Γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά και έλαβε τη Γυμνασιακή του εκπαίδευση στην Κέρκυρα. Σε ηλικία 23 ετών έφυγε για την Ιταλία και σπούδασε νομικά. Συνέχισε τις σπουδές του στην Ιόνιο Ακαδημία απ' όπου αποφοίτησε και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα[3].
Παρά τις σπουδές του στα νομικά, αφιερώθηκε στην ποίηση. Με αφορμή τον θάνατο του Διονύσιου Σολωμού, δημοσιεύει το 1857 ένα επιμνημόσυνο ποίημα με τίτλο Το πρώτο ψυχοσάββατο. Το 1864 συνέγραψε τον Ελληνικό Βασιλικό ύμνο[4] τον οποίο μελοποίησε ο Νικόλαος Μάντζαρος. Το 1875 δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα με τον τίτλο Όρκος. Το 1890 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Ποιητικά Έργα, με την οποία καθιερώνεται ως ποιητής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο[2] και στην οποία περιλαμβανόταν και ο Όρκος. Το 1898 ακολουθεί η συλλογή του Μικρά Ταξείδια.
Επηρεασμένος από τον διδάσκαλό του, στα ποιήματά του υπήρξε μελωδικός, αφηγηματικός και επιδέξιος χειριστής της δημοτικής. Ήταν φυσιολάτρης και πατριδολάτρης, κάτι που επηρέασε έντονα την ποίησή του. Μαζί με τους Ψυχάρη, Παλαμά, Καρκαβίτσα και Πολυλά συνέβαλε στην επιβολή της δημοτικής και στην αναγέννηση των νεοελληνικών γραμμάτων.
Πέθανε στην Κέρκυρα στις 28 Αυγούστου του 1911[1].
Πηγές
Εφημερίδα "Εμπρός", 'Ο θάνατος του Μαρκορά', 30 Αυγούστου 1911, αρχείο σε μορφή pdf.