Αρτέμης

Αρτέμης
Αρτέμης (κοιλιακή όψη)
Αρτέμης (κοιλιακή όψη)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ρινοτρυπόμορφα (Procellariiformes)
Οικογένεια: Ρινοτρυπίδες (Procellariidae) Leach, 1820
Γένος: Καλονηκτρίς (Calonectris) Mathews & Iredale, 1915
Είδος: C. diomedea
Διώνυμο
Calonectris diomedea (Καλονηκτρίς η διομηδεία)
(Scopoli, 1769)
Calonectris diomedea

Ο Αρτέμης είναι θαλάσσιο πελαγικό πτηνό της οικογενείας των Ρινοτρυπιδών, που απαντά στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Calonectris diomedea και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[2]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Καθοδική ↓ [3]

Ονοματολογία

Η επιστημονική ονομασία του γένους Calonectris, έχει ελληνική ρίζα, εκ του Καλονηκτρίς (καλή + νηκτρίς = κολυμβήτρια) [[ΕΤΥΜ. μτγν. < νήκτης ≪κολυμβητής≫ < αρχ. νήχω ≪κολυμπώ≫ < νέω≪κολυμπώ≫ (άσχετο προς το ρ. νέω ≪γνέθω, κλώθω≫, βλ. λ. νήμα) + εμφατ.επίθημα -χω. Το αρχ. νέω ≪κολυμπώ≫ αποτελεί την ασθενή βαθμ. τού I.E.*sna- ≪πλέω, κολυμπώ≫, πβ. σανσκρ. snati ≪πλένομαι≫, λατ. nare | natare≪κολυμπώ≫ (> γαλλ. natation ≪κολύμβηση≫, ισπ. natacion) κ.ά.],[4][5] με σαφή αναφορά στις ιδιαίτερες ικανότητες του πτηνού να προσαρμόζεται στα θαλάσσια οικοσυστήματα.

Ο όρος diomedea στην επιστημονική ονομασία του είδους οφείλεται στο μυθικό ήρωα Διομήδη, βασιλιά του Άργους και σύντροφο του Οδυσσέα στον Τρωικό Πόλεμο, ο οποίος σύμφωνα με μία πολλές εκδοχές εξαφανίστηκε σε ένα από τα Διομήδεια Νησιά της Αδριατικής (σημερινή ονομασία Νησιά Τρέμιτι) και οι σύντροφοί του μεταμορφώθηκαν σε πουλιά.[6]

Η αγγλική ονομασία του πτηνού Scopoli’s Shearwater, δόθηκε προς τιμήν του Αυστριακού ορνιθολόγου Τ. Σκόπολι (Giovanni Antonio Scopoli, 1723-1788). Άγνωστη παραμένει η προέλευση της ελληνικής λαϊκής ονομασίας αρτέμης πιθανός, όμως, να σχετίζεται με το ιστίο (πανί) αρτέμων «φλόκος» των ιστιοφόρων, που σχετίζεται άμεσα με την ικανότητα του πτηνού να θυελλοπορεί. [εκκρεμεί παραπομπή]

Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Σκόπολι ως Procellaria diomedea, το 1769. Η ταξινομική του δεν έχει ακόμη ξεκαθαριστεί και υπάρχουν αρκετές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών. Επιπροσθέτως, υπάρχουν προβλήματα ακόμη και στην οικογένεια Procellariidae, όπου κάποιοι μελετητές επιμένουν στη διαίρεσή της σε 3 υποοικογένειες [7] ενώ κάποιοι άλλοι δεν το αποδέχονται. Τα προβλήματα δημιουργήθηκαν από την «εμπλοκή» των χρωμοσωμικών αναλύσεων (mitochondrial cytochrome b gene analysis) στην έρευνα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, γεγονός που έλυσε αρκετά ταξινομικά ζητήματα σε πολλές περιπτώσεις, ενώ περιέπλεξε την κατάσταση σε κάποιες άλλες.[8]

Σύμφωνα με την προηγούμενη ταξινόμηση το taxon κατατασσόταν ως υποείδος (C. d. diomedea) του είδους Calonectris diomedea , με την συγκεκριμένη ταξινομική να εμφανίζει πολλά προβλήματα. Αρχικά, είχε προταθεί η διάσπαση σε δύο διακριτά είδη, τα C. diomedea και C. edwardsii και λίγο αργότερα προτάθηκε η διάσπαση στα C. diomedea και C. borealis. Τελικά, το αρχικό taxon διασπάστηκε σε τρία είδη (τα προηγούμενα υποείδη), αλλά οι διαφωνίες μεταξύ των ταξινομικών φορέων, εξακολουθούν να υφίστανται.

