* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα.
† Συμμετοχές (Γκολ).
Ο Νιλς Γκούναρ Νόρνταλ (Nils Gunnar Nordahl, προφέρεται [ɡɵ̌nːar nûːɖɑːl], 19 Οκτωβρίου 1921 – 15 Σεπτεμβρίου 1995) ήταν Σουηδόςποδοσφαιριστής, ο πρώτος επαγγελματίας της χώρας του. Αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους κεντρικούς επιθετικούς και σκόρερ στην ιστορία του αθλήματος, κυρίως αγωνιζόμενος με τη Μίλαν.[1][2] Ήταν 46ος στις εκλογές της IFFHS στην ανάδειξη των κορυφαίων του 20ού αιώνα,[3][4]
ενώ αναγνωρίζεται ως ο κορυφαίος Σουηδός όλων των εποχών.[5][6][7]
Βιογραφία
Πρώτα χρόνια
Ο Νόρνταλ ήταν ένα από τα 10 παιδιά φτωχής οικογένειας που έμενε σε μονόρωμο σπίτι. Έπαιξε για πρώτη φορά με πραγματική μπάλα ποδοσφαίρου σε ηλικία οκτώ ετών. Στα εφηβικά του χρόνια, στάλθηκε να εργαστεί σε ζυθοποιείο για να βοηθήσει στην οικονομική στήριξη της οικογένειάς του. Πολλές ώρες χειρονακτικής εργασίας δεν τον εμπόδισαν να επισκέπτεται τακτικά το γήπεδο, και να παίζει ποδόσφαιρο που γρήγορα έγινε το αγαπημένο του άθλημα, ενώ πέντε ακόμα αδέλφια του ακολούθησαν την ίδια πορεία.[8][9]
Καριέρα σε συλλόγους
Ξεκίνησε την καριέρα του στην ομάδα νέων της Χόρνεφορς (Hörnefors IF), πόλης όπου γεννήθηκε στη Σουηδία αγωνιζόμενος στην τρίτη κατηγορία του πρωταθλήματος μέχρι το 1940. Τη χρονιά εκείνη τα 23 γκολ πρωταθλήματος που σημείωσε βοήθησαν την ομάδα στην άνοδο στη δεύτερη κατηγορία. Οι εμφανίσεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον συλλόγων πρώτης κατηγορίας και έτσι μετακόμισε στην Ντέγκερφορς ΙΦ και ακόλουθα στη ΙΦΚ Νόρσεπινγκ. Με την τελευταία κέρδισε τέσσερα σουηδικά πρωταθλήματα, ισάριθμες φορές αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ και σε ένα αγώνα σημείωσε επτά γκολ.[10][11]
Η μη ανάμειξη της χώρας στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επέτρεψε τη φυσιολογική αθλητική της πορεία. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του σε σουηδικούς συλλόγους, ο Νόρνταλ σημείωσε 149 γκολ σε 172 αγώνες. Παρά τις εξαιρετικές ικανότητές του στο άθλημα, ο ίδιος δεν πιστεύε ότι το μέλλον του ήταν συνδεδεμένο με αυτό, το ποδόσφαιρο ήταν ακόμα ερασιτεχνικό στη Σουηδία και την επαγγελματική του αποκατάσταση την έβλεπε προς άλλη κατεύθυνση: η Νόρσεπινγκ φρόντισε να συνδυάσει τη δουλειά του πυροσβέστη.[12][13]
Η ιδιαίτερη ικανότητά του στο σκοράρισμα έγινε γρήγορα γνωστή (κυρίως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948) και η μεταγραφή στη Μίλαν ήρθε στις 22 Ιανουαρίου 1949, η οποία κέρδισε τη μάχη με τη Γιουβέντους για την απόκτησή του. Ο Νόρνταλ ήταν κεντρικός επιθετικός που βασίζονταν περισσότερο στα φυσικά του προσόντα παρά στην τεχνική του: είχε πολύ δυνατό κορμί με βάρος 90 κιλά, δυνατότητα χρήσης και των δύο ποδιών, ικανότητα στο ψηλό παιχνίδι. Τα πλεονεκτήματα αυτά ήταν το καλύτερο διαβατήριο για την επιτυχία σε ένα σκληρό πρωτάθλημα όπως το ιταλικό και αυτό επιβεβαιώθηκε τα επόμενα χρόνια.
