Πορτογαλία ο πληθυσμός είχε σκληραγωγηθεί στις δυσκολίες, ήταν καχύποπτος απέναντι στους ξένους και εξοικειωμένος σε τρόπους ζωής, όπως π.χ. η ληστεία και το λαθρεμπόριο, που χαρακτηρίζονταν από άσκηση βίας και περιελάμβαναν συνεχείς αψιμαχίες με τις δυνάμεις ασφαλείας. Ο Γάλλος λοχαγός της Μεγάλης Στρατιάς, Ελζεάρ Μπλαζ, έγραφε ότι καθώς οι Ισπανοί ήταν συνηθισμένοι να εξυμνούν τα κατορθώματα των ληστών και λαθρεμπόρων, οι οπλαρχηγοί βρίσκονταν σε ετοιμότητα για να γίνουν αρχηγοί των ανταρτών.
Οι συνέπειες
Ο πόλεμος και η επανάσταση εναντίον του Ναπολέοντα οδήγησαν σε σημαντικές για την εποχή συνταγματικές μεταρρυθμίσεις αλλά και σε οικονομικό και κοινωνικό πλήγμα την Ισπανία και την Πορτογαλία και σημάδεψαν μία περίοδο κοινωνικής αναταραχής, πολιτικής αστάθειας και οικονομικής στασιμότητας. Ακραίοι εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ φιλελεύθερων και απολυταρχικών φατριών κράτησαν στην Ιβηρική μέχρι και το 1850. Οι αναταραχές και οι επαναστάσεις οδήγησαν στην ανεξαρτητοποίηση των περισσότερων ισπανικών αποικιών στην Αμερική καθώς και την ανεξαρτητοποίηση της Βραζιλίας από την Πορτογαλία.