Γεωγραφική εξάπλωση και βιότοπος

Ο αρτέμης είναι είδος με εξάπλωση στη Μεσόγειο και στον Κ. και Ν. Ατλαντικό. Αναπαράγεται στα νησιά και βράχια στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου (Αλγερία, Κροατία, Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, Ισπανία (εκτός των Καναρίων Νήσων), Τυνησία και Τουρκία.[9] Μετά την αναπαραγωγή, τα πουλιά διασπείρονται ευρέως σε διάφορα σημεία του Ατλαντικού, κυρίως στις ανατολικές επικράτειες, προς τις αφρικανικές ακτές, με ορισμένα άτομα από τη Μεσόγειο να ξεχειμωνιάζουν πλησιέστερα, στην Ν. Σικελία [10] και στα Κανάρια.[11]

Κύριες περιοχές αναπαραγωγής

Μινόρκα, Ίμπιζα, Φορμεντέρα, Καμπρέρα, Conillera και Dragonera των Βαλεαρίδων. Νήσοι Îles d'Hyères στη Γαλλία. Νήσος Έλβα, μικρά νησιά στα ανοικτά της Σικελίας και της Σαρδηνίας, Παντελλερία και Λαμπεντούζα στην Ιταλία. Επίσης, στη Μάλτα, στα παράκτια νησιά της Κροατίας. Κύθηρα και Κυκλάδες στην Ελλάδα.

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Αρτέμης εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Ο αρτέμης, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας όπου ανήκει, είναι ένα πλήρως μεταναστευτικό πτηνό μεγάλων, υπερπόντιων αποστάσεων. Οι πελαγικές μετακινήσεις του είδους εύκολα μπορούν να διαιρεθούν, σε εκείνες προς συχνή αναζήτηση τροφής γύρω από τις περιοχές αναπαραγωγής, στις μεγάλες και γρήγορες, υπερπόντιες μεταναστεύσεις προς τις κύριες περιοχές διαχείμασης και, στις μικρότερης κλίμακας μετακινήσεις πάλι σε ένα σαφώς προκαθορισμένο έδαφος διαχείμασης.[12]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Αυστρία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, το [Ιράν]] και το Ομάν.[13] Στην Ελλάδα, ο αρτέμης έρχεται τα καλοκαίρια από τις περιοχές διαχείμασης του Ατλαντικού, για να αναπαραχθεί σε όλες τις θάλασσες της επικρατείας.[14] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιος, διαβατικός μετανάστης [15] και από την Κύπρο ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό σε απόκρημνες ακτές και ερημονήσια.[16]

Μορφολογία

Ο αρτέμης είναι ένα αρκετά μεγάλο θαλασσοπούλι, το μεγαλύτερο από τα μέλη της οικογένειας που αναπαράγονται στον Ατλαντικό,[17], με χαρακτηριστικά που δεν φέρουν κάποιο ιδιαίτερο διαφοροποιητικό στοιχείο. Μοιάζει εξαιρετικά με τον αρτέμη του Κόρι (Calonectris borealis) και, πρακτικά, είναι αδύνατον να ξεχωρίσει από αυτόν στην παρατήρηση πεδίου.[18]

Το μέτωπο και η κορυφή του κεφαλιού έχουν σκουρόγκριζο χρώμα που εκτείνεται από τα ωτικά καλυπτήρια μέχρι το ράμφος, με κάποιες υπόλευκες κηλίδες. Η περιοχή προς τα πλάγια του στήθους και του λαιμού, σταδιακά γίνεται πιο ανοικτόχρωμη γκρίζα. Η ράχη, η ωμοπλάτη και και τα άνω καλυπτήρια φτερά της ουράς είναι είναι επίσης σκουρόγκριζα αλλά με πιο αχνές άκρες, λίγο πιο σκούρα στο κάτω μέρος της ράχης.[19]

