Οι Αρμένοι είναι χωριό και έδρα ομώνυμης κοινότητας του δήμου Αποκορώνου στην περιφερειακή ενότητα Χανίων της Κρήτης. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, οι Αρμένοι έχουν 345 κατοίκους. Βρίσκονται σε υψόμετρο 50 μέτρων, στις όχθες του ποταμού Ξιδέ, και διαθέτει άφθονες πηγές. Απέχει 21 χιλιόμετρα από τα Χανιά.[1]
Ιστορικά στοιχεία
Όπως υποδηλώνει το όνομά του, στο χωριό εγκαταστάθηκαν μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961, Αρμένιοι στρατιώτες, τμήμα του βυζαντινού στρατού. Στο χωριό υπάρχουν ίχνη κατοίκησης από την παλαιοχριστιανική εποχή. Γύρω από τον ναό της Παναγίας βρέθηκε παλαιοχριστιανική βασιλική.[2] Σε ανασκαφές στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου βρέθηκε ότι στη θέση τού ναού υπήρχε βασιλική τής οποίας το ψηφιδωτό χρονολογήθηκε στο β΄μισό του 6ου αιώνα και αποδόθηκε στο συνεργείο που κατασκεύασε το δάπεδο της βασιλικής στην Αλμυρίδα.[3]
Το χωριό αναφέρεται από τον Φραντσέσκο Μπαρότσι το 1577 ως Armenus στην επαρχία Αποκορώνου. Στην ενετική απογραφή του 1583 από Καστροφύλακα αναφέρεται ως Armenus με 233 κατοίκους, ονομασία την οποία χρησιμοποιεί και ο Βασιλικάτα το 1630.[1] Κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1821, οι Αρμένοι ορίστηκαν έδρα της προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης Κρήτης και στις 22 Μαΐου 1822, στους Αρμένους υπογράφηκε από τους οπλαρχηγούς το σύνταγμα της Επιδαύρου. Το χωριό ονομάστηκε τότε Ελευθερούπολη.[1] Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1897, στις 26 Ιουνίου, η Πρώτη Επαναστατική Συνέλευση συνήλθε στους Αρμένους, προτού μετακινηθεί στις Αρχάνες στις 30 Ιουνίου.[1][4]
Σύμφωνα με την αιγυπτιακή απογραφή του 1834, στο χωριό κατοικούσαν 60 χριστιανικές και 15 μουσουλμανικές οικογένειες. Το 1881 είχε 679 κατοίκους (595 χριστιανούς και 84 μουσουλμάνους) και ήταν έδρα ομώνυμου δήμου.[1] Αναλυτικά η δημογραφική πορεία του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές:
Οι πλούσιες πηγές της περιοχής οδήγησαν στην κατασκευή νερόμυλων στους Αρμένους. Ο νερόμυλος ιδιοκτησίας κληρονόμων Μανούσακα και Μανουσογεωργάκη και Κουταράκη έχει χαρακτηριστεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο, καθώς αποτελεί τυπικό δείγμα αρχιτεκτονικής προβιομηχανικής περιόδου, τα αρχιτεκτονικά στοιχεία και η δομή των χώρων του συγκροτήματος συνδέονται με την λαϊκή παράδοση της Κρήτης του 18ου αιώνα, που έχει τις καταβολές της στην αρχιτεκτονική της όψιμης Βενετοκρατίας. Αποτελείται από τέσσερις ισόγειους χώρους και ένα στον όροφο που χρησιμοποιείται για κατοικία του μυλωνά. Στους υπόγειους χώρους υπάρχουν: προθάλαμος - χώρος αποθήκευσης σιτηρών, όπου βρίσκεται και η είσοδος του αλευρόμυλου. Ο κυρίως χώρος του αλευρόμυλου διαθέτει τρία ζεύγη μυλόπετρων με τρία πηγάδια (Βουτσιά) και τρία στόμια εξόδου νερού (ζουριά) αντίστοιχα. Η ανατολική όψη του συγκροτήματος χαρακτηρίζεται από τα πηγάδια και την είσοδο στον μύλο ενώ η δυτική χαρακτηρίζεται από τις λίθινες λαξευτές αντηρίδες, τα υπό μορφή καμάρας λαξευτά στόμια εξόδου νερού και τα αντίστοιχα παράθυρα πάνω από κάθε αντηρίδα. Το συγκρότημα στεγάζεται σε μονόρριχτες καμαροσκεπείς στέγες ενώ ο χώρος κατοικίας του μυλωνά έχει δίρριχτη κεραμοσκεπή.[6] Βρίσκεται στην είσοδο του χωριού και υπέστη ζημιές από το έργο υδροληψίας. Στη θέση Σούρπο, όπου βρισκόταν επί ενετικών χρόνων χωριό, σωζόταν μέχρι πρόσφατα σε άριστη κατάσταση ο νερόμυλος «του Φράγκου».[2]
Από τους ναούς του χωριού, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, του 16ου αιώνα, κάτω από τον οποίο εντοπίστηκαν σε ανασκαφή τοίχοι παλαιότερου, μονόχωρου τρουλλαίου ναού, ο οποίος χρονολογήθηκε με βάση τα σπαράγματα των τοιχογραφιών στα τέλη του 12ου-αρχές του 13ου αιώνα,[3] και ο νεότερος ναός του Αγίου Νικολάου.[2]
Διοικητικά στοιχεία
Αναφέρεται επίσημα το 1925 στο ΦΕΚ 27Α - 31/01/1925 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας.[7] Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης και την τροποποίηση του Κλεισθένης Ι αποτελεί την κοινότητα Αρμένων που υπάγεται στη δημοτική ενότητα Αρμένων του δήμου Αποκορώνου ενώ σύμφωνα με την απογραφή του 2011 έχει 345 κατοίκους.[8]
↑ 1,01,11,21,31,41,5Σπανάκης, Στέργιος (1993). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμος Α. Ηράκλειο: Γραφικές Τέχνες Γ. Δετοράκης. σελίδες 146–147.