Η ηδονοβλεψία (ανεπίσημα: μπανιστήρι) είναι μια μορφή σεξουαλική διέγερσης, η οποία επιτυγχάνεται όταν κάποιος κατασκοπεύει άλλους ανθρώπους τη στιγμή της σεξουαλικής συνεύρεσης, ή ακόμα και όταν το άτομο που κατασκοπεύεται/παρακολουθείται (κρυφά), γδύνεται και, γενικότερα, οτιδήποτε κάνει το οποίο θεωρείται προσωπικής φύσης.[1] Αυτός που αρέσκεται στην ηδονοβλεψία ονομάζεται ηδονοβλεψίας, ενώ υπάρχουν και τα ανεπίσημα «μπανιστιρτζής» και «ματάκιας». Η ηδονοβλεψία περισσότερο είναι μία ψυχολογική διαταραχή παρά μία παραφιλία.[2] Έρευνες έχουν δείξει ότι οι άντρες είναι πιο επιρρεπείς, από τις γυναίκες, στην ηδονοβλεψία.[3]
Η λέξη προέρχεται από τη λέξη «ηδονή» και το «βλέπω». Στα αγγλικά η αντίστοιχη λέξη είναι το voyeurism, το οποίο προέρχεται από το γαλλικό voir, το οποίο σημαίνει βλέπω. Βάσει της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης, η ηδονοβλεψία έχει το μοτίβο των παραφιλιών, ειδικότερα αν το άτομο που έχει τη φαντασίωση νιώθει αγωνία ή έχει διαπροσωπικές δυσκολίες.[4] Γενικά, η ηδονοβλεψία, περιγράφεται ως μία διατάραξη της σεξουαλικής προτίμησης στο ICD-10.[5] Η ηδονοβλεψία, δεν έχει σχέση με την πιθανή σεξουαλική διέγερση, όταν το άτομο απλά βλέπει ένα σώμα γυμνό ή μία σεξουαλική πράξη.[6]
Για να υπάρξει διάγνωση, το άτομο θα πρέπει να παρακολουθεί ανυποψίαστους ανθρώπους (κυρίως αγνώστους) που κάνουν σεξ ή γδύνονται. Αν το άτομο, για ένα περίπου εξάμηνο, επιδιώκει να "κατασκοπεύσει" τότε μπορεί να υπάρξει διάγνωση. Τα ανήλικα άτομα δεν μπορούν να διαγνωσθούν.[7] Τεχνικές τις ηδονοβλεψίας, πέρα από το άτομο να παρακολουθεί, θα μπορούσε να είναι μία μικρή κάμερα, που καταγράφει κάποια σεξουαλικό γεγονός. Η μη συναινετική παρακολούθηση/κατασκόπευση, θεωρείται μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης.[8][9][10] Γενικά, η ηδονοβλεψία δεν αποτελεί έγκλημα στο Κοινό Δίκαιο. Παρόλα αυτά, μερικές χώρες την κατατάσσουν ως σεξουαλικό έγκλημα, όπως για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο.[11] Η ηδονοβλεψία, γενικότερα, έχει υπάρξει αντικείμενο πολλών μορφών τέχνης, όπως η ζωγραφική, ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία.
Παραπομπές
↑Hirschfeld, M. (1938). Sexual anomalies and perversions: Physical and psychological development, diagnosis and treatment (new and revised edition). London: Encyclopaedic Press.[Χρειάζεται σελίδα]
↑«ICD-10». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2008.
↑Metzl, Jonathan M. (2004). «Voyeur Nation? Changing Definitions of Voyeurism, 1950–2004». Harvard Review of Psychiatry12 (2): 127–31. doi:10.1080/10673220490447245. PMID15204808.