Ο Βίλχελμ Ρίττερ φον Λέεμπ (Wilhelm Ritter[1] von Leeb) (5 Σεπτεμβρίου1876 - 29 Απριλίου1956) ήταν Γερμανός αξιωματικός του Στρατού και κατά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και έφθασε μέχρι το αξίωμα του Στρατάρχη. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δικάσθηκε σε δίκη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης και καταδικάσθηκε σε τρία χρόνια φυλάκισης, τα οποία δεν εξέτισε, καθώς είχε συμπληρώσει μεγαλύτερο διάστημα υπό κράτηση.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Βίλχελμ Λέεμπ γεννήθηκε στο Λάντσμπεργκ αμ Λεχ (Landsberg am Lech) της Βαυαρίας στις 5 Σεπτεμβρίου 1876. Το 1895 κατατάχτηκε στο 4ο Σύνταγμα Πυροβολικού της Βαυαρίας ως υποψήφιος αξιωματικός και, το 1897 ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός. Η πρώτη του πολεμική αποστολή ήταν σε συμμετοχή πολυεθνικής δύναμης για τη διάσωση των ξένων αποστολών κατά την εξέγερση των Μπόξερ στο Πεκίνο της Κίνας το 1900. Επιστρέφοντας στη Γερμανία φοίτησε στη Βαυαρική Στρατιωτική Ακαδημία στο Μόναχο και στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως αξιωματικός του Βαυαρικού Γενικού Επιτελείου και στη συνέχεια του Μείζονος Γενικού Επιτελείου στο Βερολίνο (1909-1911). Το 1911 προάχθηκε σε Λοχαγό και τοποθετήθηκε αρχικά Διοικητής Πυροβολαρχίας στο 10ο Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού (1912 - 1913) με έδρα το Έρλάνγκεν (Erlangen) και στη συνέχεια στο Γενικό Επιτελείο του 1ου Βαυαρικού Σώματος στο Μόναχο. Στη θέση αυτή τον βρήκε η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Περίοδος Μεσοπολέμου
Αρχικά αξιωματικός του Επιτελείου, ο Λέεμπ μετατέθηκε στην 11η Βαυαρική Μεραρχία Πεζικού. Το 1916 προάχθηκε σε Ταγματάρχη και, στις 29 Μαΐου του απονεμήθηκε ο Σταυρός των Ιπποτών της Τάξεως του Τάγματος του Μαξ-Γιόζεφ. Το παράσημο αυτό, αντίστοιχο με το πρωσικό "Pour le Mérite", συνοδεύτηκε με την απονομή τίτλου ευγενείας (21 Ιουνίου 1916), πράγμα που του επέτρεψε να προσθέσει τον τίτλο "Ρίττερ" και το πρόθεμα "φον" στο όνομά του. Ως Ταγματάρχης έλαβε μέρος στη μάχη του Κόβελ εναντίον των Ρώσων[2]. Λίγο αργότερα μετατέθηκε στο Ανατολικό μέτωπο. Το 1917 τοποθετήθηκε στο Επιτελείο του Διαδόχου Ρούπρεχτ (Rupprecht) της Βαυαρίας.
Μετά τον Πόλεμο ο Λέεμπ κρίθηκε ότι μπορούσε να παραμείνει στη Ράιχσβερ, τον μικρό στρατό που η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέτρεπε στη Γερμανία να διατηρεί. Το 1920 προάχθηκε σε Αντισυνταγματάρχη. Το 1923 έλαβε μέρος στην καταστολή του "Πραξικοπήματος της μπιραρίας" (Beer Hall Putsch), που αποπειράθηκαν ο Χίτλερ και οι Εθνικοσοσιαλιστές του. Το 1926 ανέλαβε τη Διοίκηση του 7ου Συντάγματος Πυροβολικού και το 1928 ήταν ένας από τους δύο υποδιοικητές της 5ης Μεραρχίας Πεζικού με έδρα τη Στουτγκάρδη. Το 1929 τοποθετείται υποδιοικητής της 7ης Μεραρχίας Πεζικού στο Μόναχο και, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους προάγεται σε Υποστράτηγο. Το 1930 και μέχρι την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζιστές, ο Λέεμπ ήταν ο επικεφαλής του "Wehrkreis VII" (Στρατιωτικής Περιφέρειας VII), η οποία κάλυπτε όλη τη Βαυαρία.
Ο Λέεμπ δεν ήταν μόνον αξιωματικός της δράσης, αλλά και εξαίρετος θεωρητικός, ιδιαίτερα στην τακτική του αμυντικού πολέμου. Συνέγραψε πολλά άρθρα αλλά και το βιβλίο "Die Abwehr" (Σε Άμυνα), το οποίο εκδόθηκε το 1938 και οι θεωρητικές του τοποθετήσεις του είχαν προσδώσει διεθνή αναγνώριση. Οι Σοβιετικοί, με την ανασυγκρότηση του Κόκκινου Στρατού, ενστερνίστηκαν πολλές από τις αρχές που πρότεινε ο Λέεμπ στις δημοσιεύσεις του, ενσωματώνοντάς τις σε αντίστοιχους στρατιωτικούς κανονισμούς.
