Ο Βασίλι Αλεξάντροβιτς Αρχίποφ (ρωσικά: Василий Александрович Архипов, 30 Ιανουαρίου 1926 – 19 Αυγούστου 1998) ήταν αξιωματικός του Σοβιετικού ναυτικού σε πυρηνικό υποβρύχιο, ο οποίος με την διαφωνία του ως προς την εκτόξευση τορπίλης με πυρηνική κεφαλή προς τον στόλο των Ηνωμένων Πολιτειών κατά την διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, απέτρεψε την πιθανή διεξαγωγή πυρηνικού πολέμου την δεκαετία του 1960. Για την εκτόξευση πυρηνικού όπλου απαιτούνταν η ομοφωνία των 3 ανωτέρων αξιωματικών του πληρώματος του υποβρυχίου, και ο Αρχίποφ ήταν ο μοναδικός που αρνήθηκε την εκτόξευση ως ο δεύτερος στην ιεραρχία. Πριν το γεγονός αυτό, ήταν επίσης γνωστός και για τον ρόλο που είχε στη διάσωση του υποβρυχίου Κ-19 το οποίο παρουσίασε πρόβλημα στον πυρηνικό αντιδραστήρα του.
Βιογραφικό
Ο Αρχίποφ γεννήθηκε στα ανατολικά προάστια της Μόσχας με τους γονείς του να είναι χωρικοί. Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης του στη σοβιετική ανωτέρα σχολή ναυτικού στον Ειρηνικό, και συμμετείχε στον Σοβιετοϊαπωνικό πόλεμο τον Αύγουστο του 1945 υπηρετώντας σε ένα ναρκαλιευτικό. Κατόπιν μεταφέρθηκε στη ναυτική σχολή της Κασπίας και αποφοίτησε το 1947.[1]
Μετά την αποφοίτηση του, υπηρέτησε στην υπηρεσία υποβρυχίων στη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και στους στόλους της Βόρειας και της Βαλτικής θάλασσας.[1]
Ατύχημα του K-19
Τον Ιούλιο του 1961, ο Αρχίποφ διορίστηκε υποδιοικητής στο νέας τεχνολογίας πυρηνικό υποβρύχιο Κ-19.[1] Μετά από μια ολιγοήμερη περίοδο ασκήσεων στα ανοικτά της Γροιλανδίας, το υποβρύχιο εμφάνισε σημαντική διαρροή στο ψυκτικό σύστημα του πυρηνικού αντιδραστήρα, κάτι που επηρέασε και τις ικανότητες επικοινωνίας του υποβρυχίου με τον έξω κόσμο με συνέπεια το πλήρωμα να μην μπορεί να επικοινωνήσει με τη διοίκηση στη Μόσχα.
Καθώς δεν υπήρχαν διαθέσιμα εφεδρικά ψυκτικά συστήματα, ο διοικητής του υποβρυχίου ανέθεσε στην 7-μελή ομάδα των μηχανικών να βρουν μια λύση ώστε να αποφευχθεί το λιώσιμο του αντιδραστήρα, κάτι που θα προκαλούσε τον θάνατο όλων των μελών του πληρώματος αλλά και συνθήκες για γενικευμένη φυσική καταστροφή στο εγγύς περιβάλλον. Οι μηχανικοί εργάστηκαν μέσα σε συνθήκες υψηλής έκθεσης στην ραδιενέργεια και για μακρά χρονική περίοδο.
Τελικά κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα εφεδρικό σύστημα ψύξης και έτσι απέφυγαν την κατάρρευση του αντιδραστήρα, ωστόσο όλο πλέον το πλήρωμα του υποβρυχίου είχε εκτεθεί στη ραδιενέργεια, σε περισσότερο ή λιγότερο βαθμό. Τα άτομα της ομάδας των μηχανικών και ο επικεφαλής τους, πέθαναν εντός ενός μηνός από το περιστατικό, ενώ κατά την διάρκεια των 2 επόμενων ετών άλλοι 15 ναύτες πέθαναν από τα συμπτώματα που προκλήθηκαν από την υπερβολική έκθεση τους στη ραδιενέργεια.[2]
Τον Φεβρουάριο του 2006, ο πρώην γενικός γραμματέας της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, πρότεινε το πλήρωμα του Κ-19 ως υποψήφιο για τη λήψη του Νόμπελ Ειρήνης για τις πράξεις της αποφυγής ατυχήματος τον Ιούλιο του 1961.
