Η σουηδική βασιλική οικογένεια (σουηδικά: svenska kungafamiljen) από το 1818 αποτελείται από μέλη του σουηδικού βασιλικού Οίκου των Μπερναντότε, στενά συνδεδεμένα με τον βασιλιά της Σουηδίας. Σήμερα όσοι αναγνωρίζονται από την κυβέρνηση, έχουν βασιλικούς τίτλους και προσφωνήσεις (τρόπους επίκλησης) και εκτελούν επίσημες δεσμεύσεις και τελετουργικά καθήκοντα του κράτους. Η ευρύτερη οικογένεια του βασιλιά (σουηδικά: Sveriges kungliga familj ) αποτελείται και από άλλους στενούς συγγενείς, που δεν είναι βασιλικοί και επομένως δεν εκπροσωπούν επίσημα τη χώρα.
Ιστορία
Μια σουηδική βασιλική οικογένεια, ως στενά συνδεδεμένη με έναν αρχηγό κράτους, μπόρεσε να αναγνωριστεί ως υπάρχουσα ήδη από τον 10ο αι., με πιο ακριβείς λεπτομέρειες που προστέθηκαν κατά τους δύο ή τρεις αιώνες που ακολούθησαν. Μια εξαιρετική περίπτωση είναι αυτή της Αγίας Μπρίτζετ (Βριγίτη) (1303–1373), που εκτός Σουηδίας έγινε γνωστή ως πριγκίπισσα της Νερίτσια[1], τίτλος που φαίνεται να ήταν ευγενής και όχι βασιλικός, αφού δεν ήταν κόρη ενός βασιλιά. Ιστορικά επιβεβαιωμένοι μονάρχες αναφέρονται επίσημα από τη Σουηδική Βασιλική Αυλή.
Μέχρι τη δεκαετία του 1620 οι σουηδικές επαρχίες παραχωρούνταν ως εδαφικές πρόσοδοι (appanage) σε βασιλικούς πρίγκιπες, οι οποίοι ως δούκες των επαρχιών αυτών κυβερνούσαν ημιαυτόνομα. Ξεκινώντας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γουσταύου Γ΄, και όπως κωδικοποιήθηκε στην § 34 του Εργαλείου της Διακυβέρνησης του 1772, επαρχιακά δουκάτα υπήρχαν στη βασιλική οικογένεια μόνο ως ονομαστικοί, μη κληρονομικοί τίτλοι, χωρίς καμία εγγενή κληρονομική ιδιοκτησία ή παρακαταθήκη. Αν και αρκετά μέλη της βασιλικής οικογένειας έχουν διατηρήσει μια ειδική δημόσια σύνδεση με ένα δουκάτο, και μερικές φορές διατηρούν μία δευτερεύουσα κατοικία σε αυτό.