Αυτό το λήμμα αφορά την όπερα. Για τις θεότητες της Σκανδιναβικής μυθολογίας, δείτε: Βαλκυρίες.
Η όπεραΒαλκυρία (γερμ.Die Walküre, [diː ˈvalkyːrə]) αποτελεί το δεύτερο μέρος της ρομαντικήςεπικής τετραλογίας του Ρίχαρντ Βάγκνερ, Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν (Der Ring des Nibelungen). Αναφέρεται στον κατάλογο ευρετήριο των έργων του Βάγκνερ με τον αριθμό καταχώρησης 86 Β (WWV Wagner-Werke-Verzeichnis 86 Β). Το πιο γνωστό απόσπασμα του έργου είναι το "The Ride of the Valkyries" (Η Επέλαση των Βαλκυριών).
Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο του Μονάχου, στις 26 Ιουνίου του 1870, μετά από επιμονή του βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας. Στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, ως μέρος του πλήρους κύκλου, στις 14 Αυγούστου του 1876. Στις Η.Π.Α., η όπερα έκανε πρεμιέρα στην Ακαδημία Μουσικής στη Νέα Υόρκη στις 2 Απριλίου του 1877[6].
Σύνθεση
Αν και η Βαλκυρία είναι η δεύτερη από τις όπερες της τετραλογίας Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν, στην πραγματικότητα ήταν η τρίτη κατά σειρά σύνθεσης. Ο Βάγκνερ σχεδιάζοντας μία όπερα για τον θάνατο του Ζίγκφριντ δούλεψε ανάποδα, καθότι αποφάσισε ότι χρειαζόταν άλλη μία όπερα για να εξιστορήσει τα νεανικά χρόνια του Ζίγκφριντ και μετά σκέφτηκε ότι χρειαζόταν να πει και την ιστορία της σύλληψης του Ζίγκφριντ και τις προσπάθειες της Βρουνχίλδης να σώσει τους γονείς του Ζίγκφριντ. Στο τέλος ο Βάγκνερ αποφάσισε ότι χρειαζόταν επίσης ένα πρελούδιο για την κλοπή του χρυσού του Ρήνου και τη δημιουργία του δαχτυλιδιού.
Ο Βάγκνερ σκέφτηκε να συνδυάσει τις δύο τελευταίες όπερες, δηλαδή τη Βαλκυρία, η οποία αρχικά είχε τον τίτλο Ζίγκμουντ και Ζιγκλίντε: η Τιμωρία της Βαλκυρίας (Siegmund und Sieglinde: der Walküre Bestrafung), και τον Χρυσό του Ρήνου. Τον Αύγουστο του 1851, ο Βάγκνερ έγραψε πρώτη φορά για την πρόθεσή του να δημιουργήσει μία τριλογία από όπερες, αλλά δεν έκανε κανένα σχέδιο της πλοκής μέχρι τον Νοέμβριο. Το καλοκαίρι, ο Βάγκνερ και η σύζυγός του νοίκιασαν ένα σπίτι στη Ζυρίχη. Εκεί, μεταξύ της 17ης και της 26ης Μαΐου του 1852, έκανε ένα σχέδιο πρόζας της Βαλκυρίας, δηλαδή μία εκτεταμένη περιγραφή της ιστορίας συμπεριλαμβανομένων και διαλόγων, και τον Ιούνιο έκανε ένα σχέδιο των στίχων. Μεταξύ αυτών των δύο σχεδίων, ο Βάγκνερ πήρε την απόφαση να μην εμφανίσει τον Βόταν στην 1η Πράξη[7], αλλά αντ' αυτού να παρουσιάσει το σπαθί του πριν ξεκινήσει η δράση.
