Ο Τζορτζ Άντριου Ράισνερ γεννήθηκε στην Ιντιανάπολις της Ιντιάνα. Οι γονείς του ήταν ο Τζορτζ Άντριου Ράισνερ Ι και η Μέρι Ελίζαμπεθ Μέισον. Οι γονείς του πατέρα του είχαν γερμανική καταγωγή[8].
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών του, από όπου και πήρε το διδακτορικό του 1893, ενώ συνέχισε τις σπουδές του και στο Βερολίνο[9].
Παντρεύτηκε την Μέρι Πούτναμ Μπρόνσον, με την οποία είχε μια κόρη, που λεγόταν επίσης Μέρι.
Το 1889 ο Ράισνερ ήταν προπονητής της ομάδας ράγκμπι του Πανεπιστημίου Περντιού για μία σεζόν.
Αρχαιολογική καριέρα
Στις έρευνές του στο Γκέμπελ Μπαρκάλ στην Νουβία, βρήκε ότι οι Νούβιοι βασιλείς δεν ήταν θαμμένοι στις πυραμίδες αλλά έξω από αυτές. Ανακάλυψε επίσης ένα κρανίο μια Νούβιας γυναίκας (που νόμισε ότι ήταν βασιλιάς). Ο Ράισνερ πίστευε ότι η Κέρμα ήταν αρχικά η βάση της Αιγυπτιακής κυβέρνησης, και ότι αυτοί η Αιγύπτιοι ηγεμόνες εξελίχθηκαν στους ανεξάρτητους μονάρχες της Κέρμα.
Ο Ράισνερ συνέταξε έναν κατάλογο των αντιβασιλέων του Κους. Ανακάλυψε τον τάφο της βασίλισσας Χετεφερές Α΄, της μητέρας του Χέοπα. Εκείνη την περίοδο επίσης εξερεύνησε διάφορους μασταμπάδες. Μετά την ανακάλυψη του βασιλικού σκύλου Αμπουτιού από τον Ράισνερ στις 13 Οκτωβρίου 1935 κατά τη διάρκεια κοινής αποστολής του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και το Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστόνης[10][11] ο Arthur Merton των London Times παρατήρησε ότι «ο Ράισνερ απολαμβάνει μια ασυναγώνιστη θέση όχι μόνο σαν εξέχουσα μορφή στην σημερινή αιγυπτιολογία, αλλά και ως άτομο που η ευθύτητα της κρίσης του και οι γνώσεις του είναι ευρέως παραδεκτές»[12].
Στην Αίγυπτο, ο Ράισνερ ανέπτυξε μια νέα αρχαιολογική τεχνική, που έγινε το πρότυπο στο επάγγελμα, συνδυάζοντας τις βρετανικές μεθόδους του Πέτρι, τις γερμανικές μεθόδους των Ντέρπφελντ και Κόλντεβαϊ, τη δικιά του αμερικανική πρακτική, και την ικανότητά του για οργάνωση επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας. Το 1908, μετά από μία δεκαετία στην Αίγυπτο ο Ράισνερ τέθηκε επικεφαλής της ανασκαφικής αποστολής του Χάρβαρντ στη Σαμάρεια.[15]