Η εκεχειρία επέτρεψε στη Σουηδική Αυτοκρατορία να διατηρήσει τον έλεγχο της Λιβονίας. Η Σουηδική Αυτοκρατορία εκκένωσε επίσης το μεγαλύτερο μέρος του Δουκάτου της Πρωσίας, αλλά κράτησε τις παράκτιες πόλεις. Η Πολωνία είχε άλλα σουηδικά κέρδη που επέστρεψαν από την εισβολή του 1625. Το μεγαλύτερο μέρος της Λιβονίας βόρεια του ποταμού Νταουγκάβα παραχωρήθηκε στη Σουηδική Αυτοκρατορία (Σουηδική Λιβονία), αλλά το Λατγκάλε, η νοτιοανατολική περιοχή, παρέμεινε υπό πολωνική κυριαρχία. Η Σουηδική Αυτοκρατορία έλαβε το δικαίωμα στα δύο τρίτα όλων των ναυτιλιακών δασμών σε πολωνικά λιμάνια, όπως στο Γκντανσκ (Ντάντσιχ) και στο Έλμπλονγκ (Έλμπινγκ) και από το Δουκάτο της Πρωσίας, για έξι χρόνια. Οι ναυτιλιακοί δασμοί χρηματοδότησαν τη συμμετοχή της Σουηδικής Αυτοκρατορίας στον Τριακονταετή Πόλεμο.[4]
Το Πολωνικό Κοινοβούλιο (Σέιμ της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας) δεν επέβαλε νέους φόρους για να πληρώσει τους στρατιώτες του αυτοκρατορικού στρατού που πολεμούσαν υπό τον Χανς Γκέοργ φον Άρνιμ-Μπόιτσενμπουργκ και το χαμηλό ηθικό έκανε ορισμένους από αυτούς να κάνουν ανταρσία ή να πάνε στη Σουηδική Αυτοκρατορία. Αρκετές άλλες χώρες επενέβησαν διπλωματικά, γεγονός που ανάγκασε τελικά τον Σιγισμούνδο Γ΄ της Πολωνίας να συνάψει εκεχειρία.[6]
Το 1635, η εκεχειρία παρατάθηκε με τη Συνθήκη του Στούμσντορφ. Η Σουηδική Αυτοκρατορία εγκατέλειψε τα λιμάνια της Πρωσίας και η Πολωνία παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Λιβονίας με τη Ρίγα, αλλά κράτησε την περιοχή Λατγαλία.