Η Κυβέρνηση Αλέξανδρου Κουμουνδούρου 1878 - (Ιανουάριος - Οκτώβριος1878) - σχηματίστηκε μετά την παραίτηση της προηγούμενης κυβέρνησης. Ο Κουμουνδούρος ως αρχηγός της πλειοψηφίας έγινε πρωθυπουργός, ωστόσο η κυβέρνηση διατηρήθηκε στην εξουσία με τις ψήφους ανοχής των ομάδων του Θρ. Ζαΐμη και του Χαρ. Τρικούπη. Εξάλλου, στις τάξεις του περιλάμβανε και τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη, που ήταν αρχηγός μια μικρής ομάδας βουλευτών.
Ο Κουμουνδούρος ήταν - όπως και η πλειοψηφία του ελληνικού λαού - υπέρ της συμμετοχής της Ελλάδας στον συνεχιζόμενο Ρωσο-τουρκικό πόλεμο, και όταν μάλιστα - εκθέτοντας το πρόγραμμα της κυβέρνησής του στη Βουλή ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης - μίλησε για την «ενεργό προστασία των αλυτρώτων Ελλήνων και την υπεράσπισιν των δικαίων του ελληνισμού», απέσπασε συντριπτική πλειοψηφία.[3]
Ο Κουμουνδούρος κάτω από την πίεση του λαού, που απαιτούσε πλέον την έξοδο της χώρας στον πόλεμο, καταφεύγοντας μάλιστα σε βιαιότητες εναντίον των πολιτικών που διέλυσαν την οικουμενική κυβέρνηση, αποφάσισε - αν και ο πόλεμος τελείωνε, καθώς γίνονταν διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου
- να διατάξει την έξοδο του ελληνικού στρατού από τη Λαμία όπου στρατοπέδευε, και στις 21 Ιανουαρίου του 1878, ο στρατός εισέβαλλε στα τουρκικά εδάφη. Ωστόσο, με την ανακωχή ήδη τετελεσμένο γεγονός, ο στρατός διατάχθηκε έπειτα από λίγες ημέρες να επιστρέψει στα ελληνικά εδάφη. [4]
Στο συνέδριο του Βερολίνου, που άρχισε τις εργασίες του στις 1η Ιουνίου (π.ημ.) 1878 η Ελλάδα έστειλε αντιπροσωπεία, προκειμένου να αναδείξει τις ελληνικές θέσεις για τις διευθετήσεις των συνόρων.
Οι Τρικούπης και Ζαΐμης άσκησαν έντονη κριτική στην κυβέρνηση για τη συμμετοχή της στο συνέδριο και το αν τελικά ωφελήθηκε η Ελλάδα από αυτό, [5]και στο τέλος, όταν η κυβέρνηση στις 21 Οκτωβρίου φέρνει νομοσχέδιο για την κλήση εφέδρων και την αναδιοργάνωση του στρατού, οι δυο πολιτικοί αποσύρουν την υποστήριξή τους, η κυβέρνηση χάνει την πλειοψηφία ( με 80 ψήφους υπέρ και 96 κατά) και παραιτείται.