Η Όπερα της Δρέσδης ή Όπερα Ζέμπερ είναι η Σαξονική Κρατική Λυρική Σκηνή (Sächsische Staatsoper) της Δρέσδης, έδρα της Σαξονικής Κρατικής Ορχήστρας (Staatskapelle) και του Μπαλέτου Ζέμπερ (Semperoper Ballett). Το κτίριο βρίσκεται κοντά στον ποταμό Έλβα στο ιστορικό κέντρο της Δρέσδης, στη Γερμανία.
Ιστορία
Ανέγερση
Το πρώτο κτίριο, στην ίδια τοποθεσία του τωρινού, χτίστηκε από τον αρχιτέκτονα Γκότφρηντ Ζέμπερ[2]. Βρίσκεται στην Πλατεία Θεάτρου στο κέντρο της Δρέσδης, στις όχθες του ποταμού Έλβα. Η αρχιτεκτονική του βασιζόταν στον κορινθιακό ρυθμό του νεοκλασικισμού με στοιχεία από την Αναγέννηση και το μπαρόκ. Ήταν το πρώτο σημαντικό έργο του Ζέμπερ και καθιέρωσε τη φήμη του ως αρχιτέκτονα. Καλλιτεχνικός στόχος του ήταν η λειτουργία και η εσωτερική δομή του κτιρίου να αντανακλάται στην εξωτερική του εμφάνιση, κάτι που δημιούργησε τάση στην κατασκευή των θεάτρων του 19ου αιώνα.
Η σκηνή άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες στο κοινό στις 13 Απριλίου 1841 με μια όπερα του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Η πρώτη όπερα που ανέβηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα ήταν ο Ριέντσι του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η επιτυχία ήταν τέτοια ώστε ο συνθέτης αναγορεύτηκε σε Αρχιμουσικός της Αυλής (Kapellmeister). Έχασε το αξίωμα αυτό λόγω της εμπλοκής του στις εξεγέρσεις του 1848-9 και μάλιστα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Δρέσδη[3].
Πυρκαγιά και 1η ανοικοδόμηση
Μια καταστροφική πυρκαγιά του 1869 ισοπέδωσε το κτίριο και ο βασιλιάς Ιωάννης της Σαξονίας υπό την πίεση των πολιτών της Δρέσδης, κάλεσε τον Ζέμπερ, που ήταν εξόριστος, λόγω της εμπλοκής του στην εξέγερση του 1849, για την ανοικοδόμηση του θεάτρου. Χρησιμοποιήθηκαν τα δικά του σχέδια αλλά την εποπτεία ανέλαβε ο γιος του Μάνφρεντ Ζέμπερ, που ήταν επίσης αρχιτέκτονας. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1878.
Το κτίριο θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα της Μπαρόκ αρχιτεκτονικής της Δρέσδης. Στην κορυφή της κεντρικής εισόδου ένα άγαλμα του Διονύσου οδηγεί μαζί με την Αριάδνη ένα τέθριππο από πάνθηρες. Την πρόσοψη κοσμούν αγάλματα του Γκαίτε, του Σίλερ, του Σαίξπηρ, του Μολιέρου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη κ.ά.. Το εσωτερικό, πλούσιο σε κάθε είδους διακοσμητικά στοιχεία, δημιουργήθηκε από αρχιτέκτονες της εποχής, όπως ο Johannes Schilling.
O Ernst von Schuch διορίστηκε το 1882 διευθυντής ορχήστρας και από το 1889 έως τον θάνατό του το 1914 καλλιτεχνικός διευθυντής (Generalmusikdirektor). Τον διαδέχτηκε ο Fritz Reiner και το 1922 ο Fritz Busch, ο οποίος εγκατέλειψε τη Γερμανία το 1933 καθώς η εχθρική του συμπεριφορά προς το ναζιστικό καθεστώς τον είχε κάνει ανεπιθύμητο. Από το 1934 μέχρι το 1942 τα ηνία του θεάτρου πέρασαν στον Karl Böhm και από το 1943 μέχρι το 1945 στον Karl Elmendorff[3].
Βομβαρδισμός και 2η ανοικοδόμηση
Στις 13 Φεβρουαρίου 1945 το κτίριο καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό και πάλι, αυτή τη φορά κατά τον βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους Συμμάχους. Από την επακόλουθη πυρκαγιά, σώθηκε μόνο το εξωτερικό κέλυφος. Ακριβώς 40 χρόνια μετά, στις 13 Φεβρουαρίου 1985, η ανακατασκευή ολοκληρώθηκε. Το κτίριο διατήρησε τη μορφή που είχε πριν τον πόλεμο αλλά βελτιώθηκαν τα συστήματα ήχου και ο μηχανισμός σκηνής, μειώθηκαν οι θέσεις από 1700 σε 1300[4], προστέθηκε δε ένα παράρτημα για τις πρόβες και τα γραφεία της διοίκησης. Το θέατρο ξανάνοιξε με την όπερα "Ελεύθερος σκοπευτής" του Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, που ήταν η τελευταία παράσταση πριν την καταστροφή του κτιρίου το 1945. Όταν ο Έλβας πλημμύρισε το 2002, το κτίριο υπέστη σοβαρές ζημιές. Με την ουσιαστική βοήθεια από όλο τον κόσμο, ξανάνοιξε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους.