Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (αγγλικά: President of the United States, συντομογραφία: POTUS) είναι ο αρχηγός του Κράτους και της Κυβέρνησης των Η.Π.Α. Κατέχει την εκτελεστική εξουσία μέσω των υπουργών που ο ίδιος διορίζει και απολύει. Επίσης κατέχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. Ο πρόεδρος εκλέγεται έμμεσα από τον λαό μέσω του Εκλογικού Σώματος με τετραετή θητεία και είναι ο ένας εκ των δύο δημοκρατικά εκλεγμένων ομοσπονδιακών ηγετών· ο δεύτερος είναι ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, θεωρείται η ισχυρότερη πολιτική θέση στον κόσμο, καθώς είναι ο ηγέτης της μεγαλύτερης παγκόσμιας υπερδύναμης[1][2][3][4] σήμερα, κάτι που του έδωσε και το προσωνύμιο «πλανητάρχης»[5].
Σύμφωνα με την εικοστή δεύτερη τροποποίηση του συντάγματος, που εγκρίθηκε το 1951, απαγορεύει σε οποιονδήποτε πρόεδρο να εκλεγεί και τρίτη φορά. Εξάλλου ο μόνος πρόεδρος του εκλέχτηκε τέσσερις φορές είναι ο 32ος πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούσβελτ. Την νομοθετική εξουσία κατέχει το Κογκρέσο (Βουλή και Γερουσία) και όχι ο πρόεδρος.
Τον Ιούλιο του 1776, κατά την διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, οι Δεκατρείς Πολιτείες μέσω του Δεύτερου Ηπειρωτικού Συνεδρίου αυτοανακυρήχθηκαν δεκατρία ανεξάρτητα κυρίαρχα κράτη, εκτός Βρετανικής κυριαρχίας. Αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα να συνεργαστούν ενάντια στους Βρετανούς, το Ηπειρωτικό Συνέδριο ταυτόχρονα ξεκίνησε την διαδικασία της σύνταξης ενός συντάγματος το οποίο θα ένωνε τις πολιτείες. Πραγματοποιήθηκαν μακρόχρονες συζητήσεις για έναν μεγάλο αριθμό θεμάτων, συμπεριλαμβανομένων της εκπροσώπησης και των εκλογών καθώς και της ακριβείς δυνάμεις της κεντρικής κυβέρνησης. Τον Νοέμβριο του 1777, το Κογκρέσο τελείωσε την σύνταξη των Άρθρων της Συνομοσπονδίας με σκοπό την ίδρυση μίας διαρκούς ένωσης ανάμεσα στις πολιτείες.[6]
Στα καθήκοντά του, περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι διαπραγματεύσεις για σύναψη διεθνών συνθηκών, η δικαιοδοσία της αρνησικυρίας (βέτο) σε νομοσχέδια, η συγκατάθεσή του σε νομοσχέδια, και η απονομή χάριτος. Επιπλέον, μπορεί να προτείνει και διορίζει ομοσπονδιακούς δικαστές και μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (οι οποίοι βέβαια πρέπει να εγκριθούν και από τη Γερουσία). Επίσης, με τον ίδιο τρόπο, διορίζει τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου των ΗΠΑ και τους πρεσβευτές (μέσω της διαβούλευσης και έγκρισης της Γερουσίας, δηλαδή).[7]
Ο Πρόεδρος, έχει τη δυνατότητα να συγκαλέσει έκτακτες συνεδριάσεις και να αποφασίσει τη διακοπή μιας συνεδρίασης όταν τα δύο σώματα του κογκρέσου (Βουλή και Γερουσία), δεν μπορούν να συμφωνήσουν επί αυτής.
Επιπρόσθετα, ο Πρόεδρος, μπορεί να υπογράφει και να κυβερνά με εκτελεστικά διατάγματα τα οποία έχουν ισχύ νόμου και δεν χρειάζονται έγκριση. Βέβαια, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, μπορεί να ακυρώσει αυτά τα διατάγματα εάν κρίνει ότι είναι αντισυνταγματικά. Συνήθως ο Πρόεδρος επιλέγει τακτικά την "μέθοδο" των εκτελεστικών διαταγμάτων, όταν το Κογκρέσο βρίσκεται στο αντίπαλο κόμμα από αυτό του Προέδρου.
Τέλος, ο Πρόεδρος, μπορεί να διορίσει προσωρινά υψηλόβαθμους αξιωματούχους, χωρίς την έγκριση της Γερουσίας, εάν αυτή έχει διακόψει τις εργασίες της.[8][9]
Όρκος
Πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Πρόεδρος δίνει τον ακόλουθο όρκο επικύρωσης:
(αγγλικά): "I (-name-) do solemnly swear (or affirm) that I will faithfully execute the Office of President of the United States, and will to the best of my Ability, preserve, protect and defend the Constitution of the United States, (So help me God)."[10]
(ελληνικά): «Εγώ (-όνομα-) ορκίζομαι επίσημα (ή επιβεβαιώνω), ότι θα εκτελέσω πιστά το αξίωμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, και θα το κάνω όσο καλύτερα μπορώ, να διατηρήσω, να προστατεύσω και να υπερασπιστώ το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, (Ας με βοηθήσει ο Θεός)».