Η παρακάτω περίληψη πλοκής του έργου που αφορά το λήμμα είναι ημιτελής.Μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα ώστε να περιλαμβάνει την πλήρη πλοκή του έργου (συμπεριλαμβανομένου του τέλους) ώστε να δίνει εγκυκλοπαιδική αξία στο λήμμα. Η Βικιπαίδεια δεν είναι κατάλογος πωλήσεων ή ενοικιάσεων βιβλίων ή ταινιών ώστε να περιλαμβάνει μόνο τις πληροφορίες από το οπισθόφυλλο ή τη συσκευασία ενός έργου.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, τρεις άνδρες φυγοδικούν. Σκοτώνουν έναν πλούσιο αγρότη που είχε προδώσει τον ένα από αυτούς, τον Πέτρο Καζάκο, του παίρνουν τα λεφτά και εξαναγκάζουν τη γυναίκα του να τους ακολουθήσει για να μην τους προδώσει. Ο δεύτερος από την παρέα των τριών είναι ο επαναστάτης Κοσμάς, ο οποίος παραδέχεται ότι έχει καταστρέψει τη ζωή του και θέλει απλώς είναι να μείνει στην ησυχία του. Ο τρίτος, ο νεαρός αγρότης Αργύρης, ο οποίος σκότωσε τον αδελφό του για κτηματικές διαφορές. Όταν οι τρεις φυγάδες ανακαλύπτουν ότι τους έχει περικυκλώσει η χωροφυλακή, αποφασίζουν να κατέβουν από το βουνό προς τη θάλασσα με σκοπό να περάσουν στην απέναντι όχθη. Όταν ξεμένουν από νερό, οι φυγάδες χάνουν το κουράγιο τους και αρχίζουν να γίνονται καχύποπτοι ο ένας για τον άλλον. Όταν συναντούν μια ομάδα περιπλανώμενων μουσικών, αυτοί τους αναγνωρίζουν κι έτσι, όταν τελικά βρίσκουν ένα καΐκι, είναι πολύ αργά για να δραπετεύσουν, καθώς είναι περικυκλωμένοι από χωροφύλακες. Ο Κοσμάς προτείνει στον Πέτρο να πάρει το κορίτσι και να φύγουν, ενώ ο ίδιος μένει πίσω και σκοτώνεται, δίνοντας έτσι στους υπόλοιπους ευκαιρία να γλιτώσουν.
Στην ταινία υπάρχει μία σκηνή όπου ένας από τους παράνομους σκοτώνεται από τους χωροφύλακες καθώς τρέχει προς το μέρος τους με σκοπό να παραδοθεί. Η λογοκρισία της εποχής έκρινε πως η σκηνή αυτή έθιγε την εικόνα της χωροφυλακής και τη συνέπειά της. Ζητήθηκε από τον Κούνδουρο να την αφαιρέσει, εκείνος όμως αρνήθηκε και τελικά η ταινία μία εβδομάδα μετά την προβολή της απαγορεύθηκε.[4][5]
Ο Νίκος Κούνδουρος είχε πει για την ταινία:
«Οι παράνομοι είναι η ταινία της οργής. Η αντίσταση είχε πνιγεί, οι τρόποι έκφρασης των αγωνιστών είχαν καταργηθεί κάτω από τη βία ενός αστυνομικού κράτους. Θέλησα να αποτίσω ένα φόρο τιμής στον αντάρτη των βουνών, στον ταπεινωμένο στον εξευτελισμένο, στον αγνοημένο, στην καλύτερη περίπτωση, Έλληνα, που κράτησε ψηλά τη Ρωμιοσύνη». [6]
Η ταινία κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 14 Μαΐου 1958. [7] Συμμετείχε στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1959, όπου έλαβε θετικά σχόλια από κριτικούς και κοινό, ενώ την επόμενη χρονιά προβλήθηκε από το BBC. [8] Από κριτική του Μάριου Πλωρίτη στην εφημερίδα Ελευθερία:
«Το μεγαλύτερο χάρισμα του Νίκου Κούνδουρου είναι η πλαστική κινηματογραφική ματιά του… Και στην ταινία ετούτη, περισσότερο από κάθε άλλην, η Εικόνα είναι το μεγαλύτερο στοιχείο Ενεργητικού…Παρασύρεται πολύ συχνά από την Εικόνα και παραμελεί το δράμα. Κι ωστόσο, μ’ όλα τα ελαττώματά τους οι Παράνομοι έχουν (εκτός από οπτικές) και αρετές που δικαιώνουν την πεποίθησή μας ότι ο Κούνδουρος είναι από τους ελάχιστους προικισμένους σκηνοθέτες μας». [9]
↑Εξάρχου, Καλλιόπη (2021). Δωσίλογοι και μαυραγορίτες στον ελληνικό κινηματογράφο από τη δεκαετία του 1940 έως και τη δεκαετία του 1970. Αθήνα: ΕΑΠ. σελ. 44.
Τριανταφυλλίδης, Ιάσων (2000). Ταινίες για Φίλημα: Ένα αφιέρωμα στον Φιλοποιμένα Φίνο και τις ταινίες του. Αθήνα: Εξάντας εκδοτική. σελ. 323. ISBN9789602564561.
Γιώργος Ανδρίτσος, Η κατοχή και η αντίσταση στον Ελληνικό κινηματογράφο 1945-1966, εκδ.Αιγόκερως, Αθήνα, 2004