Πριν ακόμα ολοκληρωθεί το κείμενο του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν, ο Βάγκνερ είχε αρχίσει να γράφει τη μουσική. Στις 23 Ιουλίου του 1851 έγραψε σ' ένα φύλλο χαρτί αυτό που έγινε το πιο γνωστό καθοδηγητικό μοτίβο ολόκληρου του κύκλου: το θέμα από το "Ride of the Valkyries" (Η Επέλαση των Βαλκυριών, γερμανικός τίτλος: Walkürenritt). Άλλα πρώιμα μουσικά μέρη για τη Βαλκυρία γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1852. Αλλά δεν ήταν παρά στις 28 Ιουνίου του 1854 που ο Βάγκνερ άρχισε να τα μετατρέπει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο και των τριών πράξεων της όπερας. Αυτό το προσχέδιο (Gesamtentwurf) ολοκληρώθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 1854. Μεγάλο μέρος της εργασίας σ' αυτό το στάδιο ανάπτυξης της όπερας επικαλύφθηκε με την εργασία στην τελική ορχηστρική εκδοχή του Χρυσού του Ρήνου.
Καθώς ο Βάγκνερ συμπεριέλαβε στο σχέδιο κάποιες ενδείξεις για την ενορχήστρωση, αποφάσισε να προχωρήσει απευθείας στην ορχηστρική ολοκλήρωση του έργου τον Ιανουάριο του 1855, χωρίς να έχει κάνει προηγουμένως ένα ενδιάμεσο σχέδιο ενορχήστρωσης όπως είχε κάνει για το Χρυσό του Ρήνου. Αυτή ήταν μία απόφαση για την οποία σύντομα θα μετάνιωνε καθώς οι πολλές διακοπές, συμπεριλαμβανομένης και μίας τετράμηνης επίσκεψης στο Λονδίνο, έκαναν το εγχείρημα πιο δύσκολο απ' ό,τι περίμενε. Έχοντας μεσολαβήσει πάρα πολύς χρόνος μεταξύ του αρχικού σχεδίου και της τελικής επεξεργασίας, ο Βάγκνερ ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς σκόπευε να ενορχηστρώσει το σχέδιο. Κατά συνέπεια, ορισμένα μέρη έπρεπε να τα συνθέσει από την αρχή. Ωστόσο ο Βάγκνερ επέμενε στο στόχο του και το τελικό αποτελέσμα ολοκληρώθηκε στις 20 Μαρτίου του 1856.
Χαρακτήρες
Χαρακτήρας
Τύπος φωνής
Ερμηνευτές πρεμιέρας 26 Ιουνίου 1870 (Διευθυντής ορχήστρας: Franz Wüllner)
Ερμηνευτές πρεμιέρας του πλήρους κύκλου 14 Αυγούστου 1876 (Διευθυντής ορχήστρας: Hans Richter)
Κατά τη διάρκεια μιας δυνατής νυκτερινής καταιγίδας, ένας φυγάς ξένος, κουρασμένος, πληγωμένος και άοπλος σέρνει τα βήματά του και αναζητά καταφύγιο σε μία απομονωμένη καλύβα στο δάσος. Μπαίνοντας, και μη βλέποντας κανένα εκεί, καταρρέει από την κόπωση δίπλα στο τζάκι. Τότε μπαίνει μία νέα γυναίκα, η Ζιγκλίντε, η οποία τον περιθάλπει και τον αναζωογονεί. Απαντώντας την ερώτησή του («που είμαι;») τον πληροφορεί πως το σπίτι και αυτή η ίδια είναι περιουσία του συζύγου της, που λέγεται Χούντινγκ. Η Ζιγκλίντε προτείνει στον ξένο να κάτσει μέχρι να επιστρέψει ο άντρας της. Ο ξένος, αφού ήπιε υδρόμελι, πάει να φύγει φοβούμενος μήπως ο άντρας της του κάνει κακό καθώς είναι ελαφρά τραυματισμένος και έχασε τα όπλα του μετά από συμπλοκή με εχθρούς του, από τους οποίους προσωρινά κατάφερε να ξεφύγει. Όταν η Ζιγκλίντε τον καθησυχάζει, αυτός επιμένει λέγοντας πως είναι προτιμότερο να αποχωρήσει προκειμένου να μην φέρει κακοτυχία στο σπίτι, μιας και η μαύρη μοίρα του τον κυνηγάει παντού και όπου πάει. Η Ζιγκλίντε ωστόσο τον πείθει να μείνει, λέγοντάς του ότι και αυτή είναι δυστυχισμένη και δεινοπαθεί στο σπίτι που ζει. Ο ξένος δέχεται να παραμείνει και αποκαλύπτει πως το όνομά του είναι Βέβαλτ (γερμ. Wehwalt, «αξιολύπητος»).