Όταν οι Ναζιστές κατέλαβαν την εξουσία το 1933 ο Λέεμπ δεν ήταν από τους ένθερμους θιασώτες τους. Ο Χίτλερ τον χαρακτήριζε "αδιόρθωτο αντιναζιστή", αν και ο Λέεμπ ποτέ δεν συμμετείχε σε καμία αντιστασιακή κίνηση εναντίον του Ναζισμού ή του ενσαρκωτή του. Ο Χίτλερ χλεύαζε, επίσης, τις θρησκευτικές αντιλήψεις του στρατηγού του. Το 1934 προάχθηκε σε Αντιστράτηγο και ανέλαβε τη Διοίκηση της 2ης Στρατιάς στο Κέσσελ. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα βρεθεί επικεφαλής του καταλόγου των αποστρατευομένων αξιωματικών, ύστερα από την υπόθεση Μπλόμπεργκ-Φριτς.
Δεν παρέμεινε επί πολύ σε αποστρατεία: Τον Αύγουστο του 1938, ύστερα από την "κρίση" στην Τσεχοσλοβακία ο Λέεμπ ανακαλείται στην ενεργό υπηρεσία και του ανατίθεται η Διοίκηση της νεοσυσταθείσης 12ης Στρατιάς. Δεν χρειάστηκαν εχθροπραξίες, καθώς η Γερμανία ενσωμάτωσε χωρίς σύρραξη τη Σουδητία και οι άνδρες του Λέεμπ την κατέλαβαν ειρηνικά. Ο Λέεμπ επέστρεψε στη Βαυαρία και στην αποστρατεία του.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 ο Λέεμπ ανακλήθηκε για τρίτη φορά στην ενεργό υπηρεσία. Του ανατέθηκε η Διοίκηση της Ομάδας Στρατιών C, η οποία είχε επιφορτισθεί με την άμυνα της Γερμανίας από τα δυτικά, καθώς οι υπόλοιπες δυνάμεις της Βέρμαχτ εισέβαλαν στην Πολωνία. Ο Λέεμπ συγκράτησε την - πολύ ασθενική - γαλλική διείσδυση στο Σάαρ και, στα μέσα του Οκτωβρίου, εξαπέλυσε μικρής κλίμακας αντεπίθεση εκδιώκοντας τους Γάλλους από το γερμανικό έδαφος[3].
Μαθαίνοντας το σχέδιο εισβολής στις Κάτω Χώρες και στη Γαλλία ο Λέεμπ αντιτίθεται σφοδρά, ιδιαίτερα για την εισβολή στο ουδέτερο Βέλγιο, κυρίως για ηθικούς λόγους[εκκρεμεί παραπομπή]. Κυκλοφόρησε μνημόνιο στους συναδέλφους του, στο οποίο εξέθετε τις απόψεις του. Από πολλούς, όμως, θεωρείτο υπερβολικά συντηρητικός και ξεπερασμένος από τον χρόνο. Παρόλ' αυτά διατήρησε τη Διοίκηση της Ομάδας Στρατιών C, η οποία αποτελείται κυρίως από μονάδες χαμηλής μαχητικής ισχύος. Ο Λέεμπ, με πολύ επιτυχημένες κινήσεις αντιπερισπασμού, ανάγκασε τους Γάλλους να διατηρούν σημαντικές δυνάμεις στη Γραμμή Μαζινό, στην οποία είχαν βασίσει όλη την αμυντική τακτική τους και της οποίας τη διάσπαση έτρεμαν. Η διατήρηση αυτών των γαλλικών δυνάμεων εκεί τις απέσπασε από το σημείο όπου πραγματοποιήθηκε η πραγματική εισβολή στη Γαλλία (περιοχή του Σεντάν),καθιστώντας τις ανενεργές και ανίκανες να επέμβουν. Επιπλέον, μετά την εκκένωση της Δουνκέρκης οι δυνάμεις του συνέλαβαν περίπου 250.000 Γάλλους αιχμαλώτους.
Αν και ο ρόλος των δυνάμεων του Λέεμπ ήταν μικρός σε σχέση με των υπόλοιπων, ο Λέεμπ ανταμείφθηκε από τον Χίτλερ με το αξίωμα του Στρατάρχη τον Ιούλιο του 1940 και του απονεμήθηκε ο Σιδηρούς Σταυρός των Ιπποτών. Η εμπιστοσύνη του Χίτλερ στον Λέεμπ είχε ανανεωθεί σε τέτοιο βαθμό που του ανέθεσε τη Διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Βορρά (Nord), επιφορτισμένης με το βόρειο τομέα στην Εισβολή στη Σοβιετική Ένωση. Η ομάδα Λέεμπ όφειλε να συντρίψει τις Σοβιετικές μονάδες στην περιοχή της Βαλτικής και να καταλάβει όλες τις Σοβιετικές ναυτικές βάσεις. Για πρώτη φορά, ωστόσο, διοικούσε μεγάλες μονάδες τεθωρακισμένων, στις οποίες δεν είχε την παραμικρή εμπειρία. Ο Λέεμπ ήταν, όμως, συνεπής αξιωματικός: Μέσα σε λιγότερο από 90 ημέρες, η Ομάδα Στρατιών του βρέθηκε στις παρυφές του Λένινγκραντ.
