Ο όρος παλίσανδρος ή σπανιότερα ροδόξυλο (αγγλ.rosewood) αναφέρεται σε αριθμό τροπικών ειδώνξύλου που έχουν πλούσια απόχρωση, συχνότερα καστανή προς κοκκινωπή με πιο σκούρες φλέβες και απαντώνται σε πολλούς όμορφους χρωματισμούς και ιδιαίτερη σχεδίαση.[1]
Γενικά
Όλοι οι γνήσιοι παλίσανδροι ανήκουν στο γένοςDalbergia. Το είδος εκείνο που κατεξοχήν ως ροδόξυλο εκτιμάται μέγιστα στο δυτικό κόσμο είναι το ξύλο του είδους Dalbergia nigra. Είναι περισσότερο γνωστό στο εμπόριο ως «βραζιλιάνικος παλίσανδρος». Το ξύλο αυτό έχει έντονη γλυκιά μυρωδιά, η οποία διατηρείται για πολλά χρόνια.[2]
Ένα άλλο κλασικό ροδόξυλο προέρχεται από το είδοςDalbergia latifolia, γνωστό και ως ινδική τριανταφυλλιά ή sonokeling στην Ινδονησία. Είναι επίσης εγγενές στην Ινδία, ενώ καλλιεργείται και σε δασικές φυτείες στο Πακιστάν.
Ο παλίσανδρος της Μαδαγασκάρης (Dalbergia maritima), γνωστός ως bois de rose, εκτιμάται ιδιαίτερα στην αγορά για το κόκκινο χρώμα του. Τα δάση του ωστόσο υφίστανται υπερεκμετάλλευση, παρά το μορατόριουμ που ετέθη το έτος 2010 στο εμπόριο και την παράνομη υλοτομία, το οποίο παρόλαυτα συνεχίζεται σε μεγάλη κλίμακα.[3]
Σε όλη τη νοτιοανατολική Ασία, το είδος Dalbergia oliveri συλλέγεται επίσης για χρήση στην ξυλουργική. Είναι πολύ αρωματικό και με "πυκνά" νερά κοντά στην εντεριώνη του κορμού, αλλά το εξωτερικό μέρος του, το σομφό, είναι μαλακό και πορώδες. Το είδος Dalbergia cultrata,[4] με διαφοροποιημένο μπορντό χρώμα, ως ανοιχτό καφετί, είναι είδος μαυρόξυλου που πωλείται με την εμπορική ονομασία, ροδόξυλο Βιρμανίας. Τα προϊόντα που κατασκευάζονται με επεξεργασμένα ξύλα με βάση το ροδόξυλο πωλούνται ως «μαλαισιανή τριανταφυλλιά» ή ως D. oliveri.
Ένα άλλο είδος ροδόξυλου προέρχεται από το Dalbergia retusa και είναι γνωστό και ως «τριανταφυλλιά της Νικαράγουας» ή ως Cocobolo. Αρκετά είδη είναι γνωστά ως ροδόξυλα της Γουατεμάλας ή του Παναμά: λ.χ. D. tucerencis, D. tucarensis και D. cubiquitzensis.[5][6] Επίσης υπάρχει και το ροδόξυλο Ονδούρας: το είδος D. stevensonii που χρησιμοποιείται για πλήκτρα μαρίμπας, τμήματα κιθάρας, κλαρινέτα και άλλες μουσικές εφαρμογές.[7]
Χρήσεις
Όλα τα ροδόξυλα είναι στιβαρά και βαριά είδη, επιδέχονται εξαιρετική στίλβωση και είναι κατάλληλα για κιθάρες (βλ. λ.χ. ταστιέρες στις ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες που συχνά είναι κατασκευασμένες από ροδόξυλο), μαρίμπας, συσκευές εγγραφής, τορνευτικά (λ.χ. μπιλιάρδο, στυλό, μαύρα κομμάτια σε σετ σκακιού), λαβές, έπιπλα και δάπεδα πολυτελείας.
Το φυσικό έλαιο αυτό του είδους, που χρησιμοποιείται στα αρώματα, εξάγεται από το είδος Aniba rosaeodor, το οποίο δεν σχετίζεται με τα γνήσια είδη παλίσανδρου, που αξιοποιούνται για την ξυλεία τους. Το γνήσιο ροδόξυλο χρησιμοποιείται επίσης και για βραχιόλια[8] και περιδέραια.
Είδος προς εξαφάνιση
Τα παγκόσμια αποθέματα του είδους είναι πλέον φτωχά εξαιτίας της υπερεκμετάλλευσης των δασών, ενώ σχεδόν όλα τα είδη του γένους αυτού προστατεύονται πλέον παγκοσμίως (CITES) και απαγορεύεται το εμπόριον αυτών.
Στις συνεδριάσεις του Οργανισμού CITES το 2013, το 2016 και το 2019, καταγράφηκαν πρόσθετα είδη του γένους αυτού για προστασία, προκαλώντας έκρηξη της αγοράς στην Κίνα.[9][10]
↑Zhu, Annah Lake (January 2, 2020). «China's Rosewood Boom: A Cultural Fix to Capital Overaccumulation». Annals of the American Association of Geographers110 (1): 277–296. doi:10.1080/24694452.2019.1613955.