Σκηνή 2η
Ο Χούντινγκ (γερμ. Hunding, ο «σκυλιάς») επιστρέφει στο σπίτι του και βρίσκει τη γυναίκα του να κάθεται με τον ξένο. Η γυναίκα του τον πληροφορεί για τον ξένο, στον οποίο απλώς προσφέρει φιλοξενία. Ο Χούντινγκ αναγκαστικά δείχνει συγκατάβαση, επειδή όμως ο ξένος πάει να υπερασπισθεί τη Ζιγκλίντε, δεν του έχει εμπιστοσύνη. Τον προσκαλεί σε δείπνο και του ζητά να του διηγηθεί τη ζωή του. Ο Βέβαλτ διστάζει, γι' αυτό ο Χούντιγκ βάζει τη γυναίκα του, η οποία όλο και περισσότερο γοητευμένη από τον επισκέπτη τον παροτρύνει να πει την ιστορία του. Έτσι ο ξένος αρχίζει να διηγείται τη δραματική του ιστορία. Είναι ο Βέβαλτ (Αξιολύπητος) ο «Λυκόπουλος», γιος του λύκου Βόλφε (γερμ. Wolf, λύκος) και περιγράφει πως σε νεαρή ηλικία επιστρέφοντας με τον πατέρα του από το κυνήγι, βρήκαν το σπίτι τους στάχτη, τη μητέρα του δολοφονημένη από άγνωστους ενώ η δίδυμη αδελφή του απήχθη. Από τότε, αυτός και ο πατέρας του ζούσαν στα δάση, όμως οι άνθρωποι τους κυνηγούσαν. Κατά τη διάρκεια μίας καταδίωξης έχασε τα ίχνη του πατέρα του και επειδή βρήκε στο ξέφωτο μόνο ένα άδειο κουφάρι πιστεύει ότι ο λύκος πατέρας του είναι πια νεκρός. Από τότε και μετά δεν βρήκε στον ήλιο μοίρα. Μία μέρα βρήκε μία κοπέλα που παντρευόταν χωρίς τη συγκατάθεσή της και προσπαθώντας να τη σώσει μπλέχτηκε σε μάχη με τους συγγενείς της. Όμως η νύφη σκοτώθηκε και καθώς τα όπλα του καταστράφηκαν στη συμπλοκή, αναγκάστηκε να διαφύγει. Κι επειδή τώρα τον καταζητούν παντού, βρήκε τυχαία καταφύγιο στο σπίτι αυτό. Ο Χούντινγκ ακούγοντάς τον με μεγάλη δυσφορία και αγανάκτηση τού αποκαλύπτει πως εκείνοι με τους οποίους πολέμησε ο ξένος ήταν συγγενείς του και ότι μόλις επέστρεψε από τον τόπο του εγκλήματος, στον οποίο δυστυχώς είχε φτάσει πολύ αργά και δεν πρόλαβε να τους υπερασπισθεί. Επειδή όμως είναι νύχτα και ο νόμος της φιλοξενίας έτσι το επιβάλλει, αποφασίζει να του παραχωρήσει προσωρινά την καθιερωμένη φιλοξενία αλλά και να αναμετρηθούν μέχρι θανάτου το επόμενο πρωί. Στέλνει τη γυναίκα του στον κοιτώνα και αποχωρεί και αυτός για ύπνο αφήνοντας τον ξένο μόνο του.