Μετά την επιτυχημένη έλευσή του στο Μιλάνο, θα συνεργαστεί και με τους συμπαίκτες του στην Εθνική ομάδα, Γκούναρ Γκρεν και Νιλς Λίντχολμ, για να αποτελέσουν το φημισμένο τρίο Gre-No-Li στον μεγάλο σύλλογο της Βόρειας Ιταλίας.[14][15]
Από την πρώτη χρονιά έδειξε ότι θα αποτελούσε το βαρύ πυροβολικό στην επίθεση σκοράροντας στο ντεμπούτο του και σημειώνοντας 15 τέρματα σε 16 συμμετοχές.[16] Το 1951 η ομάδα κατέκτησε τον πρώτο της πρωτάθλημα μετά από 44 χρόνια[8] καθώς και το Λατινικό Κύπελλο. Ο Νόρνταλ ήταν πρώτος σκόρερ και στις δύο διοργανώσεις με 34 και 4 γκολ αντίστοιχα.[17] Είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του Λατινικού Κυπέλλου με 7 τέρματα.[18] Παίζοντας για οκτώ σεζόν με τη μεγάλη ομάδα του Μιλάνου, ήταν ο κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος πέντε φορές (1949–50, 1950–51, 1952–53, 1953–54 και 1954–55), ρεκόρ που παραμένει ακατάρριπτο στην ιστορία του ιταλικού ποδοσφαίρου. Το 1954–55 κέρδισε και δεύτερο πρωτάθλημα με την ομάδα του Μιλάνου. Παραμένει ο κορυφαίος σκόρερ του συλλόγου με 221 γκολ σε 257 επίσημους αγώνες.[2][19][20]
Ο Νόρνταλ είναι ο τρίτος υψηλότερος σκόρερ όλων των εποχών στην ιστορία της πρώτης κατηγορίας του ιταλικού πρωταθλήματος, με 225 γκολ σε 291 παιχνίδια, πίσω από τον Σίλβιο Πιόλα και τον Φραντσέσκο Τότι. Είναι όμως ο αποτελεσματικότερος όλων με μεγάλη διαφορά έχοντας συντελεστή 0,77 γκολ ανά αγώνα.[5][21] Οι Ιταλοί του έδωσαν το ψευδώνυμο il pompiere (ο πυροσβέστης), λόγω της δουλειάς του όταν έπαιζε στη χώρα του.[12]
Αφού έφυγε από το Μιλάνο, ο Σουηδός έπαιξε για τη Ρόμα για δύο χρόνια, ενώ για μικρό χρονικό διάστημα ήταν παίκτης - προπονητής της ομάδας. Το 1959 επέστρεψε στην πατρίδα του και αγωνίστηκε για ένα ακόμα χρόνο πριν αποχωρήσει από την ενεργό δράση έχοντας σημειώσει 374 γκολ σε 463 αγώνες πρωταθλήματος πρώτης κατηγορίας,[22][23] 453 γκολ συνολικά σε εθνικά πρωταθλήματα και τουλάχιστον 514 σε επίσημους αγώνες.[24] Αν προστεθούν και οι φιλικοί αγώνες, το γενικό σύνολο αγγίζει τα 791 τέρματα. Οι εννέα τίτλοι πρώτου σκόρερ σε εθνικά πρωταθλήματα που κατέκτησε σε Σουηδία και Ιταλία υστερούν μόνο των Γιόζεφ Μπίτσαν (12 τίτλοι).[25]
Έχοντας πετύχει 17 χατ-τρικ σε αγώνες πρωταθλήματος ισοφάρισε το ρεκόρ του Τζουζέπε Μεάτσα.[26][27]
Το ρεκόρ του με τα περισσότερα τέρματα που σημειώθηκαν σε μια αγωνιστική περίοδο στο ιταλικό πρωτάθλημα (35 γκολ) του 1949–50 κατέρριψε ο Γκονσάλο Ιγουαΐν την αγωνιστική περίοδο 2015–16.[13][28]
Διεθνής καριέρα
Ο Νόρνταλ κλήθηκε για πρώτη φορά στη σουηδική εθνική ομάδα το 1942. Το 1948 συμμετείχε στο τουρνουά ποδοσφαίρου των Ολυμπιακών Αγώνων κερδίζοντας το χρυσό μετάλλιο, ενώ ο ίδιος ήταν ο πρώτος σκόρερ με 7 τέρματα. Η διοργάνωση του Λονδίνου απέκτησε δημοσιότητα καθώς ήταν η πρώτη που μεταδόθηκε τηλεοπτικά στους σημαντικότερους αγώνες του και η εξαιρετική απόδοση του Νόρνταλ στον τελικό στη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας με 3–1 και ένα γκολ δικό του υπήρξε καθοριστική στην εξέλιξη της καριέρας του. Παραμένει ο μόνος διεθνής τίτλος για την εθνική Σουηδίας.[11] Όμως, η μεταγραφή στο Μιλάνο τον ανάγκασε να αποσυρθεί από την εθνική ομάδα, καθώς οι κανόνες εμπόδισαν τότε τους επαγγελματίες της σουηδικής εθνικής ομάδας, που δεν κλήθηκαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950. Αν και οι συμπατριώτες του μετάνιωσαν για την επιλογή του εκείνη την εποχή, μακροπρόθεσμα ολόκληρο το έθνος επωφελήθηκε από αυτή. Η μεταγραφή άνοιξε τις πόρτες της Ιταλίας στη μακρά λίστα των Σουηδών παικτών που θα έφταναν αργότερα.[8] Σε 33 αγώνες του στην εθνική ομάδα, σημείωσε συνολικά 43 γκολ.[29][30] Στις 10 Μαΐου 1947 αγωνίστηκε ως μέλος της Μικτής Ευρώπης σε αγώνα που έγινε στο Χάμπντεν Παρκ της Γλασκόβης μπροστά σε 135.000 θεατές με αντίπαλο μία ενωμένη ομάδα της Μεγάλης Βρετανίας για την οικονομική ενίσχυση της FIFA. Ο Νόρνταλ σημείωσε το μοναδικό γκολ της ευρωπαϊκής Μικτής (6–1).[31] Το Νοέμβριο του 1953 συμμετείχε ως μέλος της Μικτής Κόσμου στον αγώνα με αντίπαλο την Αγγλία στο Λονδίνο για την επέτειο των 90 χρόνων της Αγγλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας.[32]
Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση
Μετά το τέλος της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως ποδοσφαιριστής ακολούθησε καριέρα προπονητή στη Σουηδία αναλαμβάνοντας διάφορους συλλόγους, μεταξύ των οποίων και αυτούς που είχε αγωνιστεί στο παρελθόν. Το 1980 επέστρεψε για μόνιμη εγκατάσταση στην Ιταλία, όπου και απεβίωσε το 1995, ενώ βρισκόταν σε διακοπές. Το 2003 ήταν ένα από τα 11 πρώτα μέλη του Hall of Fame του σουηδικού Ποδοσφαίρου.[13][33] Αγάλματά του κοσμούν τις δύο πόλεις της Σουηδίας που έπαιξε πρωτίστως ποδόσφαιρο.[34]
Τίτλοι
ΙΦΚ Νόρσεπινγκ
Σουηδικό πρωτάθλημα (4) : 1944–45, 1945–46, 1946–47, 1947–48