Αδυνατώντας, λόγω του ιδιόρρυθμου εδάφους που την περιβάλλει, να καταλάβει την πόλη, άρχισε την Πολιορκία του Λένινγκραντ, η οποία θα διαρκούσε τρία χρόνια. Σημαντική για τη Βέρμαχτ ήταν και η απώλεια της μάχης του Τιχβίν (Tikhvin), στην οποία ενώ οι γερμανικές δυνάμεις αρχικά κατέλαβαν την πόλη Τιχβίν, σημείο-κλειδί για την κατάληψη του Λένινγκραντ, την ξαναέχασαν ύστερα από αντεπίθεση των Σοβιετικών. Η αλήθεια είναι ότι ο Στρατάρχης, σταθμίζοντας την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, πρότεινε την εγκαθίδρυση μιας αμυντικής ζώνης στην περιοχή και την εξαπόλυση επίθεσης κατάληψης σε καταλληλότερη εποχή και με ευνοϊκότερες συνθήκες. Ο Χίτλερ αγνόησε την εισήγησή του.
Η καθυστέρηση της κατάληψης του Λένινγκραντ ερέθισε την ανυπομονησία του Χίτλερ, ο οποίος σχολίασε "... ο Λέεμπ διανύει την περίοδο της δεύτερης παιδικής του ηλικίας: Δεν κατανοεί ούτε εκτελεί το σχέδιό μου για γρήγορη κατάληψη του Λένινγκραντ. Προφανώς έχει γεράσει, έχει χάσει πια το νεύρο του και, ως συνεπής Καθολικός, προτιμά να προσεύχεται παρά να πολεμά". Έχοντας ήδη παύσει αρκετούς αξιωματικούς του από τις θέσεις τους, παρενέβαινε όλο και περισσότερο στις επιχειρήσεις με ολοένα και πιο περίεργες διαταγές. Ο Λέεμπ, βλέποντας ότι από Διοικητής έχει μετατραπεί σε εκτελεστή εντολών του Φύρερ, με τις οποίες, άλλωστε, διαφωνεί ριζικά, δεν άντεξε και, τον Ιανουάριο του 1942 ζήτησε από τον Χίτλερ την απαλλαγή από τα καθήκοντά του [4]. Ο Χίτλερ τον αντικατέστησε με τον Στρατηγό Γκέοργκ φον Κύχλερ (Georg von Küchler). Ο Λέεμπ επέστρεψε στη Βαυαρία και δεν θα ανακαλούνταν ποτέ πλέον σε ενεργό υπηρεσία.
Μετά τον Πόλεμο
Όταν ο Πόλεμος έληξε, οι Σύμμαχοι συνέλαβαν τον Λέεμπ και, μαζί με άλλους ανώτατους αξιωματικούς, τον παρέπεμψαν σε δίκη. Εκεί, επειδή, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, δεν ήσαν πολύ ξεκάθαρα τα έγγραφα με βάση τα οποία θεμελιώθηκε το κατηγορητήριο, καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση. Απολύθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δίκης, καθώς ο χρόνος κράτησής του ήταν μεγαλύτερος από την ποινή του. Ο Λέεμπ αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή και έζησε στη Βαυαρία με την οικογένειά του. Απεβίωσε στο Φίσεν (Füssen) μετά από καρδιακή προσβολή στις 29 Απριλίου 1956, σε ηλικία 79 ετών.[5]
Σημειώσεις, Αναφορές
↑Ritter δεν είναι όνομα αλλά τίτλος, αποδιδόμενος στα Ελληνικά ως "Ιππότης"
↑Spencer C. Tucker, Priscilla Mary Roberts, Jack Greene, Cole C. Kingseed, Malcolm Muir, David T. (DRT) Zabecki, Allan R. (FRW) Millett World War II: A Student Encyclopedia, ABC-CLIO, 2005 ISBN 1-85109-857-7
↑Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
↑Ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά "... ο αξιοπρεπής Στρατάρχης φον Λέεμπ υποβάλλει την παραίτησή του..."
↑Moll, Otto E. & Marek, Wolfgang (επιμ.) (1961): Die deutschen Generalfeldmarschälle 1935 – 1945. Erich Pabel Verlag, Ράστατ 1961 (Πρώτη Έκδοση), σ. 112
Έργα
Wilhelm Leeb, Hugo Freytag-Loringhoven, Waldemar Erfurth Roots of Strategy: 3 Military Classics, Stackpole Books, 1991 ISBN 0-8117-3060-3
Wilhelm Leeb, Die Abwehr, E. S. Mittler & Sohn, 1938