Η ουρά είναι σκούρα καφέ, ενώ το πηγούνι και το εμπρόσθιο τμήμα του λαιμού είναι συνήθως λευκά ή, κάποιες φορές, με υπόλευκα σημεία. Το υπόλοιπο κάτω μέρος είναι είναι λευκό με σκούρα την κάτω επιφάνεια της ουράς. Η άνω επιφάνεια των πτερύγων έχει τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα ερετικά μαυριδερά καφέ, με γκρι-καφέ καλυπτήρια, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι λευκή με σκούρο γκρι περιθώριο σε όλη την περιφέρεια. Το ράμφος είναι ωχροκίτρινο με σκούρο άκρο, η ίριδα σκούρα καφέ, οι ταρσοί και τα πόδια σκούρα σαρκόχρωμα.[20] Τα φύλα είναι όμοια, αλλά το θηλυκό είναι ελαφρύτερο και με λεπτότερο ράμφος.[21]

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: 45 έως 52 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (100-) 110 έως 113 (-125) εκατοστά
  • Βάρος: 700 έως 800 γραμμάρια

(Πηγές:[17][18][22][23][24][25][26][27][28][29])

Τροφή

Ο αρτέμης τρέφεται κυρίως με καλαμάρια, μαλάκια, κεφαλόποδα και ψάρια, που συλλαμβάνει από τα επιφανειακά στρώματα της θάλασσας, μπορεί όμως και να καταδύεται για τη σύλληψη της λείας του (μέχρι και σε βάθος 15 μέτρων). Συχνά ακολουθεί τις τράτες για τα απομεινάρια (offal) που πετιούνται στη θάλασσα από τα δίχτυα [19][30] και, αρκετές φορές ακολουθεί τα απόνερα που αφήνουν οι φάλαινες και τα δελφίνια.[17]

Από τα ψάρια, ιδιαίτερη προτίμηση δείχνει στα είδη, Belone belone, Scombresox saurus, Hirundichthys rondeletii, Cheilopogon heterurus κ.α.[28]

Πτήση

Όπως και στα άλλα μέλη της ομάδας του, οι ταρσοί του πτηνού είναι τοποθετημένοι προς το πίσω μέρος του σώματος, γεγονός που το καθιστά εντελώς αδέξιο στη στεριά, όπου «προχωράει» με την κοιλιά και με υποβοήθηση από τις πτέρυγές του. Επίσης, για να απογειωθεί χρειάζεται αρκετό «διάδρομο» απογείωσης, είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα και, πάντοτε κόντρα στον άνεμο. Ο τρόπος με τον οποίο πετάει εξαρτάται από την ταχύτητα των ανέμων.

Ο αρτέμης αναζητά την τροφή του πετώντας παράλληλα προς το επίπεδο της θάλασσας

Η πτήση του, είναι εύκολη αλλά δυνατή στους ήπιους και μέτριους ανέμους, με συνεχή φτεροκοπήματα, (συνήθως 5-8) ακολουθούμενα από αερολίσθηση (gliding) και με τις πτέρυγες ελαφρά λυγισμένες και υπό γωνία προς τα πίσω, συχνά παράλληλα με την επιφάνεια της θάλασσας.[17][19] Όταν οι άνεμοι είναι ισχυροί, πετάει άκοπα, περισσότερο σαν τα άλμπατρος, δηλαδή πιο ψηλά και αιωροπορώντας (soaring), θεωρείται μάλιστα το μοναδικό μέλος της ομάδας του, που αιωροπορεί.[17]

Ηθολογία

Ο αρτέμης, όπως και όλα τα γνήσια θαλασσοπούλια, ζεί και τρέφεται στην ανοικτή θάλασσα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους, ερχόμενος στην ξηρά μόνο για να αναπαραχθεί. Για την καθημερινή αναζήτηση της τροφής του καλύπτει μεγάλες αποστάσεις δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιομέτρων, αναπαυόμενος στην επιφάνεια του νερού, ενώ συνηθίζει -αντίθετα από άλλα Ρινοτρυπόμορφα- να καταδύεται, επί πλέον, για τη σύλληψη της λείας του εκτός από το να την αναζητά στην επιφάνεια.

Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, είναι ημερόβιο και γενικότερα «σιωπηλό» είδος, αλλά κατά την παραμονή του στην ξηρά και στα αναπαραγωγικά εδάφη, είναι νυκτόβιο και εξαιρετικά θορυβώδες. Όλη η αποικία φωλιάσματος κατακλύζεται από εκατοντάδες ή και χιλιάδες πουλιά που βγάζουν δυνατές, θρηνητικές [22] κραυγές, που έχουν παρομοιωθεί με το δυνατό κλάμα των βρεφών, γεγονός που τα συνέδεσε με διάφορες δοξασίες στην κουλτούρα των λαών οι οποίοι ζουν στις περιοχές αναπαραγωγής.

