Στο σύμπλεγμα ανήκουν επίσης οι ύφαλοι Βόρδωνες, που θεωρούνται το απομεινάρι ενός δέκατου νησιού, το οποίο καταποντίστηκε ύστερα από κάποιο σεισμό. Στους Βόρδωνες υπήρχε το βυζαντινό μοναστήρι του Γόρδωνος ή των Αρμενιακών, στο οποίο είχε ταφεί ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ σύμφωνα με μία εκδοχή.
Τα νησιά απέχουν 8 ως 11 μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Τα τέσσερα μεγάλα κατοικούνταν ανέκαθεν, ενώ τον 20ο αιώνα κατοικήθηκε και η Αντιρόβυθος.
Με μόνιμο πληθυσμό μόλις 17.000 (2023), ο δήμος των Πριγκηπονήσων έχει τον μικρότερο πληθυσμό στην Κωνσταντινούπολη και είναι ο μόνος δήμος της πόλης με πληθυσμό κάτω των 100.000 κατοίκων καθώς και ο μόνος του οποίου ο πληθυσμός μειώνεται.
Ιστορικές αναφορές
Τα Πριγκηπόννησα μνημονεύονται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Αριστοτέλη με το όνομα «Χαλκηδόνιοι νήσοι» ή «Δημόνησοι», από το όνομα κάποιου Δημόνησου, ο οποίος πρώτος κατεργάστηκε τον υποθαλάσσιο χαλκό, που ανέσκαπταν στον παρακείμενο βυθό είλωτες εργάτες. Τα νησιά αυτά αποτέλεσαν από ενωρίς τόπο εξόρυξης χαλκού, που ήταν πολύτιμο μετάλλευμα εκείνα τα χρόνια, από αποίκους Μεγαρείς, Αιολείς και Μιλησίους.
Η ονομασία «Δημόνησοι» επιβίωσε για πολλούς αιώνες, αφού έτσι τις αναφέρει ο Ησύχιος ο Μιλήσιος τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην εξόρυξη του κυανού μεταλλεύματος (δηλαδή της γαλαζόπετρας ή θειικού χαλκού) από το βυθό της θάλασσας, κάτι που σημαίνει ότι το κοίτασμα δεν είχε ακόμα εξαντληθεί.
Η σημερινή ονομασία προήλθε από την εποχή που το μεγαλύτερο νησί υπήρξε ιδιοκτησία του βυζαντινού πρίγκηπα Ιουστίνου Κουροπαλάτη, στα 569 μ.Χ., ο οποίος έκτισε και ανάκτορο σε αυτό. Έκτοτε το νησί ονομάστηκε «Νήσος του Πρίγκηπος» και κατ' επέκταση τα γύρω νησιά «Πριγκηπόνησα». Πλήθος πριγκήπων και βυζαντινών αξιωματούχων κατέφευγαν στα ειδυλλιακά αυτά νησιά για ξεκούραση και συλλογισμό.
Οι Οθωμανοί τα αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα κατά καιρούς, όπως:
Kizil adalar (Ερυθρόνησα), από τις κοκκινωπές ανταύγειες των οροσειρών τους.
Papaz adalari (Παπαδονήσια), επειδή τα κατοικούσαν πολλοί καλόγηροι.
Seytan adalari (Διαβολονήσια), μεταφράζοντας κυριολεκτικά το «Δαιμονόνησα», που ήταν παραποίηση του αρχαίου «Δημόνησοι».
Στην καθημερινή ομιλία οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης τα αποκαλούσαν «τα Νησιά», ενώ η σημερινή επίσημη τουρκική ονομασία τους είναι: Istanbul adalari (Τα νησιά της Πόλης).
Μετά την Άλωση
Στη διάρκεια των γεγονότων της Άλωσης, τα Πρικηπόνησα αντιστάθηκαν μάταια στις επιθέσεις των Οθωμανών, με αποτέλεσμα μετά την κατάκτησή τους ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής να πουλήσει τους κατοίκους ως σκλάβους. Στα έρημα νησιά μετέφερε υποχρεωτικά οικογένειες από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Οι νέοι κάτοικοι επωφελήθηκαν από τις φορολογικές απαλλαγές που είχαν τα νησιά και αναπτύχθηκαν γρήγορα. Οι απαλλαγές αυτές προσέλκυσαν κι άλλους χριστιανούς από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να πυκνώσει ο πληθυσμός τους.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία και αργότερα με την εμπορική ναυτιλία συσσωρεύοντας αμύθητα πλούτη. Σταδιακά αποικίστηκαν κι από άλλους Ρωμιούς από τη Νάξο, την Άνδρο, την Κρήτη, τη Χίο κι από άλλα νησιά. Επίσης, από Έλληνες της Μικρασίας του Πόντου και της Θράκης. Αναφέρονται ακόμα Μανιάτες και Τσάκωνες της Πελοποννήσου. Όλοι αυτοί με τον καιρό συγχωνεύτηκαν και οι απόγονοί τους θεωρούσαν πια τον εαυτό τους αυτόχθονα πληθυσμό.
