Ο Άντριεν δεν ήθελε να γίνει ζωγράφος θαλασσογραφιών, όπως ο αδελφός του, και γι' αυτό εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του τοπιογράφουΓιαν Βάιναντς. Εκεί γνώρισε τον Φίλιπς Βάουβερμαν, ο οποίος πιστεύεται ότι τον βοήθησε στις μελέτες του επί των ζώων και να άσκησε ισχυρή και επωφελή επιρροή στην τέχνη του. Έχοντας σημειώσει εξαιρετικά ταχεία πρόοδο, σύντομα ο Δάσκαλός του του ανέθεσε να εισαγάγει μορφές στις τοπιογραφίες του, ενώ την ίδια εργασία έκανε και για τους Μέιντερτ Χομπέμα, Γιάκομπ φαν Ράουσντελ, Άντριεν Χέντρικς Φερμπόομ και άλλους συγχρόνους του καλλιτέχνες.[7]
Αγαπημένα του θέματα ήταν οι σκηνές σε ανοικτά βοσκοτόπια με πρόβατα, αγελάδες και κατσίκια, τις οποίες εκτελούσε με επιδεξιότητα, με μεγάλη ακρίβεια και αληθοφάνεια και με καθαρούς, αργυρόχροους χρωματισμούς. Ζωγράφισε μερικές μικρών διαστάσεων χειμερινές σκηνές με παγοδρόμους και μερικά θρησκευτικά θέματα, ιδιαίτερα από το 1657 και ύστερα, όταν μετά τον γάμο του προσχώρησε στον καθολικισμό[9], όπως Η αποκαθήλωση (για λογαριασμό κρυφής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ("schuilkerk") στο Άμστερνταμ[7] και την Αποδημία του Ιακώβ (1663, Συλλογή Ουάλλας).[10]).
Εκτός από τους πίνακές του, από τους οποίους έχουν καταλογογραφηθεί περίπου 200, δημιούργησε και περίπου 20 χαρακτικά, μερικά από τα οποία, από τις χρονολογήσεις τους, φαίνεται ότι δημιούργησε σε ηλικία 14 ετών. Ξεχωρίζουν από την αμεσότητα της μεθόδου κατασκευής τους και τη λεπτότητα, αλλά και τη βεβαιότητα της αίσθησής τους. Ο φαν ντε Φέλντε ζούσε στην Καλφερστράατ (Kalverstraat), κοντά στην πύλη Regulierspoort των μεσαιωνικών τειχών του Άμστερνταμ.[7]