Στις 27 Οκτωβρίου 1962, κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων της Κούβας, μια αμερικανική νηοπομπή με 11 αντιτορπιλικά και το αεροπλανοφόροUSS Randolph εντόπισαν το σοβιετικό υποβρύχιο B-59 να κινείται στην περιοχή ανοικτά της Κούβας. Παρά το ότι βρίσκονταν σε διεθνή ύδατα, τα αντιτορπιλικά χρησιμοποίησαν βόμβες βυθού για να εξαναγκάσουν το υποβρύχιο να έρθει στην επιφάνεια και να ταυτοποιηθεί. Το υποβρύχιο είχε αρκετές ημέρες να έρθει σε επικοινωνία με τη Μόσχα, και ενώ ήταν ικανό να λαμβάνει ραδιοσήματα από Αμερικανικούς ραδιοσταθμούς, καταδύθηκε βαθύτερα ώστε να ξεφύγει από τα αντιτορπιλικά και τις βόμβες βυθού, και ήταν πλέον πολύ βαθιά για την λήψη του όποιουδήποτε ραδιοσήματος. Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής, ήταν το πλήρωμα του υποβρυχίου να μην γνωρίζει το κατά πόσο είχε ξεκινήσει πόλεμος ή όχι.[3][4] Ο διοικητής του υποβρυχίου, Βαλεντίν Γκριγκορίεβιτς Σαβίτσκυ, αποφάσισε πως ήταν πολύ πιθανό πως είχε ξεκινήσει πόλεμος και θέλησε να ξεκινήσει η διαδικασία της εκτόξευσης τορπίλης με πυρηνική κεφαλή εναντίον του αμερικανικού στόλου που τους κατεδίωκε.[5]
Κανονικά για την εκτόξευση πυρηνικού όπλου η διαδικασία προέβλεπε πως αρκούσε μόνο η συμφωνία του διοικητή με τον κομμισάριο -εκπρόσωπος του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος- εντός του πληρώματος, η οποία επιτεύχθηκε. Ωστόσο ο Αρχίποφ παρά το ήταν τυπικά ο υποδιοικητής του υποβρυχίου στο οποίο βρισκόταν, είχε το αξίωμα του διοικητή του στολίσκου όλων των σοβιετικών υποβρυχίων της περιοχής, κάτι που τον έκανε ισότιμο με τον διοικητή του υποβρυχίου και έτσι χρειάζονταν και η δική του συγκατάθεση ως προς την τελική απόφαση. Κατά την αντιπαράθεση που προκλήθηκε από την διαφωνία, ο Αρχίποφ διατήρησε την στάση του κατά της εκτόξευσης,[7] ενώ η φήμη που είχε αποκτήσει από την αντιμετώπιση του περιστατικού με το Κ-19 τον βοήθησε να επικρατήσει,[5]και τελικά συμφωνήθηκε το υποβρύχιο να αναδυθεί στην επιφάνεια και αναμείνει οδηγίες από τη Μόσχα. Οι μπαταρίες του υποβρυχίου διέθεταν εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό φόρτισης, ενώ ο κλιματισμός βρισκόταν εκτός λειτουργίας, και έτσι το υποβρύχιο ανεβαίνοντας στην επιφάνεια έπλευσε κατόπιν προς τη Ρωσία.[8]
Θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως η εκτόξευση του πυρηνικού όπλου εναντίον του Αμερικανικού στόλου θα είχε προκαλέσει πυρηνικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.[9] Η κυβέρνηση της Ουάσινγκτον ανακοίνωσε πως είχε γνωστοποιήσει στο σοβιετικό υποβρύχιο πως οι βόμβες βυθού που χρησιμοποιήθηκαν ήταν δοκιμαστικές, ωστόσο το υποβρύχιο δεν έλαβε ποτέ την μετάδοση αυτή.
Ο Ρόμπερτ Μακναμάρα ο οποίος ήταν ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ την περίοδο εκείνη, ανέφερε το 2002 πως η κατάσταση είχε έρθει πάρα πολύ κοντά στην διενέργεια πυρηνικού πολέμου, περισσότερο κοντά από ότι κανείς μπορούσε να φανταστεί την περίοδο εκείνη.[10]Σύμφωνα με την μεταγενέστερη μαρτυρία ενός άλλου συμμετέχοντα στο υποβρύχιο κατά τη διάρκεια του περιστατικού, ο διοικητής του υποβρυχίου ενώ εκνευρίστηκε αρχικά, σταδιακά ηρέμησε και αποδέχτηκε την άποψη του Αρχίποφ.[11]
Ύστερη ζωή
Ο Αρχίποφ συνέχισε να υπηρετεί στο Σοβιετικό ναυτικό ως διοικητής υποβρυχίων, και κατόπιν ως διοικητής μοίρας υποβρυχίων. Προήχθη σε υποναύαρχο το 1975 και έγινε ο επικεφαλής της ναυτικής ακαδημίας Κίροφ. Κατόπιν απέκτησε τον βαθμό του αντιναύαρχου το 1981 και συνταξιοδοτήθηκε λίγα χρόνια αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αποσυρόμενος στα περίχωρα της Μόσχας από όπου και κατάγονταν.
Πέθανε στις 19 Αυγούστου του 1998,[1] και θεωρείται πως η ραδιενέργεια που δέχτηκε στο περιστατικό με το υποβρύχιο Κ-19 συνέβαλε στον θάνατο του.[5][12]Εννέα ημέρες μετά τον θάνατο του Αρχίποφ, πέθανε και ο διοικητής του υποβρυχίου Β-59 στο περιστατικό της Κούβας.