Ο Καρλ Πέτερ Χένρικ Νταμ (21 Φεβρουαρίου 1895 – 17 Απριλίου 1976) ήταν δανός βιοχημικός και φυσιολόγος. Βραβεύτηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1943.
Κέρδισε το Βραβείο ΝόμπελΙατρικής το 1943 μαζί με τον Έντουαρντ Ντόιζι για την ανακάλυψη της βιταμίνης Κ και το ρόλο της στην ανθρώπινηφυσιολογία. Το κύριο πείραμα στο οποίο συμμετείχε ο Νταμ περιλάμβανε την παροχή μιας ελεύθερης από χοληστερόλη διατροφής στα κοτόπουλα.[12] Αρχικά αναπαρήγαγε πειράματα που ανέφεραν επιστήμονες στην Σχολή Γεωργίας του Οντάριο.[13] Οι ΜακΦάρλεϊν, Γκρέιαμ και Ρίτσαρντσον, οι οποίοι εργάζονταν στο πρόγραμμα σίτισης κοτόπουλων στη σχολή, είχαν χρησιμοποιήσει χλωροφόρμιο για να αφαιρέσει όλο το λίπος από το φαγητό του κοτόπουλου. Παρατήρησαν ότι οι νεοσσοί που τρέφονταν μόνο με φαγητό χωρίς λίπος ανέπτυσσαν αιμορραγίες.[14] Ο Νταμ διαπίστωσε ότι τα ελαττώματα αυτά δεν μπορούσαν να αποκατασταθούν με την προσθήκη καθαρισμένοης χοληστερόλης στη διατροφή. Φαίνεται ότι—μαζί με την χοληστερόλη—το φαγητό εξήγαγε μια δεύτερη ένωση η οποία ονομάστηκε βιταμίνη της πήξης. Η νέα βιταμίνη έλαβε το γράμμα Κ, επειδή οι αρχικές ανακαλύψεις αναφέρθηκαν σε γερμανικό περιοδικό, καθώς το γερμανικό περιοδικό την ονόμασε Koagulationsvitamin (Κοαγκουαλτιονσφιταμίν).
Το 1920 έλαβε προπτυχιακό πτυχίο στη χημεία από το Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Κοπεγχάγης (πλέον είναι γνωστό ως Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Δανίας) και διορίστηκε βοηθός καθηγητής χημείας στη Σχολή Γεωργίας και Κτηνιατρικής. Το 1923 είχε γίνει καθηγητής βιοχημείας στο Φυσιολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης. Σπούδασε μικροχημεία στο Πανεπιστήμιο του Γκρατς με καθηγητή τον Φριτς Πρεγκλ το 1925, αλλά επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, όπου διορίστηκε βοηθός καθηγητής στο Ινστιτούτο Βιοχημείας το 1928 και επίκουρος καθηγητής το 1929. Όσο ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης πέρασε κάποιο χρόνο δουλεύοντας στο εξωτερικό, και το 1934 υπέβαλε μια διατριβή με τίτλο Nogle Undersøgelser over Sterinernes Biologiske Betydning (Κάποιες έρευνες σχετικά με την βιολογική σημασία των στερινών) στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, λαμβάνοντας το διδακτορικό του στη βιοχημεία.
Από το 1942 έως το 1945 ο Νταμ ήταν ανώτερος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Ρότσεστερ και το 1943 του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας Ιατρικής. Το 1951, ήταν ένας από τους επτά νομπελίστες που παρακολούθησαν τη πρώτη Συνάντηση βραβευμένων με Νόμπελ στο Λίνταου.[15]