Σκηνή 3η
Ο Βέβαλτ βρίσκεται σε κατάσταση απελπισίας. Μόνος και άοπλος στο σπίτι του εχθρού του, περιμένει τα χαράματα και την άνιση μονομαχία. Μην μπορώντας να κλείσει μάτι όλη νύχτα και καθώς συλλογιζόταν τι να κάνει, μία λάμψη απ' τη φωτιά φωτίζει τον κορμό ενός δένδρου. Βλέπει τη γυαλιστερή λαβή ενός σπαθιού και θυμάται μία παλιά υπόσχεση του πατέρα του πως όταν θα βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτης ανάγκης, αυτός θα του είχε κρατημένο ένα σωτήριο σπαθί. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίζεται η Ζιγκλίντε μέσα από το πηχτό σκοτάδι ενώ έχει ναρκώσει τον Χούντινγκ σε βαθύ ύπνο. Αποκαλύπτει στον ξένο πως και η ίδια απήχθη και παντρεύτηκε με τη βία και ότι την ημέρα του γάμου της εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άνδρας, ο οποίος σφήνωσε ένα σπαθί στον κορμό του δέντρου που είναι στο κέντρο του δωματίου. Όλοι προσπάθησαν να το αποσπάσουν αλλά ούτε ο Χούντινγκ ούτε κανείς άλλος από τους συντρόφους του μπόρεσε να βγάλει το σπαθί από το δέντρο. Ο μυστηριώδης γέρος έφυγε γελώντας τρανταχτά. Έκτοτε, όποιος και αν το προσπάθησε, κανείς δεν μπόρεσε να κάνει το σπαθί δικό του. Γι' αυτό και έμεινε μέχρι τώρα βαθιά χωμένο στον κορμό του δέντρου. Λέγοντας αυτά, η Ζιγκλίντε εκφράζει την επιθυμία της να είναι ο Βέβαλτ αυτός που θα μπορέσει να τραβήξει το σπαθί και να τη σώσει. Ο Βέβαλτ εκφράζει την αγάπη του γι' αυτήν, εκείνη ανταποδίδει, και της υπόσχεται πως αφού αφαιρέσει το σπαθί θα την παντρευτεί και θα τη σώσει από τον βάναυσο άντρα της. Η Ζιγκλίντε εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιεί ότι οι δυο τους μοιάζουν πολύ και τότε αποκαλεί τον Βέβαλτ με το πραγματικό του όνομα: Ζίγκμουντ (γερμ. Siegmund, «νικητήριος»). Ο Ζίγκμουντ τραβάει εύκολα το σπαθί και η Ζιγκλίντε του λέει ότι είναι η δίδυμη αδελφή του, παιδιά του κοινού πατέρα τους, του λύκου Βέλζε (γερμ. Wälse). Ο Ζίγκμουντ βαφτίζει το σπαθί «Νότουνγκ» (γερμ. Nothung, «χρήσιμο», καθώς είναι το όπλο που χρειάζεται για την επικείμενη μάχη του με τον Χούντινγκ) και αρπάζει με πάθος την αδελφή του και εγκαταλείπουν και οι δυο το σπίτι του Χούντινγκ ενώ ξημερώνει η επόμενη μέρα.
Πράξη Β΄
Σκηνή 1η
Ο θεός Βόταν στέκεται σε μία βουνοπλαγιά μαζί με τη Βρουνχίλδη, τη βαλκυρία κόρη του, την οποία καθοδηγεί και διατάζει να προστατέψει τον Ζίγκμουντ στην επερχόμενη αναμέτρησή του με τον Χούντινγκ και μετά τη μάχη να οδηγήσει τον νεκρό Χούντινγκ στη Βαλχάλλα, την πολεμική αίθουσα των νεκρών ηρώων. Η Βρουνχίλδη αφελής μα και υπάκουη πάει για να προετοιμαστεί, παρατηρεί όμως φεύγοντας ότι η Φρίκα, η σύζυγος του Βόταν, καταφθάνει έξαλλη επάνω στο άρμα της. Η Φρίκα, ως θεά του γάμου και της εστίας, απαιτεί την τιμωρία του Ζίγκμουντ και της Ζιγκλίντε, οι οποίοι έχουν διαπράξει μοιχεία και αιμομιξία. Επίσης ξέρει ότι ο Βόταν, ως μεταμφιεσμένος θνητός ονόματι Βέλζε, είναι ο πατέρας του ζεύγους. Ο Βόταν αρχικώς αρνείται να ικανοποιήσει το αίτημα της Φρίκα και παρουσιάζει τον Ζίγκμουντ ως τον ελεύθερο ήρωα που χρειάζεται ώστε να πραγματοποιηθούν τα σχέδιά του να ανακτήσει το δαχτυλίδι. Η Φρίκα αντιτάσσει ότι ο Ζίγκμουντ δεν είναι ελεύθερος ήρωας αλλά ανυποψίαστο πιόνι και δημιουργία του Βόταν. Καθώς η Φρίκα δεν αφήνει καθόλου περιθώρια στον Βόταν, εκθέτοντάς τον φανερά για όλες τις απάτες που έχει κάνει μέχρι τώρα, ο Βόταν υποκύπτει και δίνει τον λόγο του ότι ο Ζίγκμουντ θα πεθάνει.