Εκεί μπορούσαν χωρίς κίνδυνο να συζητούν για την προετοιμασία του αγώνα, αν και βρίσκονταν δυο βήματα από την έδρα του Σουλτάνου. Μάλιστα συχνά τηρούνταν πρακτικά από τις συζητήσεις αυτές, τα οποία φυλάσσονταν σε ένα σιναΐτικο μετόχι ως το 1940 που τα πέταξαν αδαείς επίτροποι της μονής.
Το 1894 ταλαιπωρήθηκαν από έναν μεγάλο σεισμό, αλλά σύντομα ανέκαμψαν. Πολλές σημαντικές οικογένειες της Πόλης προέρχονταν από εδώ ή είχαν τα εξοχικά τους: Καραθεοδωρή, Υψηλάντη, Σκυλίτση, Μαυρογένη κλπ. Την εποχή αυτή αριθμούσαν 10.250 μόνιμους Έλληνες κατοίκους.
Ο 20ός αιώνας
Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με πολλά δεινά για τους κατοίκους των Νησιών. Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, η υποχρεωτική στρατολόγηση των φτωχότερων κατοίκων, η κατάληψη των κοινοτικών κτιρίων (σχολών, ορφανοτροφείων κλπ) από Τούρκους στρατιωτικούς και η εγκατάσταση στρατευμάτων διαφόρων χωρών επέφερε μεγάλες καταστροφές και απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό.
Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με την μικρασιατική καταστροφή του 1922 πάγωσε το ελληνικό στοιχείο που απέμεινε στην Τουρκία και φυσικά στα Πριγκηπόνησα. Ως το 1955 υπήρξε μια περίοδος ηρεμίας. Το πογκρόμ των ελληνικών περιουσιών της Πόλης που συνέβη τότε σήμανε την αρχή του τέλους, ενώ ακολούθησαν οι απελάσεις του 1964. Η αίσθηση ανασφάλειας των υπολοίπων κατοίκων, τους οδήγησε σε σταδιακή αναχώρηση, συχνά χωρίς τη διασφάλιση της ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας τους. Τη θέση τους πήραν άνθρωποι από τα βάθη της Μικράς Ασίας, κυρίως μουσουλμάνοι Τούρκοι, Κούρδοι και Λαζοί. Σήμερα από τους 17.000 μόνιμους κατοίκους, ελάχιστοι είναι Έλληνες.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τα Πριγκηπόννησα είναι δημοφιλής εκδρομικός προορισμός από την Κωνσταντινούπολη. Μπορεί κανείς να πάει εκεί με τακτική ακτοπλοϊκή συγκοινωνία από τα βασικά πορθμεία της Πόλης (Bostancı, Kartal, Sirkeci/Eminönü, Kabataş και Yenikapı). Στα νησιά δεν υπάρχουν αυτοκίνητα και δρόμοι και οι συγκοινωνίες γίνονται με παραδοσιακές άμαξες και ποδήλατα. Το γεγονός αυτό δίνει έναν πρόσθετο τόνο παράδοσης και ηρεμίας στην περιοχή.
Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα Πριγκηπόννησα υπήρξαν τόπος εξορίας για Αυτοκράτορες και Πατριάρχες. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με Οθωμανούς Σουλτάνους. Ο πληθυσμός των νησιών στο παρελθόν αποτελούνταν από σημαντικότατο αριθμό Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, οι οποίοι είτε έμεναν εκεί μονίμως ή είχαν παραθεριστικές κατοικίες. Σταδιακά, όπως και στην υπόλοιπη Κωνσταντινούπολη, η πληθυσμιακή αυτή σύνθεση αλλοιώθηκε, καθώς τα Πριγκηπόννησα επελέγησαν από πολλούς πλούσιους Τούρκους ως τόπος διαμονής. Έτσι χτίστηκαν ακριβές επαύλεις και τα νησιά απέκτησαν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
Παρά ταύτα, το πέρασμα των μειονοτήτων είναι εμφανές ακόμη και σήμερα. Σημαντικού ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου στην Πρίγκηπο και η Μονή της Αγίας Τριάδας στη Χάλκη, στην οποία στεγαζόταν και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Σήμερα οι Έλληνες στα Πριγκηπόννησα μετριούνται σε 980 άτομα αποτελώντας την τρίτη πολυπληθέστερη κοινότητα της Πόλης, που κατανέμονται: