Ο Φρανσουά Γκασπάρ, γεννημένος στο Νανσύ, ήταν μέλος της οικογένειας γλυπτών Αντάμ και έμαθε τη γλυπτική από τον πατέρα του, τον γλύπτη Ζακόμπ-Σιζισμπέρ Αντάμ (Jacob-Sigisbert Adam, 1670-1747). Κατόπιν, το 1730, ακολούθησε τους δύο αδελφούς του, τους γλύπτες Λαμπέρ-Σιγκισμπέρ και Νικολά-Σεμπαστιάν Αντάμ, στη Ρώμη, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Το 1740 κατέλαβε τη δεύτερη θέση στον διαγωνισμό για το «Βραβείο της Ρώμης», ουσιαστικά μια υποτροφία για φοιτητές καλών τεχνών που τους επέτρεπε να μείνουν για 3-5 έτη στη Ρώμη, αλλά το επόμενο έτος κέρδισε τον διαγωνισμό και έτσι το 1742 επέστρεψε στη Ρώμη. Το 1746, έτος της επιστροφής του στη Γαλλία, τού απονεμήθηκε τιμητικά ο τίτλος του «καθηγητή» από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Στο σημαντικότερο μέρος της σταδιοδρομίας του, από το 1747 μέχρι το 1760, ο Αντάμ, χάρη στη μεσολάβηση του Μαρκησίου ντ' Αρζάν, ήταν ο βασικός γλύπτης του βασιλιά Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας[6], ο οποίος ενδιαφερόταν ιδίως για τη δημιουργία μαρμάρινων αγαλμάτων. Το μεγαλύτερο μέρος των έργων του Φρανσουά Γκασπάρ διακοσμεί και σήμερα την έκταση του ανακτόρου Σανσουσί στο Πότσδαμ[7], με παλαιότερα από αυτά τα «Ουρανία Αφροδίτη» και «Απόλλων» (1748). Ο γλύπτης επέστρεψε για να πεθάνει στην πατρίδα του και ο θάνατος τον βρήκε στο Παρίσι σε ηλικία 51 ετών.
Stanislas Lami: το λήμμα «Adam, François Gaspard Balthasar» στο Allgemeines Lexikon der Bildenden Künstler von der Antike bis zur Gegenwart, επιμ. Ulrich Thieme και Felix Becker, τόμ. 1, σελ. 61