Σκηνή 2η
Η Βρουνχίλδη ξαναέρχεται έτοιμη για να ξεκινήσει. Βρίσκει τον απελπισμένο Βόταν και λαμβάνει τις νέες εντολές. Δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτή η ξαφνική αλλαγή και γιατί δεν πρέπει να προστατέψει τον Ζίγκμουντ. Έτσι σε ένα μακρύ μονόλογο ο Βόταν εξηγεί τα προβλήματά του: προβληματισμένος από την προειδοποίηση της Έρντα (στο τέλος του Χρυσού του Ρήνου), παρέσυσε τη θεά τη Γης για να μάθει περισσότερα για τη μοίρα του. Από την ένωσή του μαζί της γεννήθηκε η Βρουνχίλδη. Ο Βόταν μεγάλωσε τη Βρουνχίλδη και άλλες οκτώ κόρες ως Βαλκυρίες, δηλαδή ως γυναίκες πολεμιστές που συγκεντρώνουν τις ψυχές των νεκρών ηρώων για να σχηματίσουν ένα στρατό ενάντια στον Άλμπεριχ. Ο στρατός θα αποτύχει αν ο Άλμπεριχ αποκτήσει ποτέ το δαχτυλίδι, το οποίο βρίσκεται στην κατοχή του Φάφνερ. Ο Βόταν δεν μπορεί να πάρει το δαχτυλίδι από τον Φάφνερ γιατί έχει κάνει συμφωνία μαζί του. Γι' αυτό και χρειάζεται έναν ελεύθερο ήρωα ώστε να νικήσει τον Φάφνερ αντ' αυτού. Όμως, κατόπιν της στάσης της Φρίκα, ο Βόταν απαγορεύει στη Βρουνχίλδη να προστατέσει τον Ζίγκμουντ. Η βαλκυρία υπακούει, παίρνει το δόρυ του Βόταν και ξεκινάει.
Σκηνή 3η
Έχοντας αφήσει το σπίτι του Χούντινγκ, ο Ζίγκμουντ και η Ζιγκλίντε μπαίνουν στο ορεινό πέρασμα. Από μακριά ακούγεται να καταφθάνει ο Χούντινγκ ενώ η Ζιγκλίντε παραληρώντας από τον φόβο και τις τύψεις βλέπει μέσα σε παραίσθηση πως τα σκυλιά του Χούντινγκ κατασπαράσσουν τον Ζίγκμουντ του οποίου το σπαθί έχει σπάσει προηγουμένως στη διάρκεια της μάχης. Ο Ζίγκμουντ μάταια προσπαθεί να την καθησυχάσει. Η Ζιγκλίντε ψυχικά εξουθενωμένη από την περιπλάνησή τους λιποθυμά στα χέρια του Ζίγκμουντ. Ο Ζίγκμουντ μένει μόνος να φρουρεί την αδερφή του ενώ αυτή κοιμάται.
Σκηνή 4η
Η Βρουνχίλδη, ηρωική και πένθιμη εμφανίζεται μπροστά στον Ζίγκμουντ και του αναφέρει πως πρέπει να την ακολουθήσει στη Βαλχάλλα διαφορετικά ο Χούντινγκ θα τον σκοτώσει. Ο Ζίγκμουντ αρνείται να ακολουθήσει τη Βρουνχίλδη στη Βαλχάλλα όταν εκείνη του λέει ότι δεν μπορεί η Ζιγκλίντε να έρθει μαζί τους. Αρνούμενος να εγκαταλείψει την αγαπημένη του, ο Ζίγκμουντ απαρνείται τις θεϊκές τιμές και μέσα στην απόγνωσή του τραβά το ξίφος του και απειλεί να σκοτώσει τη Ζιγκλίντε και ο ίδιος να αυτοκτονήσει. Εντυπωσιασμένη από το πάθος του, η Βρουνχίλδη αποφασίζει να παρακούσει τον Βόταν και λέει στον Ζίγκμουντ ότι θα τον βοηθήσει να νικήσει τον Χούντινγκ.
Σκηνή 5η
Ο Ζίγκμουντ αποχωρίζεται τη Ζιγκλίντε και αναχωρεί για να αντιμετωπίσει τον Χούντινγκ. Η Ζιγκλίντε ξαναβρίσκει τις αισθήσεις της, έχει χάσει όμως τα λογικά της και νομίζει ότι παρακολουθεί τη μάχη σαν μέσα από εφιάλτη όπως τότε που την είχανε απαγάγει από το πατρικό της σπίτι. Η σύγκρουση ξεκινάει και κατά τη διάρκεια της μάχης η Βρουνχίλδη παροτρύνει τον Ζίγκμουντ να επιτεθεί δίνοντάς του δύναμη από το δόρυ του Βόταν που έχει κοντά της. Αλλά τη στιγμή που ο Ζίγκμουντ είναι έτοιμος να σκοτώσει τον αντίπαλό του, εμφανίζεται ξαφνικά ο οργισμένος Βόταν, αποσπά το δόρυ του από τα χέρια της Βρουνχίλδης και το βάζει μπροστά στον Χούντινγκ, ώστε το σπαθί του Ζίγκμουντ χτυπά πάνω στο δόρυ και σπάει. Έτσι ο Βόταν εκπληρώνει την υπόσχεση που είχε δώσει προηγουμένως στη Φρίκα σπάζοντας το σπαθί του Ζίγκμουντ. Η Βρουνχίλδη, τρομοκρατημένη από το θυμό του πατέρα της, ρίχνει την ασπίδα και έτσι ο Χούντινγκ με το δόρυ του τρυπά τον ανυπεράσπιστο πλέον Ζίγκμουντ σκοτώνοντάς τον. Η βαλκυρία μαζεύει τα θραύσματα του σπαθιού και απομακρύνεται μαζί με τη Ζιγκλίντε για να σωθούν και οι δυο. Ο Βόταν εκδικείται τον χαμό του αγαπημένου του γιου σκοτώνοντας τον Χούντινγκ ενώ παράλληλα υπόσχεται να τιμωρήσει σκληρά τη Βρουνχίλδη για την ανυπακοή της.
Πράξη Γ΄
Σκηνή 1η
Οι υπόλοιπες Βαλκυρίες συγκεντρώνονται στην κορυφή ενός βουνού, έχοντας η καθεμία ένα νεκρό ήρωα στο δισάκι της, και μένουν έκπληκτες όταν φτάνει η Βρουνχίλδη με μία ζωντανή γυναίκα, τη Ζιγκλίντε. Η Βρουνχίλδη τις ικετεύει να τη βοηθήσουν αλλά αυτές αρνούνται υπό τον φόβο της οργής του Βόταν. Η Ζιγκλίντε ζητά να τη σκοτώσουν καθώς δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τον Ζίγκμουντ. Όταν η Βρουνχίλδη αποκαλύπτει ότι η Ζιγκλίντε είναι έγκυος με το παιδί του Ζίγκμουντ, οι βαλκυρίες προτείνουν να μεταφερθεί σε ένα παρακείμενο δάσος το οποίο δεν επισκέπτεται ποτέ ο Βόταν. Εκεί βρίσκεται ο γίγαντας Φάφνερ μεταμορφωμένος σε δράκο. Πριν αναχωρήσει η Ζιγκλίντε, η Βρουνχίλδη τής προμαντεύει πως ο γιος της θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο ήρωα, με το όνομα Ζίγκφριντ.
Σκηνή 2η
Ο Βόταν εμφανίζεται οργισμένος και αναγγέλλει στη Βρουνχίλδη πως την καθαιρεί από τη θέση της Βαλκυρίας και πως γίνεται θνητή γυναίκα που θα είναι βυθισμένη σε μαγικό ύπνο στο βουνό, λεία σε κάθε άνθρωπο που θα περνάει από εκεί. Αυτός που θα την ξυπνήσει από τον βαθύ ύπνο, θα την κάνει γυναίκα του. Έντρομες οι υπόλοιπες Βαλκυρίες φεύγουν από το μέρος.
Σκηνή 3η
Η Βρουνχίλδη μένει μόνη με τον Βόταν και τον εκλιπαρεί να δείξει έλεος, καθώς είναι η αγαπημένη του κόρη. Επίσης εξιστορεί το θάρρος του Ζίγκμουντ και την απόφασή της να τον προστατεύσει, γνωρίζοντας ότι αυτή ήταν η αληθινή επιθυμία του Βόταν. Με τη φράση "Der diese Liebe mir ins Herz gehaucht" (Αυτός που εμφύσησε την αγάπη του μέσα μου), προσδιορίζει τις πράξεις της ως τη πραγματική βούληση του Βόταν. Ο Βόταν εμμένει στη σκληρή τιμωρία του αλλά δέχεται το τελευταίο αίτημά της: να περικυκλώσει την κορυφή του βουνού με μαγική φωτιά έτσι ώστε να αποτρέψει όλους να την πλησιάσουν, εκτός από τον πιο γενναίο από τους ήρωες (ο οποίος, όπως φαίνεται από το καθοδηγητικό μοτίβο, ξέρουν και οι δύο ότι θα είναι ο αγέννητος ακόμα Ζίγκφριντ. Ο Βόταν ξαπλώνει τη Βρουνχίλδη πάνω στο βράχο και με μία μακρά αγκαλιά τη φιλάει και τη βυθίζει σ' έναν μαγεμένο ύπνο. Κατόπιν καλεί τον Λόγκε (Νορβηγό ημίθεο της φωτιάς) να ανάψει τον κύκλο της φωτιάς και στη συνέχεια φεύγει πικραμένος φωνάζοντας: «Όποιος τρέμει το δόρυ μου να μην τολμήσει να διαβεί το πυρ!»[8]. Η αυλαία πέφτει.
Μυθολογικό υπόβαθρο
Το λιμπρέτο του Βάγκνερ για τη Βαλκυρία έχει πολλές πηγές. Βασίζεται στη Σκανδιναβική μυθολογία και ειδικότερα στα κείμενα του κύκλου Βόλσουνγκ (Βέλζε, Βέλζουνγκ, Βέλζουνγκεν) και της Ποιητικής Έντα. Η εκδοχή των μύθων όπως προβάλλονται στο έργο του Βάγκνερ διαφοροποιούνται σε κάποια σημεία από τα παραδοσιακά κείμενα. Ο χαρακτήρας του Ζίγκμουντ βασίζεται στον ομώνυμο χαρακτήρα του κύκλου Βόλσουνγκ, με τη διαφορά ότι στην όπερα του Βάγκνερ εμφανίζεται ως γιος του Βόταν και όχι δισέγγονός του. Ο χαρακτήρας της Ζιγκλίντε βασίζεται επίσης στους χαρακτήρες των Signy και Hjordis (μητέρα του πολεμιστή Ζίγκφριντ) του κύκλου Βόλσουνγκ, αν και διαφοροποιείται καθώς η Signy αποπλανά τον αδελφό της Ζίγκμουντ. Στις Σκανδιναβικές πηγές, οι Βαλκυρίες αποτελούν ελάσσονες θηλυκές θεότητες που υπηρετούν τον Βόταν, ενώ στην εκδοχή του Βάγκνερ είναι κόρες του. Επίσης έχει φανερές ελληνιστικές επιρροές, πράγμα πολύ διαδεδομένο για την εποχή εκείνη. Όλα αυτά τα στοιχεία ο Βάγκνερ τα συνέδεσε και τους έδωσε μια καινούργια έννοια μέσα από τις συνταραγμένες συνθήκες του δέκατου ένατου αιώνα. