Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 23/07/2023.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 23/07/2023.
Σε ηλικία 20 ετών, έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, για να δουλέψει κοντά σε συμπατριώτες του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα σχημάτισε το πρώτο του κεφάλαιο και αναχώρησε για τη Ρουμανία, ακολουθώντας τα βήματα πολλών Ελλήνων, που έφταναν μαζικά στη χώρα αυτή, η οποία πρόσφερε μεγάλες ευκαιρίες για πλουτισμό.
Ασχολήθηκε με το εμπόριο σιτηρών και την καλλιέργεια μεγάλων κτημάτων. Ενδιαφέρθηκε για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και διετέλεσε σύμβουλος του βασιλιά Καρόλου Α΄ της Ρουμανίας σε αγροτικά θέματα, ο οποίος τον παρασημοφόρησε για την προσφορά του. Λίγο πριν την αναχώρησή του για την Ελλάδα το 1899, δημιούργησε ένα Ίδρυμα Προικοδοτήσεως για τις κόρες των Ρουμάνων χωρικών στα κτήματα τα οποία μίσθωνε κοντά στην πόλη Καλαράσι. Το ίδρυμα αυτό αναγνωρίστηκε το 1900 από τα Ρουμανικά Νομοθετικά Σώματα, τα οποία εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους προς το πρόσωπο του ευεργέτη. Ανήγειρε επίσης το 1899 την Ελληνική Εκκλησία στο Βουκουρέστι, εκπληρώνοντας πάγιο αίτημα της εκεί ελληνικής κοινότητας. Ο ναός αυτός, αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, είναι νεοκλασικού ρυθμού και συνδυάζει αρχαιοελληνική αρχιτεκτονική εξωτερικά και βυζαντινή εσωτερικά, συμβολίζοντας, κατά την επιθυμία του ιδρυτή του, τη διαχρονικότητα του ελληνικού πολιτισμού.[3]
Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, στο Μέγαρο Χαροκόπου, το οποίο πούλησε το 1910 στον Εμμανουήλ Μπενάκη - στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Μπενάκη). Αγόρασε πέντε τσιφλίκια στη Θεσσαλία, Καλογρηανά και Μάρκο Καρδίτσας, Πολυνέρι Φαρσάλων, Δασοχώρι και Γιάννουλη Λάρισας, όπου σώζεται και το κονάκι ή "Πύργος του Χαροκόπου" έργο του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά (το επισκεπτόταν συχνά η Μελίνα Μερκούρη, μετά τον γάμο της με τον Παναγή Σπ. Χαροκόπο, ανιψιό του βιογραφούμενου). Ο Παναγής Α. Χαροκόπος ασχολήθηκε με τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και ενδιαφέρθηκε για τη λύση του αγροτικού ζητήματος. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος και μέλος του Δ.Σ. της Λαϊκής Τράπεζας, καθώς και μέλος του Δ.Σ. της Εθνικής. Το 1910 αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική και στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας με το κόμμα των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Ο Παναγής Α. Χαροκόπος ανέπτυξε πλούσια κοινωφελή δραστηριότητα. Συνέστησε ιδρύματα και κληροδοτήματα στην Αθήνα (Χαροκόπειος Σχολή), στην Κεφαλονιά (Χαροκόπειο Εργαστήριο, Προικώο Ίδρυμα) και στη Θεσσαλία (Πρακτική Γεωργική Σχολή στα Φάρσαλα, Πανθεσσαλικές Γεωργικές Εκθέσεις) και πραγματοποίησε δωρεές προς ήδη υπάρχοντα ιδρύματα, στη Γεωργική Εταιρεία και στη Βιοτεχνική Εταιρεία, στην Πολυκλινική Αθηνών και στον Οίκο Τυφλών. Τα κληροδοτήματα αυτά υλοποιήθηκαν μετά τον θάνατό του από τον αδελφό του Σπυρίδωνα Χαροκόπο (1848- 1933), γενικό κληρονόμο και εκτελεστή της διαθήκης του.
Ο Χαροκόπος συνέβαλε στην ανάπτυξη τομέων της εκπαίδευσης που υστερούσαν, ειδικότερα στη γυναικεία και στην τεχνική- επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και στον εκσυγχρονισμό της γεωργίας και της βιοτεχνίας/ βιομηχανίας. Για την προσφορά του, παρασημοφορήθηκε από τον βασιλιά της Ελλάδας, Γεώργιο Α'. Κύριο έργο του υπήρξε η ίδρυση της Χαροκοπείου Σχολής, η οποία είχε ως αντικείμενο τη γυναικεία εκπαίδευση και ειδικότερα την παροχή θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων σχετικά με τη διεύθυνση του οίκου και τη διαχείριση της καθημερινής ζωής, έναν τομέα που γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Αμερική από τον 19ο αιώνα. Ο Χαροκόπος αγόρασε το 1906 οικόπεδο 20 στρεμμάτων στην Καλλιθέα και δραστηριοποιήθηκε με ζήλο για την ίδρυση μιας σχολής κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ανέθεσε τον σχεδιασμό του κτηριακού συγκροτήματος στον διακεκριμένο αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά, συμβουλεύθηκε γνωστούς παιδαγωγούς της εποχής, όπως τον Αριστοτέλη Κουρτίδη, καθηγητή του Αρσακείου και τον Γεώργιο Δροσίνη, ποιητή και γενικό επιθεωρητή δημοτικής εκπαίδευσης, και έλαβε υπόψη του τα σχετικά καταστατικά αντιστοίχων ευρωπαϊκών σχολών. Ο θεμέλιος λίθος της Χαροκοπείου Σχολής τέθηκε το 1915 από τη βασίλισσα Σοφία και η ανέγερσή της περατώθηκε το 1920. Η σχολή ξεκίνησε να λειτουργεί το 1929 και είχε ως αντικείμενο τη μόρφωση εκπαιδευτικού προσωπικού ειδικευμένου στην Οικιακή Οικονομία. Το 1981 η κόρη του Σπυρίδωνος Χαροκόπου, Ευανθία Χαροκόπου- Πετρούτση, συνέστησε το «Ίδρυμα Σπύρου Χαροκόπου και Ευανθίας Χαροκόπου- Πετρούτση με στόχο την υποστήριξη της σχολής, η οποία λειτούργησε έως το 1990. Στη θέση της ιδρύθηκε το 1990 το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, που αποτελεί το 18ο - με χρονολογική σειρά- Ελληνικό Πανεπιστήμιο.[4]