Ο Γουίλιαμ Τόμας Μπέκφορντ, αγγλ.: William Beckford, (1 Οκτωβρίου1760 - 2 Μαΐου1844) ήταν Άγγλος συγγραφέας, συλλέκτης και πολιτικός. Έγινε γνωστός για τη συλλογή του με έργα τέχνης και τη συγγραφή του βιβλίου Βαθέκ, όπως και ως μέλος των κοινοβουλίων των εκλογικών περιφερειών του Γουέλς και του Χίντον.
Βιογραφία
Ο Μπέκφορντ ήταν υιός του δημοτικού συμβούλου Ουίλιαμ Μπέκφορντ και της Μαρία Χάμιλτον. Γεννήθηκε στην περιοχή του Σόχο στο Λονδίνο και κληρονόμησε από τον πατέρα του τη θέση στο κοινοβούλιο της εκλογικής περιφέρειας του Χίντον, κτήματα στο Σόμερσετ, το Γκλόστερσαιρ, το Χέρτφορντ, το Μπάκιγχαμ, το Μπέντφορντ, το Λονδίνο και τη Τζαμάικα, όπως και μία μεγάλη περιουσία.[13] Τον είχαν χαρακτηρίσει ως τον "πλουσιότερο υιό της Αγγλίας" και όταν έγινε κύριος της κληρονομιάς του σε ηλικία 21 ετών, διοργάνωσε μια γιορτή που κόστισε 40.000 στερλίνες. Εκπαιδεύτηκε στη μουσική για ένα σύντομο χρονικό διάστημα από τον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και στη ζωγραφική από τους Ουίλιαμ Τσέιμπερς και Αλεξάντερ Κόζενς, ενώ η βασική του εκπαίδευση είχε πραγματοποιηθεί από τον κληρικό Τζον Λέτις.[14]
Το 1777, μετακόμισε στη Γενεύη μαζί με τον Λέτις, για να μείνει με τον θείο του, συνταγματάρχη Χάμιλτον. Στη συνέχεια ταξίδεψαν στη Βενετία το 1780, πριν ο Μπέκφορντ γράψει ένα βιβλίο για τα ταξίδια του με τίτλο Dreams, Waking Thoughts and Incidents.[15] Το 1781, έγραψε ένα προοίμιο για το μπαλέτο Phaeton, ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής του συνέθεσε πολλά μικρά ορχηστρικά κομμάτια, κάποια εκ των οποίων είναι διαθέσιμα στη βιβλιοθήκη Μπόντλιαν της Οξφόρδης.
Ο Μπέκφορντ έγραψε τα βιβλία Memoirs of Extraordinary Painters (1780), Βαθέκ (1786) και Letters from Italy with Sketches of Spain and Portugal (1834).[16][17] Στις 5 Μαΐου1783 παντρεύτηκε τη λαίδη Μάργκαρετ Γκόρντον, με την οποία έκανε δύο κόρες. Η σύζυγος του πέθανε κατά τη γέννηση του δεύτερου τους παιδιού.[18]
Ένα χρόνο αργότερα, η φήμη ότι είχε ομοφυλοφιλικές επαφές με τον Ουίλιαμ Κουρτενέ δημιούργησε σκάνδαλο γύρω από το όνομα του και ξεκίνησε από τον πολιτικό αντίπαλο του Μπέκφορντ, λόρδο Λάφμπορο. Οι κατηγορίες αυτές οδήγησαν τον Μπέκφορντ να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εκτός Αγγλίας ή στο Φόντχιλ, όπου χρηματοδότησε και την ανέγερση του τοπικού αββαείου. Από το 1790 ξεκίνησε τη συνεργασία του με τον αρχιτέκτονα Τζέιμς Γουάιατ, ο οποίος έχτισε τον πύργο ύψους ενενήντα μέτρων. Ο Μπέκφορντ κατοικούσε εκεί από το 1807, αν και οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1809. Δέκα χρόνια αργότερα έγιναν κάποιες νέες εργασίες, αλλά από το 1821 είχε γίνει φανερό ότι ο πύργος δεν ήταν ασφαλής και κατέρρευσε το 1825.[19]
Ο Μπέκφορντ υπήρξε μέλος του τοπικού κοινοβουλίου του Γουέλς από το 1784 ως το 1790 και του Χίντον από το 1790 ως το 1794 και από το 1806 ως το 1820.[20] Ήταν φανατικός συλλέκτης έργων τέχνης και βιβλίων, αλλά οι σπατάλες, σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής της ζάχαρης, τον οδήγησαν να πουλήσει τις φυτείες του στην Τζαμάικα και το κτήμα στο Φόντχιλ μαζί με μέρος της συλλογής του.
Μετά τα εξήντα του χρόνια έζησε στο Μπαθ, όπου αγόρασε τέσσερα κτήματα και τα ένωσε, ενώ έχτισε και ένα πύργο ύψους 51 μέτρων. Πέθανε στις 2 Μαΐου1844, αφήνοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στη μικρότερη κόρη του, Σούζαν.[21]