Αναπαραγωγή

Η περίοδος αναπαραγωγής των αρτέμηδων ξεκινά τον Απρίλιο, συνήθως όμως από τα τέλη Μαΐου και, μπορεί να παραταθεί μέχρι τον Οκτώβριο. Η ωοτοκία γίνεται εφάπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο και, εάν καταστραφεί, δεν αναπληρώνεται.[31] Είναι σεξουαλικά ώριμοι από το 5ο έτος της ηλικίας τους.

Το είδος εμφανίζει, όπως και άλλα μέλη της οικογένειας, υψηλά επίπεδα φιλοπατρίας (philopatry), ενός φαινομένου κατά το οποίο τα πτηνά επιστρέφουν στον τόπο όπου γεννήθηκαν με εξαιρετική ακρίβεια, κάτι που δεν έχει γίνει πλήρως κατανοητό από την επιστημονική κοινότητα. Μάλιστα, αυτή η τάση φαίνεται να είναι η ισχυρότερη μέσα στην τάξη (Ρινοτρυπόμορφα. Από μελέτη σε αρτέμηδες που φωλιάζουν κοντά στην Κορσική, διαπιστώθηκε ότι 9 από τα 61 αρσενικά που γεννήθηκαν εκεί, όχι μόνον επέστρεψαν στη συγκεκριμένη περιοχή, αλλά και στο ίδιο σημείο (βράχο, λαγούμι) όπου γεννήθηκαν και ανατράφηκαν (!) [32] Αντίστοιχη σε ποσοστά είναι και η τάση επιστροφής του ίδιου ζευγαριού στα ίδια εδάφη φωλιάσματος, με τα αρσενικά να είναι «ακριβέστερα» στο ραντεβού τους (σχεδόν το 85% των αρσενικών επιστρέφουν στα ίδια αναπαραγωγικά λημέρια μετά από μια επιτυχημένη προσπάθεια αναπαραγωγής, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα θηλυκά κυμαίνεται περίπου στο 76%).[33]

Το είδος φωλιάζει σε μεγάλες αποικίες, που μπορεί να φθάσουν και τις 25.000 πουλιά σε κάποια απομονωμένα νησιά της Μεσογείου. Τότε δραστηριοποιούνται κατά τη διάρκεια της νύχτας και, όλη η αποικία μετατρέπεται σε ένα τεράστιο θορυβώδες σύνολο, που ακούγεται από πολύ μακριά. Φωλιά δεν κατασκευάζεται, αλλά χρησιμοποιούνται βράχια, σπηλιές και πεδία με διάσπαρτους ογκόλιθους, αποκλειστικά σε άγονα παράκτια νησιά που, καταλαμβάνονται εξ ολοκλήρου.[30] Αρκετά ζευγάρια μπορεί να μοιράζονται μεγάλα κοιλώματα σε σπηλιές, ή χάσματα σε ορθοπλαγιές ή κάτω από μεγάλους ογκόλιθους.[31] Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιούνται και θαλάσσιες σπηλιές, μέχρι και 20 μέτρα στο εσωτερικό τους.[31].

Η γέννα περιλαμβάνει 1 μόνον υποελλειπτικό αβγό, διαστάσεων 73,3 Χ 50 χιλιοστών και η επώαση που πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα, με βάρδιες που μπορεί να διαρκούν μέχρι και 6 ημέρες για τον κάθε γονέα, διαρκεί 52-55 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, αλλά αποκτούν πολύ γρήγορα βάρος και, μπορεί να ξεπεράσουν σε όγκο τους γονείς τους. Τρέφονται με πολλή εξεμεσμένη τροφή, αλλά κατά αραιά διαστήματα και κατά τη διάρκεια της νύχτας, ανάλογα με το πόσο καιρό λείπει ο γονέας που θα φέρει την τροφή. Γρήγορα εγκαταλείπονται εντελώς από τους γονείς τους, περίπου στις 4 ημέρες, αλλά δραστηριοποιούνται μόνοι τους τις νύχτες και ασκούνται στο πέταγμα, ενώ ταυτόχρονα αρχίζουν να χάνουν το μεγάλο βάρος που είχαν κερδίσει. Συνήθως φεύγουν μόνοι τους για τη θάλασσα μετά από 85-97 ημέρες.[34].

