Ο Τσουγκαράκης αναφέρει ότι το χωριό κτίστηκε κατά τη β΄βυζαντινή περίοδο, μαζί με το κάστρο στο λόφο προς βορρά, και το ναό του Αγίου Νικολάου. Ο Στέργιος Σπανάκης αναφέρει ότι το κάστρο κατέλαβαν κατά την επανάσταση των δύο Συβρίτων οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί, μέχρι το 1236, οπότε και πέρασε με συνθήκη στους Βενετούς.[2]
Ο Στέργιος Σπανάκης αναφέρει ότι το όνομα του χωριού ότι μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη σελί, η οποία στην Κρήτη αναφέρεται στον αυχένα ανάμεσα σε δύο βουνά. Ο Ρόμπερτ Πάσλεϊ αναφέρει ότι το όνομα προέρχεται από τη φράση Άη Κυρικού σάλια. Το χωριό αν και αναφέρεται ως τοπωνύμιο από τον Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα στον κώδικα με τον κατάλογο των χωριών το 1629, ως Cyriacosell, δεν αναφέρεται στην απογραφή του 1630. Το χωριό αναφέρεται επίσης στο χρονικό του Αντόνιο Τριβάν. Στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 αναφέρεται ως Kyriacusalia με αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό, 6 οικογένειες.[1]
Το 1881 ανήκε στον δήμο Φρε και σύμφωνα με την απογραφή είχε αμιγώς χριστιανικό πληθυσμό, με 60 κατοίκους. Στην απογραφή του 1900 είχε 59 κατοίκους και ανήκε στον ίδιο δήμο. Το 1920 ανήκε στον αγροτικό δήμο Ράμνης.[1] Τα Κυριακοσέλια το 1925 προσαρτήθηκαν στην κοινότητα Ράμνης μέχρι την Καποδιστριακή διοικητική διαίρεση το 1997, όταν προσαρτήθηκαν στον δήμο Αρμένων.[3]
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι κάτοικοι του χωριού φρόντιζαν να κρύβουν στην περιοχή Αυστραλούς τραυματίες.[4]
Απογραφές πληθυσμού
Αναλυτικά η δημογραφική πορεία του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές:
O ναός του Αγίου Νικολάου κοντά στο χωριό χρονολογείται από τη βυζαντινή εποχή. Κτίστηκε αρχικά τον 11ο αιώνα μ.Χ., ως μονόχωρος καμαρόσκεπος. Τον 13ο αιώνα η μορφή του άλλαξε σε σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο. Τον 20ό αιώνα προστέθηκε ο νάρθηκας στο δυτικό άκρο. Ο ναός ήταν τοιχογραφημένος στο εσωτερικό και σώζονται ακόμα κάποιες από τις τοιχογραφίες του. Χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα.[5]
Σε λόφο κοντά στο χωριό, σε υψόμετρο 400 μέτρων, βρίσκεται το κάστρο των Κυριακοσέλιων. Ο Τζουζέπε Γκερόλα ταύτισε το κάστρο με το Rocca di S. Nicolo, το οποίο έκτισε ο Ενρίκο Πεσκατόρε, ενώ ο Τσουγκαράκης και ο Ανδριανάκης ανέφεραν ότι κτίστηκε κατά τη β΄βυζαντινή περίοδο. Βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή, προσβάσιμη με φιδωτό μονοπάτι από το χωριό. Στο παρελθόν σώζονταν δύο στενές πύλες, ενώ πλέον δεν υπάρχουν. Ο οχυρός περίβολος ακολουθεί τις καμπύλες του εδάφους. Το κάστρο είχε πύργους, και ένας από αυτούς, ένας πολυγωνικός πύργος πάνω από την είσοδο σώζεται σε ύψος 5 μέτρων. Ανατολικά της εισόδου βρίσκονται τα ερείπια του ναού της Αγίας Παρασκευής, εντός του οποίου έχει κτιστεί νέος ναΐσκος. Στο βόρειο άκρο του κάστρου βρίσκεται πύργος και δίπλα του δεξαμενή νερού. Στους βόρειους πρόποδες του λόφου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Μάμα. Δίπλα στο ναό βρίσκεται πηγή νερού η οποία υδροδοτούσε το κάστρο. Η πρόσβαση σε αυτή γινόταν με οχυρωμένη σκάλα. Στο κάστρο υπάρχουν ίχνη εγκαταλελειμμένων οικιών.[2]
Παραπομπές
↑ 1,01,11,21,3Σπανάκης, Στέργιος (1993). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμος Β΄. Ηράκλειο: Γραφικές Τέχνες Γ. Δετοράκης. σελ. 450.