Στις επιστήμες βιοχημείας και διατροφής, το μονοακόρεστο λιπαρό οξύ (ή απλούστερα μονοακόρεστο λίπος) είναι λιπαρό οξύ που στην υδρογονανθρακική αλυσίδα έχει έναν διπλό δεσμό ενώ όλοι οι υπόλοιποι δεσμοί μεταξύ των ατόμων άνθρακα είναι απλοί ομοιοπολικοί. Τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, από την άλλη, έχουν περισσότερους από έναν διπλούς δεσμούς.
Μοριακή περιγραφή
Τα λιπαρά οξέα είναι μακριά μόρια μορφής αλυσίδας και έχουν μια αλκυλική ομάδα στο ένα άκρο και ένα καρβοξυλικό οξύ στο άλλο άκρο. Το ιξώδες και η θερμοκρασία τήξης είναι υψηλότερα στα μόρια με μικρότερη ακορεστότητα, επομένως τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα έχουν υψηλότερο σημείο τήξης από τα πολυακόρεστα και χαμηλότερο από τα κορεσμένα. Τα μονοακόρεστα λιπαρά είναι υγρά σε θερμοκρασία δωματίου και ημιστερεά ή στερεά στο ψυγείο με ισοτοπική δομή πλέγματος.
Παραδείγματα μονοακόρεστων λιπαρών οξέων αποτελούν το παλμιτελαϊκό οξύ (16:1 n−7) και το ελαϊκό οξύ (18:1 n−9). Το παλμιτελαϊκό οξύ έχει 16 άτομα άνθρακα, με τον πρώτο διπλό δεσμό στο 7ο άτομο άνθρακα από την μεθυλική ομάδα (και 9 άνθρακες απόσταση από το καρβοξυλικό άκρο). Το ελαϊκό οξύ έχει 18 άτομα άνθρακα, με τον πρώτο διπλό δεσμό στο μέσο της ανθρακικής αλυσίδας, στο 9ο άτομο άνθρακα. Ακολουθούν οι δισδιάστατες και τρισδιάστατες απεικονίσεις του ελαϊκού οξέος:
Λίστα μονοακόρεστων λιπών
Κοινή ονομασία
|
Ονομασία λιπιδίου
|
Χημική ονομασία
|
Μυριστελαϊκό οξύ
|
14:1 (n-5)
|
cis-δεκατέτρ-9-ενοϊκό οξύ
|
Παλμιτελαϊκό οξύ
|
16:1 (n-7)
|
cis-δεκαεξ-9-ενοϊκό οξύ
|
Ελαϊκό οξύ
|
18:1 (n-9)
|
cis-Δεκαοκτα-9-ενοϊκό οξύ
|
Ελαϊδικό οξύ (trans-ελαϊκό οξύ)
|
18:1 (n-9)
|
trans-Δεκαοκτα-9-ενοϊκό οξύ
|
Ερουκικό οξύ
|
22:1 (n-9)
|
cis-Εικοσάδυ-13-ενοϊκό οξύ
|
Υγεία
Τα μονοακόρεστα λιπαρά προστατεύουν από τα καρδιαγγειακά νοσήματα, αυξάνουν τη ρευστότητα των μεμβρανών, αλλά είναι πιο ευάλωτα σε λιπιδική υπεροξείδωση (τάγγισμα). Η μελέτη KANWU έδειξε ότι η αυξημένη πρόσληψη μονοακόρεστων λιπαρών και η μείωση στην πρόσληψη κορεσμένων λιπών μπορεί να βελτιώσει την ευαισθησία στην ινσουλίνη, αλλά μόνο εάν η ολική πρόσληψη λίπους είναι χαμηλή (< 37E%).[1] Ωστόσο, ορισμένα μονοακόρεστα λίπη προκαλούν αντίσταση στην ινσουλίνη, από την οποία προστατεύουν τα πολυακόρεστα λιπαρά.[2][3] Μελέτες έχουν δείξει ότι η διατροφική αντικατάσταση των κορεσμένων λιπών με μονοακόρεστα λιπαρά συσχετίζεται με αύξηση στην ενεργειακή δαπάνη εξίσου κατά τις καθημερινές φυσικές δραστηριότητες και τις περιόδους ανάπαυσης. Αυξημένη σωματική δραστηριότητα σχετίζεται περισσότερο με δίαιτα πλούσια σε ελαϊκό οξύ παρά σε παλμιτικό οξύ. Από τη μελέτη προέκυψε ότι τα μονοακόρεστα λίπη περιορίζουν τα αισθήματα θυμού και την ευερεθιστότητα.[4]
Τα μονοακόρεστα λίπη των τροφίμων μειώνουν τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL, "κακή" χοληστερόλη),[5] ενώ πιθανά αυξάνουν τα επίπεδα της λιποπρωτεΐνης υψηλής πυκνότητας (HDL, "καλή" χοληστερόλη).[6]
Διατροφικές πηγές
Τα μονοακόρεστα λίπη βρίσκονται σε: κρέατα, πλήρες γάλα και τα προϊόντα του, ξηρούς καρπούς και λιπαρά φρούτα όπως οι ελιές και το αβοκάντο. Το ελαιόλαδο περιέχει 75% μονοακόρεστα λιπαρά.[7][8]
Βιβλιογραφία