Ευγενής άγριος (αγγλικά: Noble savage) είναι μια εξιδανικευμένη εικόνα του «φυσικού ανθρώπου» που δεν έχει διαφθαρεί από τον πολιτισμό και συμβολίζει την ηθική υπεροχή των πρωτόγονων λαών που ζουν σε αρμονία με τη Φύση. Ο όρος προέκυψε μετά την ευρωπαϊκή ανακάλυψη και κατάκτηση της Αμερικής.[1]
Ιδιαίτερα δημοφιλής στη λογοτεχνία του Διαφωτισμού (18ος αιώνας), παρουσιάζεται ως λογοτεχνικός χαρακτήρας που απεικονίζει την έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου πριν από την επαφή του με τον πολιτισμό. Ο όρος αναφέρεται επίσης σε παλαιότερες μελέτες της δυτικής ανθρωπολογίας, εθνογραφίας και φιλοσοφίας, ωστόσο από τον 20ό αιώνα θεωρείται ξεπερασμένος.[2]
Στην αρχαιότητα
Οι κάτοικοι των αρχαίων πολιτισμών θαύμαζαν την αθωότητα και την ανιδιοτέλεια των βαρβάρων λαών. Ήδη από την σουμεριακή μυθολογία αντιπαραβάλλεται η απλότητα των ηθών των «ανθρώπων της φύσης» με την αστική παρακμή. Ο ημιάγριος Ενκίντου στο Έπος του Γκιλγκαμές μπορεί να θεωρηθεί το παλαιότερο παράδειγμα ευγενούς άγριου. Ο Όμηρος, ο Πλίνιος και ο Ξενοφών εξιδανίκευσαν τους βοσκούς της Αρκαδίας, επίσης ο Βιργίλιος, ο Οβίδιος και ο Οράτιος που επαίνεσε τη ζωή των γενναίων Σκυθών και ο Τάκιτος αναφέρθηκε εγκωμιαστικά στον πρωτόγονο τρόπο ζωής των Γερμανικών φύλων για να ασκήσει κριτική στην κοινωνία της Αρχαίας Ρώμης.[3]
Στη σύγχρονη εποχή
Στην εποχή των μεγάλων γεωγραφικών ανακαλύψεων, το ενδιαφέρον για «πρωτόγονους» ανθρώπους, που δεν επηρεάστηκαν αρνητικά από τον πολιτισμό, έλαβε νέα ώθηση. Ο ιστορικός Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας αντιστεκόμενος στις καταχρήσεις των αποικιοκρατών έναντι των ιθαγενών του Νέου Κόσμου, τους εξιδανίκευσε σε ηθικά αθώους ευγενείς αγρίους που ζούσαν μια απλή ζωή σε αρμονία με τη Μητέρα Φύση. Ο εξερευνητής Ζακ Καρτιέ ανέφερε ότι οι Ιθαγενείς δεν ήταν βάρβαροι, αλλά ζούσαν κοντά στη φύση, με «ψυχή αγνή σαν τα παιδιά».[4]
Ο Μισέλ ντε Μονταίν περιγράφει τους κατοίκους του Νέου Κόσμου με βαθιά συμπάθεια στο δοκίμιό του Περί Κανιβάλων (1580) που αναφέρεται στον λαό Τουπιναμπά της Βραζιλίας, όπου χρησιμοποιεί τον όρο ευγενής άγριος ως αντίστοιχο των πολιτισμένων Ευρωπαίων του 16ου αιώνα.[5]
Η εικόνα του ευγενούς αγρίου κατέχει σημαντική θέση ήδη στα πρώτα μυθιστορήματα της σύγχρονης εποχής. Εμφανίζεται αρχικά στο μυθιστόρημα της Άφρα ΜπενΟρουνόκο (1688), μια ιστορία για έναν Αφρικανό πρίγκιπα που σκλαβώθηκε από τους Βρετανούς στο Σουρινάμ. Με τα χαρακτηριστικά είναι επίσης προικισμένος ο Παρασκευάς στον Ροβινσώνα Κρούσο. Ωστόσο, ο υποδειγματικός ευγενής άγριος αυτής της εποχής είναι Ο αφελής του Βολταίρου.
Στην εποχή του συναισθηματισμού, η εικόνα του ευγενούς άγριου γίνεται ιδιαίτερα δημοφιλής. Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ στην πραγματεία του Αιμίλιος, ή Περί αγωγής (1762) περιγράφει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που θα επέτρεπε στο άτομο να διατηρήσει την έμφυτη καλοσύνη του ενώ συμμετέχει σε μια αναπόφευκτα διεφθαρμένη κοινωνία. Εξιδανικευμένες εικόνες αγρίων υπάρχουν στα πρώτα μυθιστορήματα του ΣατωμπριάνΑταλά (1801) και Ρενέ (1802).
Στο μπλοκμπάστερAvatar του Τζέιμς Κάμερον, η έμφυτη αρχοντιά αποδίδεται σε εξωγήινους που δεν έχουν διαφθαρεί από την επιρροή του σύγχρονου πολιτισμού.
Αντιδράσεις
Το 1860, αυτή η ρομαντική εξιδανικευμένη έννοια του απολίτιστου, προικισμένου με έμφυτη καλοσύνη ανθρώπου, δέχθηκε κριτική από γιατρούς και ανθρωπολόγους που προσδιόρισαν το φυλετικό στερεότυπο του ευγενούς αγρίου ως παράδειγμα επιστημονικού ρατσισμού.[8]