Γεννημένος στην Ουλμ της Σουαβίας, σε οικογένεια γλυπτών ξύλου, ο Γκρέγκορ Έρχαρτ εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του πατέρα του Μίχελ Έρχαρτ (1440/45-1522), που εργάστηκε στην πόλη κατά την περίοδο 1469-1522, όντας δεύτερος σε φήμη μετά τον Χανς Μούλτσερ. Ο Μίχαελ είχε ήδη βοηθήσει στην εκπαίδευση του ασύγκριτου δημιουργού ξυλόγλυπτων Τίλμαν Ρίμενσνάιντερ (περ.1460-1531), που μετακόμισε για να εργαστεί στο Βίρτσμπουργκ. Είναι δύσκολο να διακριθούν τα πρώτα έργα του Γκρέγκορ Έρχαρτ από εκείνα του πατέρα και μέντορά του, με αποτέλεσμα πολλοί μελετητές να διαφωνούν για την πατρότητά τους. Η σημαντικότερη συνεργασία τους είχε ως καρπό την Αγία Τράπεζα του Μπλαουμπόιρεν (Blaubeuren) (1490-1494), έργο που σηματοδότησε την κορυφή της καριέρας του πατέρα του και το ώριμο ύφος εργασίας του στην Ουλμ.[3]
Το 1494, ο Γκρέγκορ Έρχαρτ απέκτησε πολιτικά δικαιώματα στην ακμάζουσα εμπορική γερμανική πόλη του Άουγκσμπουργκ, όπου και έγινε αρχιμάστορας δύο χρόνια μετά. Πέρασε ολόκληρη την υπόλοιπη καριέρα του στην πόλη, γενόμενος ο σημαντικότερος γλύπτης της σε περίοδο μιας δεκαετίας.[3]
Τεχνοτροπία
Κατά τη δεκαετία του 1940, το Άουγκσμπουργκ ήταν μια από τις λίγες πόλεις βορείως των Άλπεων που είχε δεχθεί επιρροή από την ιταλικήΑναγέννηση και από τα ουμανιστικά και καλλιτεχνικά ιδανικά που πρέσβευε. Θεωρείται πως η επιρροή αυτή είχε σημαντικό αντίκτυπο στο έργο του Έρχαρτ, ωθώντας τον να κάνει ένα βήμα πέρα από τους περιορισμούς της διεθνούς γοτθικής παράδοσης, δίνοντας στις μορφές του νέα ελευθερία και πλαστικότητα. Η ανάμειξη του γοτθικού και αναγεννησιακού ύφους βασίζεται σε ένα μοναδικό έργο του καλλιτέχνη: την «Παρθένο του Ελέους» στο Κιστερκιανό Αβαείο του Kaisheim, που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Με το οποίο συγκρίθηκαν πολλά άλλα τα οποία σήμερα αποδίδονται σε εκείνον, συμπεριλαμβανομένου του διάσημου πολύχρωμου, ξύλινου γλυπτού σε φυσικό μέγεθος, που απεικονίζει τη Μαρία τη Μαγδαληνή (Sainte Marie-Madeleine), το οποίο στεγάζεται στο Μουσείο του Λούβρου και είναι γνωστό με την ονομασία «La Belle Allemande» («Η Ωραία Γερμανίδα»).[3]
Η Ωραία Γερμανίδα
Το ασυνήθιστο ξύλινο γυμνό άγαλμα σε φυσικό μέγεθος της Μαρίας της Μαγδαληνής, που δημιουργήθηκε περίπου το 1510, απεικονίζει την Αγία με ως μυστικιστική και ασκητική μορφή, με το σώμα της να καλύπτεται μόνο από τα μακριά της μαλλιά. Η φιγούρα στηριζόταν αρχικά από λαξευμένους αγγέλους και έχει αποκοπεί από κάποιο ναό, πιθανώς την Εκκλησία της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής στο Δομινικανό μοναστήρι του Άουγκσμπουργκ, το οποίο και ξαναχτίστηκε γύρω στο 1515. Αργότερα το άγαλμα καθαιρέθηκε και οι άγγελοι αφαιρέθηκαν. Το ξύλινο άγαλμα προσφέρθηκε προς πώληση στη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα από τη Συλλογή Siegfried Lammle στο Μόναχο και τελικά αγοράστηκε από το Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, το 1902.[3]
Η γαλήνια χάρη της Αγίας και το ευγενικό της πρόσωπο συμμορφώνονται με τα πρότυπα της όψιμης γοτθικής παράδοσης της Σουαβίας, ωστόσο η στάση των γοφών – που μαρτυρά κλασικό κοντραπόστο – και η αρμονία του γυμνού σώματος αντικατοπτρίζουν μια αναζήτηση της ιδανικής ομορφιάς που χαρακτηρίζει το αναγεννησιακό πνεύμα. Έτσι, αντί να δημιουργήσει μια λεπτή, εξωπραγματική φιγούρα γοτθικής τεχνοτροπίας, λαξεύει γυναικείες καμπύλες, μύες με ένταση και εξαιρετική αισθησιακή ευαισθησία.[3]
Ορισμένοι κριτικοί έχουν εκφράσει τη δυσαρέσκειά τους για τη γυμνή εμφάνιση του αγάλματος, ωστόσο οποιαδήποτε υπόνοια βλασφημίας μετριάζεται από τη συλλογισμένη έκφραση που αποσκοπεί στο να περνά στο θεατή την μυστικιστική έκσταση του υποκειμένου, ενώ η ομορφιά και τα χρυσά της μαλλιά τονίζουν την ιερή της ακτινοβολία. Το γυμνό θηλυκό σώμα συμφωνεί με τον τρόπο αυτό με τις συμβάσεις της μεσαιωνικής γλυπτικής. Με το έργο αυτό, ο Γκρέγκορ Έρχαρτ δημιούργησε ένα αριστούργημα της μεσαιωνικής τέχνης.[3]