Είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του Καρλομάγνου και της Φαστράντας, και το δωδέκατο παιδί του βασιλιά των Φράγκων [4]
Το αβαείο της Παναγίας του Αρζαντέιγ.
Το 814 αναφέρεται ως ηγουμένη του Αρτζαντέιγ, αλλά δεν είναι γνωστό αν εκάρη μοναχή κατά τη διάρκεια της ζωής του πατέρα της ή αν αναγκάστηκε να εισέλθει στο μοναστήρι με την ένταξη του ετεροθαλούς αδελφού της Λουδοβίκου Α΄ του Ευσεβούς. [5] . Ένα μεταγενέστερο έγγραφο, πιθανότατα από το έτος 828, δείχνει, ωστόσο, ότι η Θεοδράδα κατείχε τον Aρζαντέιγ από τον πατέρα της. Το προαναφερθέν έγγραφο του 828 διευκρινίζει, ότι το Θεοδράδα είχε το αβαείο του Aρζαντέιγ, υπό τον όρο ότι στη συνέχεια θα επέστρεφε στο αβαείο του Σαιν-Ντενί, εκτός εάν το τελευταίο αποκήρυσσε το πρώτο: η μεταφορά του αβαείου λοιπόν περιήλθε αυτόνομα στο Σαιν-Ντενί, ανεξάρτητα από τον βασιλιά της Καρολίγειας [6] .
Σύμφωνα με τον Ούγο Γ΄ της Αμιένης, επίσκοπο τού Ρουέν τον 12ο αι., ο Καρλομάγνος θα πρόσφερε στο αβαείο της κόρης του ένα ένδυμα του Ιησού, ένα ιερό λείψανο, που είχε υφάνει η μητέρα του η Παναγία. Αυτό μπορεί να είναι μια ένδειξη, ότι η Θεοδράδα ήταν ηγουμένη κατά τη διάρκεια της ζωής του πατέρα της, αλλά οι πληροφορίες παραμένουν πολύ καθυστερημένες και δεν μπορούν να θεωρηθούν καθοριστικές. Ο χιτώνας (tunica), που χρονολογείται από τον 1ο ως τον 2ο αι., έγινε αντικείμενο προσκυνήματος από τον 15ο αι.
Η τελευταία αναφορά της Θεοδράδας σε ένα καταστατικό αβαείου χρονολογείται στις 9 Ιανουαρίου 844. Ένα έγγραφο της 21 Ιουλίου 853 αναφέρει ότι η Χιλντεγκάρντε, κόρη του Λουδοβίκου Β΄ του Γερμανού, παύει να είναι ηγουμένη του Mύνστερσβαρτσαχ, για να γίνει ηγουμένη στη Ζυρίχη. Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι ο Θεοδοράδα απεβίωσε στο μεταξύ.
↑Wilfried Hartmann [] : Kaiser Karl der Große (768/800-814). In: Gerhard Hartmann, Karl Schnith (Hrsg.): Die Kaiser. 1200 Jahre europäische Geschichte. Marix Verlag Wiesbaden 2006 (ISBN3-86539-074-9), S. 42 f.