Απειλές

Οι κύριες απειλές για το είδος είναι δυό: τα χωροκατακτητικά, μη αυτόχθονα θηλαστικά στις περιοχές φωλιάσματος και η αυξημένη θνησιμότητα από την αλιεία «παράπλευρων» αλιευμάτων.[9][35] Πρόσφατες μελέτες έχουν αναδείξει τις πιέσεις που ασκούν τα εισηγμένα είδη θηλαστικών, με τις αποικίες φωλιάσματος να παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις στην αναπαραγωγική επιτυχία κατά τη διάρκεια επιβολής μέτρων ελέγχου των θηλαστικών.[36][37]

Ο αρτέμης είναι ένα από τα συνηθέστερα είδη θαλασσοπουλιών που πέφτουν «παράπλευρα» θύματα των αλιευμάτων στη Μεσόγειο,[38][39][40] με τις εκτιμήσεις του αριθμού των ατόμων που σκοτώνονται κάθε χρόνο από τα ισπανικά αλιευτικά σκάφη να κυμαίνονται από 200 [39] μέχρι 467-1,867 άτομα, δηλαδή εκτιμώμενο ποσοστό 4-6% του τοπικού πληθυσμού αναπαραγωγής.[41] Ανάλογα είναι και τα ποσοστά θανάτων στους αλιευτικούς στόλους της Μάλτας (1.220 άτομα ετησίως ή 8,5-10% του τοπικού πληθυσμού αναπαραγωγής), αν και αυτό είναι πιθανό να αποτελεί υπερεκτίμηση λόγω ασύμμετρης αναλογίας αλιευμάτων/αλιευτικών σκαφών.[42] Πάντως, οι ίδιες επιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν και στους διαχειμάζοντες πληθυσμούς.[43]

Κατάσταση πληθυσμού

Η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως.[13] Ωστόσο, οι πληθυσμοί του εκτιμάται και προβλέπεται να εμφανίζουν μείωση της τάξηε του2%, χρονική περίοδο πάνω από τρεις γενιές (1980-2038), αν και αυτό βασίζεται σε στοιχεία από μόνο 6% του πληθυσμού.[9][44] Πάντως, μέχρι να επιβεβαιωθούν οι μετρήσεις επιβίωσης των ενηλίκων και οι πιθανότητες αναπαραγωγής στην Τυνησία, καθώς και σε άλλες σημαντικές θέσεις (π.χ. Ιταλία), κάθε εκτίμηση των συνολικών τάσεων του πληθυσμού για το είδος, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καθαρά θεωρητική.[44]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Παρόλο που ο αρτέμης είναι αρκετά κοινός στην ανοικτή θάλασσα, (Αιγαίο, Κρητικό και Ιόνιο), παραμένει ελάχιστα μελετημένο πτηνό. Οι αποικίες αναπαραγωγής στις Διονυσιάδες νήσους (Κρήτη), ωστόσο, παρακολουθούνται μετά το 1970. Χάρη σε αυτές είναι γνωστό ότι, η πτέρωση των νεοσσών πραγματοποιείται στα μέσα Οκτωβρίου, με τα περισσότερα πουλιά να έχουν φύγει μέχρι τα τέλη του ίδιου μήνα. Οι δακτυλιώσεις επιβεβαιώνουν την ισχυρή φιλοπατρία (philopatry) των νεαρών ατόμων, που επιστρέφουν στις θέσεις όπου γεννήθηκαν 3-4 χρόνια αργότερα, ενώ ζευγαρώνουν στα 5-7 χρόνια. Στην Ελλάδα, ο αρτέμης έρχεται από τα μέσα Μαρτίου και μετά, για να φωλιάσει κατά αποικίες σε πολλά νησιά, ενώ έχουν παρατηρηθεί και λιγοστά άτομα κατά την διάρκεια του χειμώνα.[45]

Είναι αρκετά κοινό είδος το καλοκαίρι και στον Σαρωνικό και τον Ευβοϊκό (Απρίλιο-Οκτώβριο), συχνά σε ομάδες των 60-100 ατόμων.[46]

