Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Το πρότυπο τοποθετήθηκε χωρίς ημερομηνία. Για τη σημερινή ημερομηνία χρησιμοποιήστε: {{χωρίς παραπομπές|3|01|2025}}
Στην πολιτική γεωγραφία ως περίκλειστον έδαφος (ενκλάβιο) ορίζεται ένα τμήμα γης που περιβάλλεται από εδάφη μιας ξένης χώρας.
Η λέξη enclave που μεταφράζεται ως περίκλειστον έδαφος εμφανίστηκε στη γλώσσα της διπλωματίας μάλλον αργά στην Αγγλική, το 1868, προερχόμενη από τη Γαλλική, την lingua franca της διπλωματίας, με νόημα κληροδοτημένο από την ύστερη λατινική λέξηinclavatus που σημαίνει «κλειδωμένος μέσα». Το αντίθετο του περίκλειστου εδάφους είναι το αποσπασμένο έδαφος ή αποσπασμένο τμήμα κράτους (αγγλ. exclave και εξελληνισμένα εξκλάβιο).
Τα περίκλειστα εδάφη (ενκλάβια) δημιουργούνται για διάφορους ιστορικούς, πολιτικούς και γεωγραφικούς ή γεωφυσικούς λόγους. Ορισμένες περιοχές, για παράδειγμα, ορίστηκαν ως περικλειστα εδάφη εξαιτίας της αλλαγής της κοίτης ποταμών.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι δημιουργούνται διάφορα προβλήματα και απαιτούνται πολύπλοκοι διακανονισμοί σε ζητήματα επικοινωνίας, ενέργειας και διέλευσης, ο αριθμός των περίκλειστων εδαφών διαρκώς μειώνεται. Από την άλλη πολλά αποσπασμένα εδάφη (εξκλάβια) κρατών σήμερα χαρακτηρίζονται για τα κινήματα ανεξαρτησίας τους, ιδιαίτερα αν βρίσκονται μακράν του μητροπολιτικού εδάφους.