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Βάγκνερ είχε προσωπικά ιδιαίτερη σχέση με το γυναικείο φύλο. Η μητέρα του πέθανε το 1848. Εκείνη την εποχή συνέλαβε και τη κύρια ιδέα για την τετραλογία, όταν ο Βάγκνερ ήτανε ένας από τους πιο ένθερμους δράστες της γερμανικής επανάστασης με πρότυπο τη γαλλική επανάσταση. Ανάμεσα στους πιο στενούς του φίλους ήτανε ο Μιχαήλ Μπακούνιν, αναρχικός. Καθώς το 1849 τον καταζητούσε η αστυνομία κατέφυγε εξόριστος στη Σαξονία, τη Βιέννη και το Παρίσι. Το θέμα της ερωτικής αγάπης είναι ακραία εξιδανίκευση των δικών του συναισθημάτων, ιδίως για την κυρία Βέζεντονγκ, θέμα που το αξιοποίησε με θαυμαστό και όλο και πιο έντονο τρόπο και εδώ και στο Ζίγκφριντ αλλά και στο Τριστάνος και Ιζόλδη. Ο ρόλος της Βαλκυρίας είναι εμπνευσμένος από τη μορφή της ελευθερίας της γαλλικής επαναστάσεως. Το ίδιο το κυρίαρχο μοτίβο της μορφής αυτής καθώς και πολλά μουσικά αποσπάσματα από τον Ρόλο της θυμίζουν τον ύμνο της γαλλικής επανάστασης. Ο Ζίγκμουντ και αργότερα ο Ζίγκφριντ είναι προσωποποιήσεις του υπερανθρώπου του Φρίντριχ Νίτσε. «Διότι από μόνος του πρέπει ο ελεύθερος άνθρωπος να δημιουργήσει τον εαυτό του.» Ο Βόταν εκπροσωπεί το φθαρμένο κατεστημένο, το οποίο είναι καταδικασμένο από τις ίδιες του τις πράξεις να αυτοκαταστραφεί. Ο Χούντιγκ είναι επίσης εκπρόσωπος του κατεστημένου. Το σπαθί συνηθίζεται στους μύθους της δυτικής Ευρώπης, έτσι ώστε να εμφανίζεται άλλοτε ως Εξκάλιμπουρ, Γκράμ, Μπάλμουνγκ ή Νότουνγκ όπως εδώ. Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η εμπλοκή και ο ρόλος του Λόγκε. Ενώ στη μυθολογία των Βίκινγκ ήταν αντίμαχος του Βόταν και κάτοχος στρατιάς, εδώ ο Βάγκνερ τον κάνει υπηρέτη σύμβουλο και ακόλουθό το, ακόμα και απλό στοιχείο της φύσης (φωτιά) εντυπωσιάζοντας με την εικόνα της πύρινης «φρουράς» της αιώνια κοιμωμένης Βρουνχίλδης.
Edward Cook, Gabriele Maria Ronge, John Wegner, Carla Pohl, Frode Olsen, Zlatomira Nikolova
Günter Neuhold Badische Staatskapelle
CD: Brilliant Classics (με την άδεια της Bella Musica) Κατ: 99801 (ολόκληρο το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν)[11] Stereo, Ζωντανή ηχογράφηση στην Καρλσρούη
2002-2003
Robert Gambill, Angela Denoke, Γιάν Χέντρικ Ρότερινγκ, Renate Behle, Attila Jun, Tichina Vaughn
Lothar Zagrosek Κρατική Όπερα της Στουτγκάρδης
CD: Naxos Records Κατ: 8.660172-74 DVD: TDK "Mediactive" Κατ: DV-OPRDNW Stereo (SACD), Ζωντανή ηχογράφηση και μαγνητοσκόπηση στη Στουτγκάρδη
2004
Stuart Skelton, Deborah Riedel, John Bröcheler, Lisa Gasteen, Richard Green, Elizabeth Campbell
Η επέλαση των Βαλκυριών - Ηχητικό απόσπασμα της πρώτης σκηνής της τρίτης πράξης του έργου, με την Αμερικανική Συμφωνική Ορχήστρα (American Symphony Orchestra) το 1921.
Die Walküre - Η πλοκή της όπερας με συνοδευτικά αρχεία ήχου.