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο ο Αρτέμης απαντά και με τις ονομασίες Μουντέκι,[47] Θυελλοδύτης, Θυελλοπόρος,[48], Αρτίνα (Ιόνιο), Αρτένα, Καλικανάς (Κάσος) [49] και Πελαγόμυχος (Κύπρος) ή επίσης Κριστιάν.[50]

Παραπομπές

  1. BirdLife International (2012). Calonectris diomedea στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
  2. Howard and Moore, 4th ed.
  3. http://www.iucnredlist.org/details/full/45061132/0
  4. Μπαμπινιώτης, σ 1180
  5. ΠΛΜ, 45:450
  6. ΠΛΜ, 21:128
  7. Snow & Perrins
  8. Heidrich et al
  9. 9,0 9,1 9,2 Derhé
  10. Mullarney et al, p. 68
  11. Navarro & González-Solís
  12. González-Solís et al
  13. 13,0 13,1 http://www.iucnredlist.org/details/45061132/0
  14. Όντρια, σ. 41
  15. Σφήκας, σ. 46
  16. Σφήκας, σ. 36
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 Bruun, p. 26
  18. 18,0 18,1 Mullarney et al, p.68
  19. 19,0 19,1 19,2 Enticott & Tipling, p. 74
  20. Enticott, p. 74
  21. C.diomedea sur Oiseaux.net, 2007 [archive]
  22. 22,0 22,1 Perrins, p. 66
  23. Flegg, p. 46
  24. Heinzel et al, p. 30
  25. Όντρια, σ. 40-1
  26. Scott & Forrest, p. 20
  27. http://www.ibercajalav.net
  28. 28,0 28,1 http://ibc.lynxeds.com/species/scopolis-shearwater-calonectris-diomedea
  29. planetofbirds.com
  30. 30,0 30,1 del Hoyo et al
  31. 31,0 31,1 31,2 Harrison, p. 53
  32. Rabouam et al
  33. Thibault
  34. Harrison, p. 52, 54
  35. Carboneras
  36. Igual et al
  37. Pascal et al
  38. Valeiras & Caminas
  39. 39,0 39,1 García-Barcelona et al
  40. Laneri et al
  41. Belda & Sanchez
  42. Dimech et al unpubl. per Derhé 2012
  43. Granadeiro et al
  44. 44,0 44,1 Carboneras et al
  45. Handrinos & Akriotis, p. 96
  46. Σταύρακας και Σκαρέας, σ. 20, 123
  47. Απαλοδήμος, σ. 26
  48. Όντρια, σ. 40
  49. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Οκτωβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2019. 
  50. http://avibase.bsc-eoc.org/species[νεκρός σύνδεσμος]

