Ο Οσάμου Σιμομούρα (ιαπωνικά: 下村 脩, Shimomura Osamu, 27 Αυγούστου 1928 - 19 Οκτωβρίου 2018[6]) ήταν Ιάπωνας οργανικός χημικός και θαλάσσιος βιολόγος, ομότιμος καθηγητής στο Θαλάσσιο Βιολογικό Εργαστήριο (MBL) στο Γουντς Χόλε της Μασαχουσέτης και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης. Του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 2008 για την ανακάλυψη και την ανάπτυξη της πράσινης φθορίζουσας πρωτεΐνης (GFP) μαζί με δύο Αμερικανούς επιστήμονες: Μάρτιν Τσάλφι του Πανεπιστημίου Κολούμπια και Ρότζερ Τσιέν του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Ντιέγκο[7].
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Φουκουτσιγιάμα του Κιότο το 1928, ο Σιμομούρα μεγάλωσε στο Μαντσουκούο (Μαντζουρία, Κίνα) και στην Οσάκα της Ιαπωνίας, ενώ ο πατέρας του υπηρετούσε ως αξιωματικός στον αυτοκρατορικό ιαπωνικό στρατό. Στη συνέχεια, η οικογένειά του μετακόμισε στην Ισαχάγια του Ναγκασάκι[8], 25 χιλιόμετρα από το επίκεντρο του ατομικού βομβαρδισμού της πόλης τον Αύγουστο του 1945. Θυμάται ότι άκουσε, ως 16χρονο αγόρι, το βομβαρδιστικό αεροπλάνο Μπόκσαρ πριν την έκρηξη της ατομικής βόμβας[9]. Η λάμψη της έκρηξης τύφλωσε τον Σιμομούρα για περίπου τριάντα δευτερόλεπτα, ενώ αργότερα βρέθηκε μούσκεμα από τη "μαύρη βροχή" που έπεσε από τη βόμβα[10]. Ξεπέρασε μεγάλες δυσκολίες τα 11 χρόνια που ακολούθησαν προκειμένου να σπουδάσει και να επιτύχει ακαδημαϊκή επιτυχία.[8]
Οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες του Σιμομούρα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες στην κατεστραμμένη, μεταπολεμική Ιαπωνία. Παρόλο που αργότερα θυμήθηκε ότι δεν είχε κανένα ενδιαφέρον για το αντικείμενο,[9] γράφτηκε στο Κολέγιο Φαρμακευτικών Επιστημών του Ιατρικού Κολλεγίου του Ναγκασάκι (σήμερα Σχολή Φαρμακευτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Ναγκασάκι).[11] Η πανεπιστημιούπολη του Ιατρικού Κολλεγίου είχε καταστραφεί εντελώς από την έκρηξη της ατομικής βόμβας, αναγκάζοντας τη φαρμακευτική σχολή να μεταφερθεί σε μια προσωρινή πανεπιστημιούπολη κοντά στο σπίτι του Σιμομούρα. Αυτή η κοντινή απόσταση ήταν η αιτία για την έναρξη των σπουδών και της καριέρας που τελικά θα τον οδηγούσε σε απρόβλεπτες ανταμοιβές.[9] Ο Σιμομούρα έλαβε πτυχίο φαρμακευτικής το 1951 και παρέμεινε ως βοηθός εργαστηρίου έως και το 1955[9].
Ο μέντορας του Σιμομούρα στο Ναγκασάκι τον βοήθησε να βρει δουλειά ως βοηθός του καθηγητή Γιοσιμάσα Χιράτα στο Πανεπιστήμιο της Ναγκόγια το 1956.[11] Ενώ εργαζόταν για τον καθηγητή Χιράτα, έλαβε μεταπτυχιακό δίπλωμα στην οργανική χημεία το 1958 και, πριν φύγει από την Ιαπωνία για να διοριστεί στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, πήρε διδακτορικό δίπλωμα στην οργανική χημεία. Διδακτορικό στην οργανική χημεία το 1960 στο Πανεπιστήμιο Ναγκόγια.[12][13] Στο Ναγκόγια, ο Χιράτα ανέθεσε στον Σιμομούρα το δύσκολο έργο να προσδιορίσει τι έκανε τα θρυμματισμένα υπολείμματα ενός είδους καρκινοειδούς (Jp. umi-hotaru, κατά λέξη "θαλάσσια πυγολαμπίδα", Vargula hilgendorfii) να λάμπουν όταν βρέχονταν με νερό. Η αποστολή αυτή οδήγησε τον Σιμομούρα στην επιτυχή ταυτοποίηση της πρωτεΐνης που προκαλεί το φαινόμενο και δημοσίευσε τα προκαταρκτικά ευρήματα στο Δελτίο της Χημικής Εταιρείας της Ιαπωνίας σε μια εργασία με τίτλο "Crystalline Cypridina luciferin". Το άρθρο τράβηξε την προσοχή του καθηγητή Φρανκ Τζόνσον του Πανεπιστημίου Πρίνστον και ο Τζόνσον προσέλαβε με επιτυχία τον Σιμομούρα για να συνεργαστεί μαζί του το 1960.
Επιστημονικά επιτεύγματα
Ο Σιμομούρα εργάστηκε στο τμήμα βιολογίας του Πρίνστον για τον καθηγητή Τζόνσον για τη μελέτη της βιοφωταύγειας μέδουσας Aequorea victoria, την οποία συνέλεξαν κατά τη διάρκεια πολλών καλοκαιριών στα εργαστήρια Friday Harbor του Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον[14]. Το 1962, το έργο τους κορυφώθηκε με την ανακάλυψη των πρωτεϊνών aequorin και πράσινης φθορίζουσας πρωτεΐνης (GFP) στην A. victoria[15]. Για το έργο αυτό, του απονεμήθηκε το ένα τρίτο του βραβείου Νόμπελ Χημείας το 2008.
Οικογένεια
Η σύζυγός του, η Ακέμι, την οποία ο Σιμομούρα γνώρισε στο Πανεπιστήμιο του Ναγκασάκι, είναι επίσης χημικός της οργανικής χημείας και ήταν συνεργάτης στις ερευνητικές του δραστηριότητες. Ο γιος τους, ο Τσουτόμου Σιμομούρα, είναι ειδικός στην ασφάλεια υπολογιστών και συμμετείχε στη σύλληψη του Κέβιν Μίτνικ. Η κόρη τους, η Σασί Σιμομούρα, είναι διευθύντρια Προπτυχιακών Σπουδών του Αγγλικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Βιρτζίνια Κοινοπολιτείας και συγγραφέας του βιβλίου Odd Bodies and Visible Ends in Medieval Literature.
Τιμές
2004 - Βραβείο Pearse, Βασιλική Μικροσκοπική Εταιρεία[16]