Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 07/02/2020.
Η διάγνωση της νόσου είναι πάντα ηλεκτροκαρδιογραφική (υπάρχουν ηλεκτροκαρδιογραφικά κριτήρια).
Κλινικά ευρήματα
Η κλινική εικόνα διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και μπορεί να είναι εντελώς ασυμπτωματική (σε ηλικιωμένους συνήθως) έως αίσθημα παλμών (συνηθέστερα), δύσπνοια, αδυναμία, αίσθημα ζάλης.
Η Κολπική Μαρμαρυγή δεν είναι και τόσο αθώα όσο θα ήθέλαν να πιστεύουν οι καρδιολόγοι τη δεκαετία του 80 και ίσως και του 90. Έχει βρεθεί ότι διπλασιάζει τον κίνδυνο θανάτου ανεξαρτήτως λόγου,διπλασιάζει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, πενταπλασιάζει την πιθανότητα νοσηλείας ενώ επταπλασιάζει τον κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (75000 ΑΕΕ στην Αμερική τον χρόνο). Τέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις επιπλοκές που προκαλούνται από τη φαρμακευτική αγωγή ή τις επεμβατικές θεραπευτικές τεχνικές.
Θεραπεία
Η θεραπεία περιλαμβάνει σε πρώτη φάση φαρμακευτική αντιμετώπιση σε συνάρτηση με τυχόν άλλα καρδιακά προβλήματα ή νόσους του ασθενούς, ενώ σε δεύτερη φάση σε μη ανταπόκριση κυρίως στη θεραπεία σε επεμβατικές νέες τεχνικές με όλο και πιο καλά αποτελέσματα. Αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως απώλεια βάρους σε ασθενείς με παχυσαρκία, αύξηση φυσικής δραστηριότητας και μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής, και να μειώσουν το φορτίο της νόσου.
Η κολπική μαρμαρυγή συχνά θεραπεύεται με φάρμακα που μειώνουν τον καρδιακό ρυθμό σε σχεδόν φυσιολογικό εύρος ή αλλάζουν στον ρυθμό σε φυσιολογικό φλεβοκομβικό ρυθμό. Η ηλεκτρική καρδιομετατροπή μπορεί να βοηθήσει τη μετατροπή της κολπικής μαρμαρυγής σε φυσιολογικό ρυθμό σε επείγουσα βάση όταν το άτομο είναι ασταθές. Ο καυτηριασμός περιοχών της καρδιάς μπορεί να μειώσει την επανεμφάνιση σε κάποια άτομα. Σε άτομα με χαμηλό κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου δεν είναι απαραίτητη η χορήγηση αντιπηκτικών φαρμάκων. Όταν ο κίνδυνος είναι υψηλότερος γενικά συνιστάται η έναρξη αντιθρομβοτικής αγωγής, όπως με βαρφαρίνη ή με άμεσα από του στόματος αντιπηκτικά (όπως η απιξαμπάνη και η ριβαροξαμπάνη). Αυτά τα φάρμακα όπως αν και μειώνουν τον κίνδυνο θρομβώσεων αυξάνουν τον κίνδυνο σοβαρής αιμορραγίας.