Οι Κουραϊσίτες ή Κορεϊσίτες (αραβ.: قريش, Quraysh) ήταν πανίσχυρη αραβική φυλή εμπόρων που ήλεγχε τη Μέκκα και το ιερό της Κάαμπα κατά την εμφάνιση του Ισλάμ. Από την ίδια φυλή προερχόταν ο Προφήτης Μωάμεθ, του οποίου η οικογένεια ανήκε στη φατρία Χασίμ (Μπανού Χασίμ).
Γενεαλογικά, η φυλή των Κουραϊσιτών ήταν αρχικώς κλάδος της φυλής Μπανού Κινάνα, η οποία καταγόταν από το νοτιοαραβικό φυλετικό κλάδο των Μουντάρ[1]. Για αρκετές γενιές ήταν διασκορπισμένοι μεταξύ άλλων φυλετικών ομαδοποιήσεων. Η ένωσή τους, περίπου πέντε γενιές πριν το Μωάμεθ, οφείλεται στον Κουσάι ιμπν Κιλάμπ[1], ο οποίος με τον πόλεμο και τη διπλωματία δημιούργησε μια συμμαχία που κατάφερε να ελέγχει τελικά την Κάαμπα, ένα σημαντικό παγανιστικό ιερό τόπο που απέφερε έσοδα στη Μέκκα εξαιτίας της πληθώρας προσκυνητών που προσέλκυε. Κατόπιν συγκέντρωσε τους συμμάχους του αρχηγούς των φυλών και εγκαταστάθηκε στη Μέκκα, όπου απήλαυσε τέτοιας λατρείας και κολακείας από το λαό του που αναγνωρίστηκε ως ντε φάκτο βασιλιάς του, θέση που δεν απήλαυσε κανένας άλλος από τους απογόνους του.
Η ιστορία της φυλής
Μυθολογία
Η Μέκκα σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία, ιδρύθηκε από τον Αβραάμ και τον γιό του Ισμαήλ. Η Άγαρ, η πρώτη γυναίκα του Αβραάμ, έφτασε ύστερα από τον διωγμό της από την ΙουδαίαΣάρα, στη περιοχή της Μέκκας και εκεί ο Ισμαήλ σαν από θαύμα ανακαλύπτει τη πηγή νερού, του Ζεμζέμ, που τους σώζει και τους δυο από το θάνατο από δίψα, που καραδοκούσε. Οι Αμαληκίτες και οι Υεμενίτες των καραβανιών προσελκύστηκαν από τη πηγή νερού που βρέθηκε στη περιοχή και άρχισαν να κατοικούν εκεί κοντά. Ανάμεσά τους μεγάλωσε ο Ισμαήλ και μια γυναίκα από αυτές τις φυλές, παντρεύτηκε. Σε μια επίσκεψη του Αβραάμ στο γιό του, χτίσανε μαζί τον Κάαμπα, σαν χώρο λατρείας του μοναδικού Θεού και έτσι η Μέκκα εξελίχτηκε σε τόπο προσκυνήματος.
Ιστορική παράδοση
Όσο για την ιστορική παράδοση, τα ίχνη που συνδέουν τους Κουραϊσίτες με τη Μέκκα ανιχνεύονται μόνο από τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν και μετά.
Πριν από αυτή τη περίοδο η φυλή των Γιουρχούμ είχε καταλάβει τη πόλη και κυριαρχούσε επί των κατοίκων της. Μετά τον 2ο αιώνα, υεμενίτικες φυλές άρχιζαν να μετακομίζουν προς βορρά. Οι περισσότερες προχώρησαν μέχρι το Ιράκ και τη Συρία αλλά η φυλή του Κουζάαχ έμεινε στη περιοχή. Οι Κουζάαχ διώχνουν τους Γιουρχουμίτες και μένουν για 200 χρόνια, οι αρχηγοί της πόλης. Ο Κουσάι και οι συγγενείς του θα νικούσαν τους Κουζάαχ και θα τους υπέτασσαν στη δική τους κυριαρχία. Θα έμεναν μόνιμα πλέον δίπλα στον Κάαμπα ενώ οι άλλες φυλές θα σπρώχνονταν προς τα έξω.[2]
Οι Κουραϊσίτες ασχολούνταν σχεδόν αποκλειστικά με το εξωτερικό εμπόριο, από την Υεμένη και την Αιθιοπία μέχρι το Ιράκ και τη Συρία. Επίσης, σχεδόν το ίδιο σημαντική πηγή εισοδημάτων αλλά κυρίως διάκρισης και σεβασμού, ήταν η διαχείριση του ιερού της Κάαμπα. Ο Κάαμπα ήταν το πιο αξιοσέβαστο τέμενος της Αραβίας και φιλοξενούσε μια πλειάδα ειδώλων των θεών της Αραβίας, - 360 είδωλα συγκεκριμένα - ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε ο Χουμπάλ, ο θεός ο οποίος συγκέντρωνε τις προτιμήσεις των περισσοτέρων Αράβων και ήταν ο βασικός λογος του προσκυνήματος στη Μέκκα.[3]
Οι οικογένειες των Κουραϊσιτών την εποχή του Μωάμεθ