Πηγές

  • Bauer Hans-Günther, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): DasKompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
  • Belda, E. J.; Sanchez, A. 2001. Seabird mortality on longline fisheries in the western mediterranean: factors affecting bycatch and proposed mitigating measures. Biological Conservation 98: 357-363
  • Brichetti, P.; Foschi, U. F.; Boano, G. 2000. Does El Niño affect survival rate of Mediterranean populations of Cory's Shearwater? Waterbirds 23: 147-154.
  • Bull, John L.; Farrand, John Jr.; Rayfield, Susan & National Audubon Society (1977): The Audubon Society field guide to North American birds, Eastern Region. Alfred A. Knopf, New York. ISBN 0-394-41405-5
  • Carboneras, C.; Derhé, M.; Ramirez, I. 2013. Update on the population status and distribution of Mediterranean shearwaters. Report to Seventh Meeting of the ACAP Advisory Committee, La Rochelle, France, 6-10 May 2013.
  • Defos du Rau, P.; Bourgeois, K.; Ruffino, L.; Dromzée, S.; Ouni, R.; Abiadh, A.; Estève, R.; Durand, J-P.; Anselme, L.; Faggio, G.; Yahya, J.M.; Peters, P.; Rguibi, H.; Renda, M.; Miladi, B.; Hamrouni, H.; Alilech, S.; Ben Dhafer, A.; Nefla, A.; Jaouadi, W.; Agrebi, S.; Renou, S. 2012. New assessment of the world largest colony of Scopoli’s ShearwaterCalonectris diomedea. In: Yésou, P.; Baccetti, N.; Sultana, J. (ed.), Ecology and Conservation of Mediterranean Seabirds and other bird species under the Barcelona Convention – Proceedings of the 13th Medmaravis Pan-Mediterranean Symposium. Alghero (Sardinia) 14-17 Oct. 2011, pp. 26–28. Medmaravis, Alghero.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Derhé, M. 2012. Developing a Population Assessment for Scopoli’s and Cory’s Shearwaters Calonectris diomedea/Calonectris borealis. In: Yésou, P.; Baccetti, N.; Sultana, J. (ed.), Ecology and Conservation of Mediterranean Seabirds and other bird species under the Barcelona Convention – Proceedings of the 13th Medmaravis Pan- Mediterranean Symposium. Alghero (Sardinia) 14-17 Oct. 2011, pp. 29–38. Medmaravis, Alghero.
  • García-Barcelona, S.; Ortiz de Urbina, J. M.; de la Serna, J. M.; Alot, E.; Macias, D. 2010. Seabird bycatch in Spanish Mediterranean large pelagic longline fisheries, 2000-2008.Aquatic Living Resources 23: 363–371.
  • Gonzalez-Solis, J., Felicisimo, A., Fox, J.W., Afanasyev, V., Kolbeinsson, Y. and Munoz, J. 2009. Influence of sea surface winds on shearwater migration detours. Marine Ecology Progress Series 391: 221-230.
  • Granadeiro, J. P.; Dias, M. P.; Rebelo, R.; Santos, C.D.; Catry, P. 2006. Numbers and population trends of Cory's Shearwater Calonectris diomedea at Selvagem Grande, Northeast Atlantic. Waterbirds 29: 56-60.
  • Harrison, Peter (1983): Seabirds: An Identification Guide. Croom Helm, Beckenham. ISBN 0-7099-1207-2
  • Heidrich, Petra; Amengual, José F. & Wink, Michael (1998): Phylogenetic relationships in Mediterranean and North Atlantic shearwaters (Aves: Procellariidae) based on nucleotide sequences of mtDNA. Biochemical Systematics and Ecology 26(2): 145–170. doi:10.1016/S0305-1978(97)00085-9 PDF fulltext
  • Igual, J.M.; Forero, M. G.; Gomez, T.; Orueta, J. F.; Oro, D. 2006. Rat control and breeding performance in Cory's Shearwater (Calonectris diomedea): effects of poisoning effort and habitat features. Animal Conservation 9(1): 59-65.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2015).
  • Navarro, J., Gonzales-Solis, J. 2009. Environmental determinants of foraging strategies in Cory's shearwaters Calonectris diomedea. Marine Ecology Progress Series 378: 259-267.
  • Pascal, M.; Lorvelec, O.; Bretagnolle, V.; Culioli, J. M. 2008. Improving the breeding success of a colonial seabird: a cost-benefit comparison of the eradication and control of its rat predator. Endangered Species Research 4: 267¬–276.
  • Péron, C.; Grémillet, D.; Culioli, J.-M.; Faggio, G.; Gillet, P.; Mante, A.; Vidal, P. 2012. Exploring marine habitats of two shearwater species breeding on French Mediterranean islands. In: Yésou, P.; Baccetti, N.; Sultana, J. (ed.), Ecology and Conservation of Mediterranean Seabirds and other bird species under the Barcelona Convention – Proceedings of the 13th Medmaravis Pan-Mediterranean Symposium. Alghero (Sardinia) 14-17 Oct. 2011, pp. 19–25. Medmaravis, Alghero.
  • Rabouam, C., Thibault, J.-C., Bretagnolle, V. (1998). Natal Philopatry and Close Inbreeding in Cory's Shearwater (Calonectris diomedea) Auk 115 (2): 483–486. doi:10.2307/4089209.
  • Snow, David W.; Perrins, Christopher M. & Gillmor, Robert (1998): The Birds of the Western Palearctic. Oxford University Press. ISBN 0-19-850187-0
  • Thibault, J-C. (1994). Nest-site tenacity and mate fidelity in relation to breeding success in Cory's Shearwater Calonectris diomedea. Bird Study 41 (1): 25–28. doi:10.1080/00063659409477193
  • Valeiras, J.; Caminas, J. A. 2003. The incidental capture of seabirds by Spanish drifting longline fisheries in the western Mediterranean Sea. Scientia Marina 67: 65–68.

Βιβλιογραφία

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Σταύρακας Λευτέρης και Σκαρέας Σπύρος: Τα πουλιά της Αττικής Wild Greece Editions, 2015
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»